«Στους δύο τρίτος δε χωρεί». Υπερασπίζοντας τη σχολική σχέση σε καιρούς επιδημίας

2 Ιουνίου 2020

Την Δευτέρα, με την επιστροφή των παιδιών Δημοτικού και Νηπιαγωγείου στις σχολικές αίθουσες, έκλεισε πλήρως για το ελληνικό σχολείο μία περίοδος περίεργη, πρωτόγνωρη, προκλητική και απαιτητική ως προς τις απαντήσεις σε ερωτήματα πού δεν είχαν διατυπωθεί ποτέ ξανά. Αν και όλα τα παιδιά, έστω και εκ περιτροπής, βρίσκονται πλέον στις σχολικές αίθουσες, τα θέματα παραμένουν ανοιχτά, θέματα όχι μόνον σχετικά με το άνοιγμα ή το κλείσιμο των σχολείων, την σύγχρονη ή την ασύγχρονη διδασκαλία και την χρήση ή όχι της κάμερας μέσα στην τάξη, αλλά και σχετικά με την φύση αυτού καθεαυτού τού μαθήματος αλλά και γενικότερα, την ταυτότητα του ελληνικού σχολείου. Διότι, από την στιγμή που διατυπώνεται η απορία «Και ποια δηλαδή η διαφορά ανάμεσα στο μάθημα στην τάξη και στο μάθημα από την οθόνη του υπολογιστή του σπιτιού;»,  η συζήτηση αφορά πλέον τον πυρήνα της σχολικής ζωής.

Ευρισκόμενος και εγώ μπροστά σε μία οθόνη σ΄ όλο αυτό το διάστημα και κάνοντας μάθημα μπροστά σε τετραγωνάκια που, άλλοτε είχαν και άλλοτε δεν είχαν πρόσωπα παιδιών, αναρωτήθηκα, όντως, ποια η διαφορά ανάμεσα στη σχολική και στην διαδικτυακή τάξη. Χωρίς αμφιβολία, η σωματική εγγύτητα δεν μπορεί να αναπληρωθεί και αυτή η αίσθηση της ζωντανής παρουσίας προσώπων στον ίδιο χώρο δεν μπορεί να διασωθεί μέσω του διαδικτύου. Τα υπόλοιπα όμως; Η αγάπη για τα παιδιά; Το ενδιαφέρον για τη συμμετοχή τους; Το μεράκι για ένα μάθημα όμορφο, ελκυστικό και καρποφόρο; Μπορεί ο ψηφιακός ήχος και η ψηφιακή εικόνα να τα διασώσουν; Μήπως αυτά δεν έχουν καν ανάγκη το διαδίκτυο και με έναν τρόπο μυστικό γεφυρώνουν τις αποστάσεις και δημιουργούν θέρμη καρδιάς και ενδιαφέρον μυαλού με έναν τρόπο μη μετρήσιμο, μη αναγνωρίσιμο αλλά κατά άλλον τρόπο αντιληπτό; Είναι πολύ νωρίς ακόμη για τέτοιου είδους απαντήσεις. Οι εμπειρίες είναι πρόσφατες, πρωτόγνωρες και τα συμπεράσματα δεν έχουν κατασταλάξει.

Υπάρχουν όμως άλλα, ασφαλέστατα συμπεράσματα, ως απόρροια χιλιάδων ωρών διδασκαλίας μέσα στην τάξη. Και μεταξύ αυτών, ένα είναι το σημαντικότερο: Αυτό που συμβαίνει μέσα στην σχολική τάξη αποτελεί γεγονός πού μπορεί να φτάσει μέχρι και την μυστηριακή μέθεξη. Το ότι μεγάλο ποσοστό των ελληνικών σχολικών ωρών σέρνεται μεταξύ διεκπεραιώσης και μονοτονίας δεν αναιρεί τις δυνατότητες τού σχολικού μαθήματος. Η ζωντανή διαπροσωπική σχέση δασκάλου – μαθητή είναι τόσο μεγαλειώδης και ανεξήγητη, όσο ανεξήγητο είναι το γεγονός, να διδάσκεις την ίδια μέρα, το ίδιο μάθημα, στην ίδια τάξη κι όμως: Από τμήμα σε τμήμα, το μάθημα να παίρνει μια εντελώς διαφορετική τροπή. Γιατί; Διότι αλλάζουν τα πρόσωπα και μοιραία αλλάζουν οι σχέσεις.

Ένα επίσης χαρακτηριστικό τού σχολικού μαθήματος είναι η κλειστή πόρτα τής αίθουσας. Μια πόρτα, που σε καλεί να αφήσεις απ΄ έξω όλες τις βιοτικές μέριμνες και να δοθείς σε μια κοπιώδη διαδικασία, εξαντλητική, με έντονο το στοιχείο της απροσδιοριστίας, ως προς την κατάληξη. Η ίδια πόρτα όμως είναι και η προστασία της σχέσης της τάξης: Αφήνει έξω τον απλό παρατηρητή και τον ανυποψίαστο κριτή, που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να κατανοήσει συναισθήματα και υπερ-λεκτικά στοιχεία επικοινωνίας.

Αυτό το τελευταίο είναι το μόνο βέβαιο που καταρρέει στον διαδικτυακό τύπο μαθήματος. Ίσως, οι διαστάσεις τής προσωπικής επαφής να είναι πιθανόν να μπορούν να υπερβούν τους περιορισμούς του χωροχρόνου, νομίζω όμως πως το κοινό «εδώ» και το κοινό «τώρα», προστατευμένο από αδιάκριτα μάτια, καταρρέει όταν μια κάμερα μεταβάλλει μία σχέση σε δημόσιο θέαμα. Κοντολογίς, το μάθημα δεν αντέχει την αδιακρισία. Όταν λέω αδιακρισία εννοώ την παραβίαση μιας σχέσης προσωπικής με έντονο το στοιχείο της εμπιστοσύνης, μίας σχέσης που χτίζεται δύσκολα αλλά, όταν κλείνει η πόρτα της αίθουσας, προσφέρει καρπούς ολόγλυκους και αποζημιώνει τον κάθε κόπο και το κάθε ρίσκο.

Η σχέση μαθητή – δασκάλου έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά μιας σχέσης ερωτικής: Ανεξήγητη έλξη, απρόβλεπτες διακυμάνσεις στο συναίσθημα, σκέψεις φορτισμένες από μια διαφορετικού τύπου γοητεία, επιθυμίες μίμησης και ταύτισης που υπερβαίνουν κατά πολύ τις ανάγκες του αναλυτικού προγράμματος και τέλος, αξιολόγηση με εντελώς ιδιαίτερα κριτήρια, συχνά ακατανόητα για τον ψυχρό παρατηρητή.

Δεν ξέρω το «πως», δεν ξέρω το «γιατί», ξέρω όμως με βεβαιότητα πώς μία τέτοιου είδους διαπροσωπική σχέση μεταξύ δασκάλου και τάξης, από την στιγμή που γίνει θέαμα σε μάτια τρίτου, αλλοιώνεται και χάνει κάτι ανεπαίσθητο, κάτι απροσδιόριστο αλλά συγχρόνως και κάτι θεμελιώδες. Μου θυμίζει την κβαντική φυσική, όπου ο παρατηρητής αλλοιώνει το παρατηρούμενο γεγονός. Αυτό ήταν το αίσθημά μου κατά τις ώρες της σύγχρονης διδασκαλίας μέσω υπολογιστή. Ακόμη και η υποψία πως κάποιος παρακολουθεί το μάθημα-γονιός ή οποιοσδήποτε άλλος- με έκανε να συνειδητοποίησω πως,  και εγώ και τα παιδιά, ήμαστε κάποιοι άλλοι, πως, και εγώ και τα παιδιά ξεκινα΄με μια σχέση από το μηδέν.

Δεν γνωρίζω,-και είμαι βέβαιος πως στην Ελλάδα τουλάχιστον δεν γνωρίζει κανείς-ποια είναι τα μετρήσιμα αποτελέσματα μιας διδασκαλίας εξ αποστάσεως. Γνωρίζω όμως μετά βεβαιότητος πώς, ακόμη και ο κίνδυνος παραβιάσεως τού μαθήματος και μεταβολής του σε θέαμα, φαίνεται να μπλοκάρει κάποιους διαύλους επικοινωνίας και να υποβιβάζει τη μαγεία και την αξία του.

Οι επιφυλάξεις μου αυτές δεν έχουν καμία σχέση με τις θέσεις μου περί αξιολόγησης: Η αξιολόγηση είναι απαραίτητη, επιτακτική και επείγουσα. Υπάρχουν όμως άπειροι τρόποι να αξιολογηθεί το διδακτικό αποτέλεσμα χωρίς η σχολική τάξη να γίνει θέαμα. Σε αντίθετη περίπτωση, θα συμβεί ή και θα επιδεινωθεί αυτό που φοβόμαστε: Το μάθημα, σε κάθε βαθμίδα, να γίνει τυπικό στο όνομα της ασφάλειας διδάσκοντος και διδασκομένων από την επικριτική μάτια του καλοπροαίρετα του ή και κακοπροαίρετου παρατηρητή. Με άλλα λόγια, από την στιγμή που δεν μπορεί να διασφαλιστεί το κλειστό σύστημα της τάξης, κάθε πρόταση περί χρήσεως κάμερας την ώρα του μαθήματος βάζει τα θεμέλια ενός εκφυλισμού της διδακτικής πράξης και μεταβολής του σχολείου από ζωντανή κοινότητα σε διαδικτυακή κοινότητα, διάφορα τόσο αβυσσαλέα όσο εκείνη του αληθινού από τον διαδικτυακό φίλο στο φέισμπουκ.

Η αγωνία για την αναπλήρωση της ύλης δεν πρέπει επ΄ουδενί λόγο να υπερκαλύψει την αγωνία διατήρησης ενός από τους τελευταίους πυλώνες διαπροσωπικής σχέσης: Τη σχολική τάξη. Πάνω σε αυτήν τη βάση πρέπει να χτιστεί η επιχειρηματολογία για την απαραίτητη αλλαγή του σχολείου, ενόψει των προκλήσεων που έρχονται, με τον παράλληλο αγώνα, η οποία αντιπαράθεση να μην πέσει στο επίπεδο ενός φτηνού κομματικού ή συνδικαλιστικού διαλόγου._