Ερμηνευτική και θεολογική προσέγγιση του απολυτίκιου της Αγίας Παρασκευής
26 Ιουλίου 2020Οι βίοι των Αγίων μας αποτελούν την αληθή βίωση και ερμηνεία του Ευαγγελίου διότι το άγιο Πνεύμα που ενέπνευσε και καθοδήγησε τους συγγραφείς των ιερών κειμένων το αυτό άγιο Πνεύμα παρείχε το φωτισμό, την καθοδήγηση και τον αγιασμό αυτών των εκλεκτών μελών της Εκκλησίας, για να γίνουν κοινωνοί των μυστηρίων του Χριστού και ν’ ακολουθήσουν τα ίχνη Του[1]. Κατά συνέπεια, είναι εκ των ων ουκ άνευ αναγκαία η μελέτη τους, όχι μόνο διότι μας καθοδηγούν στην πνευματική ζωή αλλά και διότι μας παρέχουν την ορθή ερμηνεία των νοημάτων των ευαγγελικών κειμένων καθώς το Ευαγγέλιο επαναλαμβάνεται μέσα στη ζωή τους και γινόμεθα και εμείς μέτοχοι της Θείας Χάρης. Άλλωστε κατά τη διάρκεια των σκοτεινών χρόνων της σκλαβιάς το γένος μας αντλούσε δύναμη και ελπίδα από τα νικηφόρα κατορθώματα των Αγίων. Το συναξάρι ήταν το θεολογικό του εντρύφημα[2].
Οι πνευματικοί Πατέρες επισημαίνουν την ωφέλεια που λαμβάνουν οι πιστοί από αυτή τη μελέτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου ο οποίος αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια των παιδικών του χρόνων διάβαζε συλλαβιστά το βίο του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτου και θέλοντας να τον μιμηθεί έφυγε από τους γονείς του κρυφά και πήγε να μονάσει στα Καυσοκαλύβια του αγίου Όρους. Αλλά και ο άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης μας διηγείται ότι όταν ήταν μικρό παιδί οι γονείς του αντί για παραμύθια και ιστορίες του μιλούσαν για το βίο και τα θαύματα του οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη και ο θαυμασμός για τον Όσιο άναψε εντός του τον πόθο της μοναστικής ζωής.
Ένας από τους βίους των Αγίων που κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά και το νου των πιστών είναι και αυτός της λαοφιλούς αγίας Οσιομάρτυρος Παρασκευής. Η αγία Παρασκευή, όπως διαβάζουμε στο συναξάρι, γεννήθηκε στη Ρώμη τον 2ο αι. μ. Χ. στα χρόνια του αυτοκράτορα Αντωνίνου. Ήταν κόρη ευσεβών Χριστιανών, του Αγάθωνα και της Πολιτείας, ένα τέκνο που δόθηκε από το Θεό μετά από προσευχή καθώς οι γονείς της ήταν άτεκνοι. Επειδή το παιδί γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή έλαβε αυτό το όνομα, υπενθυμίζοντας το γεγονός της σωτηρίας που συντελέστηκε την ημέρα αυτή δια του ζωοποιού Σταυρικού θανάτου του Κυρίου μας. Οι γονείς της φρόντισαν για την χριστιανική αγωγή της, και η ευσεβής κόρη από παιδί άρχισε να μελετά το λόγο του Ευαγγελίου και να προσαρμόζει τη ζωή της στη ζωή του Χριστού, «ἐκ σπαργάνων μητρῴων σύ τῷ Χριστῷ, σε αυτήν ἀναθεῖσα διηνεκῶς», όπως ψάλλουμε στο κάθισμα της εορτής[3].
Μετά το θάνατο των γονέων της, σε νεαρή ηλικία, η αγία Παρασκευή μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και αφού ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα, ανέπτυξε ιεραποστολική δράση κηρύσσοντας με ιδιαίτερο ζήλο και θέρμη το όνομα του μόνου αληθινού Θεού, ώστε πολλούς ειδωλολάτρες να ελκύσει στη χριστιανική πίστη. Η δράση της προκάλεσε τον ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Αντωνίνο ο οποίος την συνέλαβε και της υποσχέθηκε ότι θα την καθιστούσε κληρονόμο πολλών δωρεών εάν θυσίαζε στα είδωλα. Η Αγία όμως ομολόγησε την πίστη της στο Χριστό και «θεοσεβῆ πίστιν ἐκήρυξε»[4]. Βλέποντας ο διώκτης ότι η Αγία «ρωσθεῖσα σθένει Χριστοῦ»[5], όπως ψάλλουμε στον κανόνα της εορτής, παρέμενε σταθερή στην πίστη της, την υπέβαλε στο βασανιστήριο της πυρακτωμένης περικεφαλαίας, το οποίο υπέμεινε με καρτερικότητα, «τόν Δεσπότην Χριστόν, ὁλοψύχως ποθήσασα, τῶν βασάνων ἤνεγκε»[6]. Τότε ο Αντωνίνος διέταξε και την έβαλαν σε ένα λέβητα με καυτό λάδι και πίσσα. Όμως η Αγία παρέμεινε άθικτη και όταν το είδε αυτό ο Αντωνίνος δεν πίστεψε ότι ήταν καυτό αυτό το μίγμα και διέταξε την Αγία να ρίξει από αυτό το μίγμα επάνω του για να αποδείξει τον ισχυρισμό του. Η Αγία υπάκουσε και τότε ο Αντωνίνος τυφλώθηκε. Αμέσως την παρακάλεσε να τον θεραπεύσει η οποία αμέσως ανταποκρίθηκε με προσευχή και έδωσε στον Αντωνίνο το φως του, με αποτέλεσμα να πιστέψει στο Χριστό και την ελευθέρωσε.
Η Αγία συνέχισε την ιεραποστολική της δράση σε άλλες πόλεις και γι΄ αυτό συνελήφθη από έναν άλλον ειδωλολάτρη άρχοντα, τον Ασκληπιό. Ομολόγησε και πάλι την πίστη της στο Χριστό και αυτός ο άρχοντας την έκλεισε σέ ένα μέρος όπου ήταν ένα μεγάλο δηλητηριώδες φίδι στο οποίο έδιναν ως βορά τους θανατοποινίτες. Εκείνη όμως έκανε το σημείο του Σταυρού, «τάς τοῦ ἐχθροῦ μηχανάς, καταβαλοῦσα ὅπλῳ τοῦ Σταυροῦ»[7],και το φίδι κόπηκε στα δύο και εξαφανίστηκε. Ο Ασκληπιός επίστευσε και την άφησε ελεύθερη. Συνεχίζοντας την ιεραποστολική της δράση ήρθε σε άλλη πόλη όπου ήταν ηγεμόνας ένας άλλος βασιλιάς, ο Ταράσιος. Αυτός την συνέλαβε και εφόσον η Αγία παρέμεινε ακλόνητη στην πίστη της στο Χριστό και αφού την βασάνισε κι αυτός, διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Η Αγία «οὐδόλως ἑπτοήθη, οὔτε κρουσμόν μολυβδίνων σφυρῶν, οὔτε πῦρ, οὔτε ξεσμούς τῶν σαρκῶν, οὔτε βρασμόν τῶν λεβήτων, οὔτε ξίφους σφαγήν»[8]. Με αυτόν τον τρόπο η αγία Παρασκευή ανεδείχθη αθληφόρος μάρτυς του Χριστού καί «πρός Χριστοῦ ἀπείληφας, βραβεῖα νίκης πάνσοφε, Παρασκευή πανθαύμαστε»[9].