Όλο τέτοια θα «ακούμε»;!

30 Ιουνίου 2020

Αυτό δεν είναι άλλο ένα άρθρο για τον covid 19 και τον αριθμό των ανθρώπων που νοσούν από αυτόν. Είναι ένα άρθρο που προσπαθεί μεταδώσει την καρδιακή συμπόνια για τον πόνο που υπάρχει γύρω μας, να μας «κολλήσει» αλληλεγγύη και ανθρωπιά, να μας κάνει να πετάξουμε τις «μάσκες» που μας κάνουν αναίσθητους ενώ νομίζουμε πως είμαστε υπερβολικά ευαίσθητοι.

Σε κάθε ένα νοσοκομείο, υπάρχει κόσμος που υποφέρει. Σε κάθε ένα νοσοκομείο καίει ένα καντήλι. Είναι αυτό του πόνου των φροντιστών – των ανθρώπων που συμπαρίστανται στους ασθενείς. Μέσα σε κάθε περιστατικό, υπάρχουν συγγενείς και φίλοι που προσπαθούν να αποδεχτούν, να καταλάβουν, να νιώσουν και να υπερνικήσουν την οδύνη που προκαλεί στην ψυχή τους ο πόνος του ανθρώπου που αγαπάνε. Την ίδια ώρα, ο ασθενής πονά σωματικά στο άρρωστο, χτυπημένο, τραυματισμένο, εγχειρισμένο σώμα του ενώ η ψυχή του μαζί με την ύπαρξη ολόκληρη του φροντιστή αγωνίζεται να αναπνεύσει λίγη ελπίδα ανάμεσα στις σκέψεις που προκαλεί ο πόνος.

Έξω από την εντατική οι φιγούρες ορίζονται ξεκάθαρα. Λυγισμένες και ακλόνητες. Περιμένουν εκεί να βγουν οι γιατροί να ενημερώσουν για δύο λεπτά και μετά να δουν , χωρίς να πλησιάσουν, τον άνθρωπο τους για ένα λεπτό, πίσω από τζάμι και μηχανήματα. Πολλές φορές η ορολογία των γιατρών είναι ακατανόητη αλλά η σοβαρότητα της κατάστασης, ο κίνδυνος και η επείγουσα συνθήκη είναι κατανοητά μέχρι τον πυρήνα του τελευταίου κυττάρου του σώματος των συγγενών. Και πάλι σιωπή και αναμονή έξω από την πόρτα της εντατικής. Μέχρι να περάσει το φορείο που κουβαλά τον άνθρωπό τους για τα χειρουργεία, να μπουν και να βγουν οι γνώριμες πια φιγούρες των νοσοκόμων και των γιατρών. «Πείτε στην Μαριάννα ότι η μαμά της είναι εδώ, μαζί της» λέει συχνά η κ. Γ. στους νοσοκόμους που αλλάζουν βάρδια. «Και που να πάω αλλού; Δεν με χωράει ο τόπος.»

Στα δωμάτια των κλινικών οι συγγενείς ολόρθοι σαν τα κεριά τα κολλημένα μπροστά στην εικόνα, λιώνουν και φωτίζουν. Χωρίς γνώσεις, μα με την αντίληψη της καρδιάς να τους οδηγεί, μέρα και νύχτα παρακολουθούν κάθε ανάσα, κάθε αλλαγή, κάθε έκβαση. Τρώνε από το κυλικείο και χορταίνουν όταν βλέπουν τον ασθενή τους να μπορεί να καταπιεί την σούπα. Κοιμούνται σε καρέκλες και «ξεκουράζονται» όταν «βγεί» η νύχτα χωρίς πόνους για τους άλλους. Ξεχνάνε την εποχή, την μέρα, την ώρα τον χρόνο αλλά όχι την δουλειά που τους περιμένει για τα προς το ζειν, όσους είναι στο σπίτι ή αλλού και περιμένουν επίσης φροντίδα και παρηγοριά. Ξέρουν να πολεμούν την κατάκλιση και μαζί την κατάθλιψη. Ανοίγουν τα μέρη του σώματος των ασθενών που ακουμπάνε ακίνητα στο κρεβάτι, ανοίγει μαζί και η πόρτα που αφήνει να μπει στην ψυχή η απελπισία και η απόγνωση.

Καθώς οι μέρες περνάνε οι δυνάμεις μειώνονται. Ο φροντιστής χρειάζεται ο ίδιος φροντίδα. Χρειάζεται ενίσχυση. Ψεύτικες ελπίδες δεν υπάρχουν. Υπάρχει όμως η ανακουφιστική φροντίδα που μπορεί να διευκολύνει την καθημερινότητα τους. Υπάρχουν οι δωρεάν ξενώνες φιλοξενίας συνοδών ασθενών. Η Μητρόπολη Νεαπολεως και Σταυρουπόλεως έχει έναν τέτοιο ξενώνα απέναντι από το νοσοκομείο Παπανικολαου. Σε μικρά, καθαρά δωμάτια, με τουαλέτα, κουζινούλα και κρεβάτι μαλακό μπορούν να νιώσουν έμπρακτη ανακούφιση. Οι αποστάσεις μειώνονται, μαζί και τα έξοδα και η ταλαιπωρία καθώς και οι κίνδυνοι για μεταφορά μικροβίων. «Ποιος καλός άνθρωπος σκέφτηκε να το κάνει αυτό!» λένε και ξεχνούν τον δικό τους πόνο και μακαρίζουν τον εμπνευστή με την πονετική καρδιά. Κι αν μαζί προστεθεί ένα ταπεράκι με σπιτικό φαγητό, ψωμί, φρούτο, και αληθινή κατανόηση, ταύτιση και συμπόνια οι φροντιστές νιώθουν σαν να απολαμβάνουν για μια στιγμή το χάδι της μάνας τους όταν έτρεχαν στην αγκαλιά της μετά από χτύπημα. Η ευγνωμοσύνη και η ανακούφιση που νιώθουν είναι δυσανάλογη της αξίας της παρεχόμενης βοήθειας. Όμως έτσι είναι η καρδιά του ανθρώπου που πονάει: δεκτική στην αγάπη, ευαίσθητη στην αντίληψη, ανοιχτή να καταλάβει περισσότερα πράγματα.

Οι άνθρωποι που δουλεύουν σε τέτοιες προνοιακές δομές όπως είναι οι ξενώνες και οι ομάδες υποστήριξης των φροντιστών και των ασθενών έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: είναι εθελοντές στην άρση του φορτίου του πόνου του άλλου. Είναι επίσης έτοιμοι τον άγνωστο πόνο να τον ενστερνιστούν και βαθιά στην καρδιά τους να παλέψουν με αυτόν. Είναι άνθρωποι πιστοί, γιατί χωρίς πίστη δεν υπάρχει ελπίδα, και αυτοί έχουν ελπίδα σε απόθεμα μέσα τους για να μοιράσουν. Είναι έμπειροι αλλά όχι εξοικειωμένοι με την αδυναμία, την θλίψη, την συμφορά.

Η παρηγορητική φροντίδα είναι ένα υπέροχο έργο στο οποίο αξίζει να βοηθήσει ο καθένας όπως και όσο μπορεί. Δεν θα πάψουν να υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια και ενίσχυση. Τα νοσοκομεία μένουν ανοιχτά και τα Σαββατοκύριακα, και τα καλοκαίρια, και σε περιόδους πανδημίας… Αυτοί που μπορούν να βοηθήσουν να γίνει ελαφρύτερος, απαλότερος και πιο υποφερτός ο πόνος, ζουν ένα θαύμα. Γιατί θαύμα είναι όταν συμβαίνει αυτό!

Μαθαίνουν να «ακούν» με την καρδιά και τότε κάτι βαθιά αγαπητικό γεννιέται μέσα τους. Δεν τους είναι αποκρουστικό το αντίκρισμα του πόνου. Δεν φοβούνται να αγαπήσουν τόσο ώστε να γονατίσουν σε προσευχή για τους άλλους. Γιατί η χαρά που παίρνουν με την βίωση του θαύματος είναι απερίγραπτη.