Ο ποιητής, η ύλη και η ιδέα

25 Ιουνίου 2020

Όλοι βέβαια οι ποιητές δουλεύουν ιδέες. Ζουν εκεί όπου κάποιος ανονόμαστος εδώ, εσωτερικός λόγος τα απλά δεδομένα της ύλης τα ανασυγκροτεί, τα ανασυνθέτει σε μιαν ανεπίτευκτη στα πράγματα αρμονία. Και ο Τσώσερ όταν πλάθη τον τύπο του Ιππότη του και ο Σαίξπηρ όταν πλάθη τον Ιάγο και ο Γκαίτε όταν τραγουδά τον ποδοπατημένο μενεξέ, μιαν ιδέα πλάθουν. Εδώ πέρα, όμως, δεν εννοούμε αυτό, αλλά κάτι πιο συγκεκριμένο.

Για να πάμε προς την ιδέα διανύουμε στην τέχνη το δρόμο του συμβόλου. Στον δρόμο τούτο ποικίλοι μπορεί να είναι οι τρόποι της πορείας. Άλλοτε τον διατρέχει ο ποιητής με μία μόνο ροπή, να φτάσει το γρηγορότερο στην ιδέα. Άλλοτε αργοπορεί μέσα στις χαρές που δίνει ο δρόμος του συμβόλου. Χαίρεται τότε το μέσον που τον οδηγεί στο τέρμα, περισσότερο ίσως και από το τέρμα, ή, ας πούμε, όσο και το τέρμα∙ την ύλη που θεοποιεί, περισσότερο ίσως και από το Θεό που πλάθει με αυτήν∙ το γίγνεσθαι περισσότερο από το είναι. Φαντάζει κάποτε τόσο όμορφα ένα ρόδο η μία ψυχή ανθρώπινη, που ξεχνάς τον πλάστη τους. Είναι τόσο ωραίος ο δρόμος προς τη γιορτή, που μακραίνεις τη γιορτή την ίδια. Ο ποιητής που αργοπορεί στο δρόμο των συμβόλων είναι εκείνος που μαγεύεται από τα ίδια του τα σύμβολα, από την ύλη, προ πάντων, που είναι φτιαγμένα∙ ερωτευμένος με αυτά και με την μυστική με εργασία της ανάπλασής των σε αισθητικό γεγονός, ας πούμε, σε ποιητικήν εικόνα.

Στο άλλο είδος ανήκει ο ποιητής, που βέβαια με αγάπη δρέπει τα σύμβολα του από τον γύρω κόσμο, είναι όμως εντός του η μαγεία της ιδέας πιο δυνατή από τη μαγεία της ύλης που πάει να τη συμβολίση.

Αλλά τα δύο αυτά είδη, δεν τα χωρίζει μόνο του τη διαφορά, μία διαφορά ηδονής. Τα χωρίζει ίσως ακόμη μία διαφορά πόνου. Όταν περπατάς με τα μάτια καρφωμένα στην ιδέα, όσο κι αν πλησιάζουν τα πόδια σου στα αγκάθια, τη ζωή την αισθάνεσαι απλή, καθαρόγραμμη και στέρεα δικαιωμένη. Όταν όμως βυθίζεσαι στον κόσμο των πραγμάτων και άλλα αγαπάς και άλλα αντιμάχεσαι και θέλεις να κατέχεις όσα αγαπάς και όσα αντιμάχεσαι να τα καταστρέφεις, όταν σε όλα αυτά απέναντι ξυπνήσει εντός σου η απόφαση να πλάσης τη ζωή κατά το θέλημά σου, και πιο πολύ η απελπισία ή και η αμφιβολία που θα την υποτάξης στο θέλημά σου, τότε τη ζωή τη βλέπεις περίπλοκη, δύσκολη, άδικη και γυρισμένη προς το εγώ σου και μάταια αποζητάς τη δικαίωση τής ύπαρξής σου.

Μαζί με την ηδονή έρχεται και ο πόνος από τα πράγματα, ο πόθος να τα αγκαλιάσεις, ενώ αυτά πάντα σου ξεγλιστρούν∙ το μίσος να τα συντρίψεις, ενώ αυτά όλο και ανανεώνονται εμπρός∙  ο δισταγμός – το τραγικότερο από όλα – για την αλήθεια και την αξία τους. Το πάθος, ο συνοδός της αίσθησης σε κυκλώνει στην πυκνή και υγρήν ατμόσφαιρά του.

Και από μέσα εκεί,  μην ξεχνώντας και ολότελα ποτέ, το τέρμα της πορείας, στρέφεις τα βλέμματα προς την ιδέα, νοσταλγικά, ερωτικά, το πιο συχνά, βουρκωμένα. Γιατί ο δρόμος έχει γίνει μακρύς και κάπου έχει στήσει ο Χάρος το καρτέρι του.

Ο ποιητής που κατά κύριο λόγο βυθίζεται στη ζωή των φθαρτών και των αισθητών, πληρώνοντας αδρά την ηδονή με τον αντίστοιχο πόνο, οικοδομεί το έργο που από τούτη την ύλη του πάθους, της απελπισίας και της αγωνίας. Η ιδέα φαντάζει από δω σαν όνειρο απροσπέλαστο, σαν ματαιωμένη ελπίδα.

Ο ποιητής που, επάνω από όλα τα εγκόσμια, τρέφεται κατά κύριο λόγο από τη θέα της ιδέας, οικοδομεί το έργο του, όσο και αν αγκαλιάζει το εγκόσμιο δράμα, από το φως της , από την ωραιότητα του ιδεατού παραδείγματος. Κινείται, στις καίριες τους στιγμές, σε ονειρεμένες και ιδανικές διαστάσεις.

Από την διάκριση αυτή ακολουθεί και μία άλλη. Ο ποιητής της ιδέας είναι αφιερωμένος στην ευδαιμονία τού θαυμασμού της.

Το εγώ του, η δύσκολη ανάβαση του προς την ιδέα, οι ψυχικές του περιπέτειες χάνονται, σβήνουν. Σβήνει μαζί και η τάση να διεισδύσει στο εγώ του, να το εξερευνήσει σαν έναν άπειρον άγνωστο κόσμο και να προχωρήσει προς την ποίηση της εσωτερικής ανάλυσης και της ανεξάντλητης σαγήνης τού μέσα του κόσμου.

Σε στάση λατρείας εμπρός στην ιδέα, ο ποιητής, την υποκειμενική τούτη όψη τής ενδοσκοπικής ποίησης δεν την γνωρίζει. Κάθε στοιχείο εγωκεντρισμού τού λείπει. Και είναι από τούτη την πλευρά κλασικός ποιητής, γιατί δουλεύει κατά κύριο λόγο στο αντικειμενικό στοιχείο. Ας μην προστρέξουμε στην φιλοσοφία για να βρούμε σε ποιο από τα δύο στοιχεία ανήκει η πρωταρχία. Αυτή θα μας πει: και τα δύο είναι απαραίτητα. Στην τέχνη ή ύλη χωρίς την ιδέα δεν είναι τίποτα. Και τίποτα δεν είναι η ιδέα χωρίς την ύλη. Η σύνθεση των δύο κάνουν την τέχνη. Όταν όμως πάμε στην ιστορία της τέχνης, εκεί παρουσιάζεται άλλοτε το ένα, άλλοτε το άλλο στοιχείο επικρατέστερο. Αλλού η ύλη έχει μία διαφάνεια, μία εξαθλιωμένη υφή που φανερώνει καθαρότερα την ιδέα. Αλλού πάλι είναι πυκνότερη, βαρύτερη. Ισότιμες είναι όμως και η μία και η άλλη θέση. Αλίμονο σε εκείνους που την ποίηση την κυριαρχημένη από την ιδέα την αντικρίζουν μονάχα σαν ένα φιλοσοφικό διανόημα, ακριβώς γιατί δεν νιώθουν την ποιητικότητα τής ιδέας της. Αλίμονο και σε εκείνους που την ποίηση την παραδομένη στη χαρά της ύλης την αντικρίζουν σαν μία ποιητική μορφή που δεν υψώθηκε ως την υπέρτατη βαθμίδα του ωραίου. Στην διαλεκτική σύνθεση ιδέας και ύλης, στο χώρο της τέχνης, ύλη και η ιδέα είναι απόλυτα ισότιμα στοιχεία.

Σε κάθε ψυχή τεχνίτη ζουν ένας Απόλλωνας και ένας Μαρσύας∙ και άλλοτε ο ένας και άλλοτε ο άλλος, επικρατώντας, συνεχίζουν τον αιώνιο τους μουσικόν αγώνα. Ίσως, γιατί η ύλη, έτσι παρμένη, σαν κάτι αισθητικά απόλυτα άξιο, είναι και αυτή μία ιδέα ζωής ή δύναμης ή χάρης, οπόταν η διάκριση θα έπρεπε να γίνεται ανάμεσα σε γένη ιδεών. Αλλά ας μην μπαίνουμε τώρα σε τέτοιους δαιδάλους.

Ένα είναι βέβαιο∙ η ωραιότητα δεν πλάθεται ούτε χωρίς ούτε με μόνο ιδεολογικά στοιχεία. Πλάθετε και με το πνεύμα της ιδέας, αλλά και με το σώμα όπου θα ενσαρκωθή. Την ίδια σημασία που έχει για την τέχνη η ιδέα που συμβολίζεται, έχει και το στοιχείο που συμβολίζει – ένα δέντρο, ένας γιαλός, ένας ανθρώπινος τύπος, ένα ιστορικό γεγονός ή ένα εικαστικό σύμπλεγμα∙ χωρίς τούτα τα φθαρτά, ωραιότητα δεν υπάρχει. Καθώς όμως τα στοιχεία αυτά ανεβαίνουν από την ύλη, ξεδιαλέγονται, εξευγενίζονται και ξαναδημιουργούνται για να γίνουν σύμβολα, κάτω από την καθοδήγηση και από την άγρυπνη κρίση της ιδέας.

Με το σύμβολο γίνεται η ιδέα, ιδέα για την τέχνη. Και πάλι μόνον από την ιδέα γίνεται το σύμβολο κάτι που συμβολίζει∙ παίρνει με άλλους λόγους τα νοήματα του από την ιδέα, που χωρίς αυτήν θα ήταν το σύμβολο κούφιο.

Γι΄ αυτό και όταν, η προσήλωση στο συμβολιζόμενο, στην ιδέα, μένει το κυρίαρχο στοιχείο, και όταν συνακόλουθα λείψουν όλα τα πολύμορφα παθητικά στοιχεία, απομένει ακατάλυτο και στην ποίηση της ιδέας ένα στοιχείο ερωτικό, κάτι που αδιάλυτα είναι ενωμένο με το αίσθημα και με την αίσθηση. Το στοιχείο αυτό στην εξελιγμένη του φανερώση είναι ένα στοιχείο θέας, αισθηματικής θεωρίας προπαντός, ένα στοιχείο θαυμασμού. Ο θαυμασμός είναι ο πιο θεωρητικός έρωτας προς το ωραίο.

Έτσι διαγράφεται η κλίμακα που ενώνει τα δύο τούτα αντίθετα στοιχεία αίσθησης και ιδέας. Σε κάποιους σκαλι της κλίμακας αυτής πρέπει να στέκει κάθε ποιητής, και Απόλλωνας μαζί και Μαρσύας, ανάμεσα στα δύο αντιποιητικά όρια, στο πάθος το τυφλό έξω από κάθε ιδεατό φως και στην καθαρή θέα από κάθε αίσθηση.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Από την εισαγωγή του βιβλίου ΑΠΑΝΤΑ του Ανδρέα Κάλβου, εκδ. ΟΕΔΒ, Αθήνα 1979. Επιλογή, επιμέλεια: Ηλίας Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητος Πολιτισμού