Το Άγιο Πνεύμα στις επιστολές του Απ. Παύλου
7 Ιουνίου 2020Προτού εισέλθουμε στην σύντομη έκθεση της διδασκαλίας του Απ. Παύλου περί Αγίου Πνεύματος κρίνουμε απαραίτητο όσο και σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι οι θεολογικές απόψεις που υπάρχουν στις επιστολές του Παύλου εκπροσωπούν κατά μέγα μέρος όχι δικές του αντιλήψεις, αλλά θεολογικά ρεύματα της πρώτης Εκκλησίας, τα οποία προϋπήρχαν είτε εξακολουθούσαν να υπάρχουν παράλληλα προς αυτόν. Αυτό ισχύει για τα περισσότερα σημεία της θεολογίας του Αποστόλου, εν προκειμένω δε και για την περί αγίου Πνεύματος άποψή του. Η προ-Παύλειος αυτή διδασκαλία δύναται να συνοψισθεί στα εξής σημεία, που σε μεγάλο μέρος συμπίπτουν προς την διδασκαλία του ίδιου του Παύλου αλλά και των άλλων κειμένων της Κ. Διαθήκης.
Το Άγιο Πνεύμα δεν αποτελεί κάποια πνευματική δύναμη που αντιστοιχεί προς τον νου ή τον λόγο της ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά θαυμαστή θεία δύναμη, η οποία επενεργεί θαύματα και δυνάμεις μεταξύ των ανθρώπων. Στο σημείο αυτό ο Gunkel και η θρησκειοϊστορική σχολή αποδείχθηκε ότι έχουν δίκαιο. Το Πνεύμα δεν σχετίζεται προς τον αρχαίο ή νεώτερο ιδεαλισμό, δεν αποτελεί γνωσιολογική κατηγορία αλλά θρησκευτική εμπειρία, εισβολή του θείου στον χώρο του ανθρωπίνου, αποκλεισμένης βεβαίως εδώ της οντολογικής διαρχίας ύλης- πνεύματος. Το Πνεύμα είναι η παρουσία της θαυμαστής δυνάμεως του Θεού μεταξύ των ανθρώπων. Τα αποτελέσματα της παρουσίας του είναι τα πνευματικά φαινόμενα, τα οποία διακρίνονται σε δυνάμεις, ιάσεις και χαρίσματα (Α’ Κορ. 12).
Το Άγιο Πνεύμα με την πιο πάνω έννοια αποστέλλεται από τον Θεό ή από τον Χριστό αδιακρίτως στην εσχατολογική κοινότητα των πιστών, την Εκκλησία. Ως εσχατολογικό χάρισμα το Πνεύμα αποτελεί «απαρχήν» (Ρωμ. 8, 23) και «αρραβώνα» (Β’ Κορ. 1, 22′ 5,5) της μελλούσης δόξης (Εφ. 1, 13 εξ.), «απαρχήν των μελλόντων» (Βαρν. 1, 2 εξ.) και κάνει τους πιστούς ναό του Θεού (Βαρν. 16, 5 εξ. πρβλ. Α΄ Κορ. 6, 19 : το σώμα υμών ναός του εν υμίν αγίου πνεύματός έστιν σώμα βεβαίως είναι εδώ η Εκκλησία).
Όπως είπαμε, το Άγιο Πνεύμα λαμβάνουν όλοι οι πιστοί κατά το βάπτισμα – μόνον σε μερικά χωρία των Πράξεων απαιτείται η τοποθέτηση των χεριών των Αποστόλων. Στη σύνδεση αυτή με το βάπτισμα βρίσκεται και ο πυρήνας της πίστεως ότι το Πνεύμα χορηγεί την βεβαιότητα της αναστάσεως και της αιωνίου ζωής (Ρωμ. 8, 10· Ιω. 6, 38· Β’ Κλημ. 14, 5· Ερμά, Ποιμήν, παραβολαί IX, 24 κ,ά.). Σύμφωνα με αυτά το Πνεύμα είναι αυτό που ζωοποιεί τους πιστούς και παρέχει σ’ αυτούς την εγγύηση για την αιώνια ζωή.
Παράλληλα όμως με την γενική αυτήν απόκτηση του Πνεύματος με το μυστήριο του βαπτίσματος υπάρχει και η αντίληψη ότι ορισμένοι πιστοί, και για ένα ορισμένο διάστημα μερικές φορές, αποκτούν μία ιδιαίτερη χάρη του Πνεύματος, η οποία τους καθιστά χαρισματούχους ή πνευματικούς ή τέλειους. Πίσω από τις φράσεις όπως «πλήρεις πίστεως και πνεύματος αγίου» (Πρ. 6, 3. 11, 24) υποκρύπτεται η αντίληψη ότι το Πνεύμα χορηγείται μεν σε όλους πλουσίως κατά την εισδοχή στην Εκκλησία (Βαρν. 1, 2 έξ.), πλην όμως ο Θεός επιφυλάσσει την πληρότητα για όσους ο ίδιος εκλέγει και μάλιστα στο μέτρο και για όσο χρόνο ο ίδιος κρίνει. Η αξιολόγηση των ειδικών αυτών χαρισμάτων (Α’ Κορ. 12-14) από τους πιστούς δεν είναι πάντοτε ομόφωνη.
Τέλος, το Πνεύμα μένει στην Εκκλησία και μέσα σ’ αυτή χορηγείται μεν σε όλους τους πιστούς φανερώνεται δε με διαφόρους τρόπους στα χαρίσματα. Περιττόν να τονισθεί ότι οι θαυμαστές εκδηλώσεις του Πνεύματος συνδέονται προς τις λατρευτικές συναθροίσεις της πρώτης Εκκλησίας, οι οποίες στο σύνολό τους αποτελούν κυρίως εκδήλωση του Αγ. Πνεύματος.
Υπό το πρίσμα των πιο πάνω γενικών αληθειών κατανοούμε ευκολότερα και την διδασκαλία του Απ. Παύλου, η οποία αποτελεί επανάληψη, εκδίπλωση ή περαιτέρω ανάπτυξη εκείνης.
Έτσι για τον Απ. Παύλο το Πνεύμα επενεργεί προς απελευθέρωση του άνθρωπου από την αμαρτία και τον θάνατο (Ρωμ. 8,2), αλλά και χορηγεί αυτήν διά του βαπτίσματος, το οποίον τελείται «εν ενί πνεύματι». Επί πλέον εγγυάται την πραγματική ελευθερία ως απολύτρωση και καινή ζωή σε όσους ζουν μέσα στον χώρο που ενεργεί αυτό ή, όπως λέει ο Απόστολος στο Β’ Κορ. 3, 17: «ο δε κύριος το πνεύμα έστιν· όπου δε το πνεύμα Κυρίου, ελευθερία». Όπως από τη συνάφεια του κειμένου εξάγεται, ο Απόστολος θέλει να εξάρει δύο σημεία: 1) Η ελευθερία συνίσταται στην θέα της δόξας του Κυρίου, η οποία αντικατοπτριζόμενη στους πιστούς συντελεί στην μεταμόρφωση και μεταβολή τους σε εικόνα Χριστού διά της δυνάμεως και επενεργείας του Αγ. Πνεύματος. Πρόκειται περί βαθειάς και προοδευτικά πραγματοποιούμενης μεταβολής στον άνθρωπο την οποίαν κατευθύνει ο Θεός διά του Αγ. Πνεύματος, το οποίον εγγυάται την μελλοντική ολοκλήρωση της ζωής στον άνθρωπο· «ο δε κατεργασόμενος ημάς εις αυτό τούτο Θεός, ο δους ημίν τον αρραβώνα του πνεύματος» (Β’ Κορ. 5,5). 2) Η ανακαίνιση αυτή αρχίζει μεν στο παρόν ολοκληρώνεται όμως στο μέλλον. Ακριβώς δε η μελλοντική διάσταση της πλήρους μεταμορφώσεως δεν παρασύρει τον πιστό στην άρνηση του κόσμου και φυγή απ’ αυτόν. Η καινή-νέα εν Πνεύματι ζωή αποτελεί εσχατολογικό γεγονός του οποίου μόνον μέρος ζουν οι χριστιανοί κατά το παρόν, «το οικητήριον το εξ ουρανού επενδύσασθαι επιποθούντες» (Β΄ Κορ. 5,2). Αυτήν την ελευθερία και καινή ζωή χορηγεί και εγγυάται το Αγ. Πνεύμα με την παρουσία και ενοίκησή του μέσα στην Εκκλησία. Το Άγ. Πνεύμα αποτελεί την νέα περιρρέουσα τον άνθρωπο ατμόσφαιρα, εντός της οποίας ο πιστός ζει πραγματικά και μεταμορφώνεται σε εικόνα του Χριστού.
Η παρεχόμενη από το Άγ. Πνεύμα ελευθερία και αναγέννηση στον πιστό, μέσα στην Εκκλησία πάντοτε, έχει ως συνέπεια και την υιοθεσία του από τον Θεό. Τόσο στο Ρωμ. 8, 14-17 όσο και στο Γαλ. 4, 6-7 η υιοθεσία ως ένταξη του πιστού στην familia Dei κατά χάριν και με το απολυτρωτικό έργο του Χριστού συνδέεται με την παρουσία ανάμεσα στους πιστούς του Αγ. Πνεύματος. Η μεταβολή αυτή συντελείται με την κατοχή του πιστού από το ‘Αγ. Πνεύμα, η οποία του δίνει την βεβαιότητα της κοινωνίας με τον Θεό, την εξασφάλιση της αληθινής ζωής και την νέα σχέση με τον Πατέρα Θεό. Πανηγυρική και επίσημη είναι στη λειτουργική συνάθροιση της Εκκλησίας η διακήρυξη της νέας αυτής εμπειρίας των πιστών με την θριαμβευτική ιαχή «αββά ο πατήρ», η οποία αποτελεί ένα είδος επευφημίας του Πνεύματος προς τον Πατέρα. Η υιοθεσία δε αυτή δεν πρέπει να περιορισθεί στα νομικά όρια του όρου, αλλά πρέπει να κατανοηθεί ως συναίσθηση πραγματικής υιότητας, η οποία εξομοιώνει τους εξ υιοθεσίας υιούς προς τον Υιό και τους καθιστά συγκληρονόμους Χριστού.
Η υιότητα των πιστών που μαρτυρείται από το Πνεύμα αποτελεί πραγματικότητα που βιώνεται ήδη κατά το παρόν, μόνον δε η κληρονομιά της βασιλείας συνδέεται προς το μέλλον. Η βεβαιότητα αυτή χορηγείται κατά το βάπτισμα, όπως λέει ο Παύλος στο Γαλ. 3, 26-27: «Πάντες γαρ υιοί Θεού έστε διά της πίστεως εν Χριστώ Ιησού· όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε». Έτσι η υιοθεσία συνδέεται και προς τον Χριστό και προς το Πνεύμα που ενεργεί στα μυστήρια. Σε τελευταία ανάλυση η υιοθεσία συνδέεται με τη συμμετοχή του πιστού στη ζωή του Χριστού διά του αγ. Πνεύματος στα μυστήρια της Εκκλησίας.
Αλλά η παρουσία του Πνεύματος μέσα στην Εκκλησία ενεργεί και δυνάμεις κατά τις λατρευτικές συναθροίσεις κυρίως αλλά και εκτός αυτών. Οι ενέργειες αυτές του Πνεύματος είναι τα χαρίσματα, στα οποία κατ’ επανάληψιν αναφέρεται ο Παύλος. Κλασσική είναι η διατύπωση του Αποστόλου στο Α’ Κορ. 12, 4-11. Τα χαρίσματα εκφράζουν την «φανέρωσιν» του Πνεύματος, την εισβολή των εσχάτων στο παρόν, η οποία βεβαίως δεν περιορίζεται σε πνευματικές εκδηλώσεις μόνον αλλά εκτείνεται σε όλη τη ζωή και δράση των πιστών στην Εκκλησία. Η σπουδαιότητα δε των ενεργειών αυτών έγκειται ακριβώς στον αποδεικτικό χαρακτήρα τους για τη βιούμενη στο παρόν ανακαίνιση του ανθρώπου αφ’ ενός και αφ’ ετέρου στην υπογράμμιση παραλλήλως της τελειώσεως στους έσχατους καιρούς. Δεν είναι συνεπώς ορθό να χαρακτηρίζουμε τις εκδηλώσεις αυτές του Πνεύματος ότι ανήκουν μόνο στην αποστολική εποχή της Εκκλησίας. Το εσχατολογικό στοιχείο που διατρανώνεται απ’ αυτές, η μεταμόρφωση δηλ. του ανθρώπου και του κόσμου στην δόξα των τέκνων του Θεού κατευθύνει πάντοτε τα βήματα της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Τα χαρίσματα του Πνεύματος αποτελούν την πρόγευση της τελειώσεως, τον αρραβώνα της εσχατολογικής δόξας και με αυτή την έννοια ενδυναμώνουν τον πιστό στην προσπάθειά του τού «κατά πνεύμα περιπατείν», προφυλάσσουν δε την Εκκλησία από την απεμπόληση της εσχατολογίας και την μεταβολή της σε κοσμικό καθίδρυμα.
Τέλος, όπως ήδη έγινε φανερό, το Πνεύμα συνδέεται με την καθημερινή διαγωγή των πιστών, για την οποίαν λέει ο Απόστολος: «Λέγω δε, πνεύματι περιπατείτε και επιθυμίαν σαρκός ου μη τελέσητε» (Γαλ. 5,16). Η εν Πνεύματι αναστροφή των πιστών αποτελεί την απόδειξη της oοικειώσεως της εν Χριστώ ελευθερίας και της απαλλαγής τους από τη δουλεία του Νόμου· «ει δε πνεύματι άγεσθε, ουκ εστέ υπό νόμον» (Γαλ. 5, 18). Αλλού καθορίζεται ακόμη σαφέστερα η εν Χριστώ ζωή ως καρποφορία του Αγ. Πνεύματος: «Ο δε καρπός του πνεύματός έστιν αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, αγαθωσύνη, πίστις, πραότης, εγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23). Ας τονισθεί ότι ο Παύλος δεν ομιλεί περί καρπών αλλά περί καρπού του Πνεύματος, για να τονίσει ακριβώς την κοινή πηγή όλων αυτών των γνωρισμάτων του καινού ανθρώπου, το Άγιο Πνεύμα. Δεύτερον, ο Παύλος δεν ομιλεί περί έργων αλλά περί καρπού, όπως παρατήρησε ήδη ο ι. Χρυσόστομος· «Και ουκ είπεν το έργον του Πνεύματος, αλλ’ ο καρπός … διατί δε καρπόν καλεί του Πνεύματος; ότι τα μεν πονηρά έργα εξ ημών γίνεται μόνον διό και έργα καλεί· τα δε καλά ου της ημετέρας επιμελείας δείται μόνον αλλά και της του Θεού φιλανθρωπίας».
(Βασ. Π. Στογιάνος, Ερμηνευτικά Μελετήματα, Εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 1988, σσ.144-150)