Λαϊκή αρχιτεκτονική. Η λαϊκή σοφία στη διαμόρφωση του χώρου

21 Ιουλίου 2020

Ορισμοί

Λαϊκή αρχιτεκτονική είναι η οικοδομική τέχνη που γεννιέται άμεσα από τις ανάγκες ενός λαού, χωρίς τη μεσολάβηση ειδικού επιστήμονα με συνειδητά καλλιτεχνικές προθέσεις∙ για αυτό εκφράζει τον τρόπο της ζωής του λαού αυτού, τις αξίες του, και γενικά τον πολιτισμό του σε μία δεδομένη εποχή.

Επίσημη ή λόγια ή έντεχνη αρχιτεκτονική είναι αυτή που τα έργα της τα δημιουργούν ειδικοί επιστήμονες αρχιτέκτονες, και καθένα έχει επάνω του τη σφραγίδα της προσωπικότητας που το γέννησε. Το Πανεπιστήμιο, η Βιβλιοθήκη, το κτίριο της Βουλής είναι έργα της επίσημης αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Έργα της λαϊκής αρχιτεκτονικής την ίδια εποχή είναι π.χ. νησιώτικα σπίτια στο Αιγαίο ή αρχοντικά στη Βόρεια Ελλάδα και στο Πήλιο.

Τα έργα της επίσημης αρχιτεκτονικής είναι βέβαια φυσικό να εκφράζουν και αυτά ακόμα ως ένα βαθμό τον λαό και την εποχή όπου δημιουργήθηκαν, αφού γεννιούνται, όπως όλα τα έργα, σε έναν ορισμένο τόπο και χρόνο∙ πολύ περισσότερο όμως αντιπροσωπεύουν τις αντιλήψεις και την κοσμοθεωρία μιας επίλεκτης ομάδας ειδικών, και ιδιαίτερα ενός αρχιτέκτονα, παρά τις αξίες ενός λαού και τη ζωή αυτού του λαού, όπως πραγματικά τις ζει η πλειοψηφία του.

Οι δύο αυτές εκφράσεις της αρχιτεκτονικής μπορεί να συνυπάρχουν σε έναν τόπο και σε μία εποχή και να δέχονται επιδράσεις η μία από την άλλη (παραδείγματος χάριν επιδράσεις δέχτηκε η ελληνική λαϊκή αρχιτεκτονική τον 19ο αιώνα από την επίσημη που την εποχή εκείνη είχε ακολουθήσει τον νεοκλασικό ρυθμό).

Το ποτέ όμως υπερισχύει η καθεμία, προσδιορίζεται κάθε φορά από τη μορφή της κοινωνίας. Τη λαϊκή αρχιτεκτονική τη βλέπουμε να επικρατεί στην προβιομηχανική εποχή, όπου οι τύποι των κτιρίων δεν είναι τόσο πολλοί ούτε τόσο πολύπλοκοι, η τεχνολογία δεν έχει αναπτυχθεί και η αρχιτεκτονική δεν απαιτεί ειδική επιστημονική κατάρτιση. Η προβιομηχανική κοινωνία είναι μία κοινωνία κυρίως αγροτική, που δεν επιζητεί την πρωτοτυπία∙ ικανοποιείται με την παράδοση και στηρίζεται σε αυτήν. Γι΄ αυτό η λαϊκή αρχιτεκτονική λέγεται και παραδοσιακή. Για να δημιουργηθεί ένας τύπος σπιτιού της λαϊκής αρχιτεκτονικής συνεργάστηκαν πολλοί άνθρωποι μέσα σε πολλές γενιές. Η πείρα της κάθε γενιάς παραδίνεται στις επόμενες. Όλοι συμμετέχουν, όλοι γνωρίζουν τους κανόνες της κατασκευής και καλούν τον τεχνίτη μόνον επειδή τους ξέρει με περισσότερες λεπτομέρειες. Έτσι δεν χρειάζονται σχέδια ούτε αρχιτέκτονες. Γι΄ αυτό η λαϊκή αρχιτεκτονική θεωρείται και ανώνυμη. Τα κτίσματα της δηλαδή δεν έγιναν από γνωστούς επιστήμονες αρχιτέκτονες. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, ανώνυμοι δεν είναι∙ τα έργα της έγιναν από συγκεκριμένα άτομα, τεχνίτες εμπειρικούς, που πολλές φορές (στην Ελλάδα τουλάχιστον) άφησαν και το όνομά τους πάνω στο έργο. Ανώνυμη όμως είναι -μπορεί να πει κανείς- γιατί εκφράζει ομαδικές αντιλήψεις και τρόπο ζωής, τη ζωή και τις αντιλήψεις ενός λαού, στο σύνολο του όμως∙ δηλαδή, η λαϊκή αρχιτεκτονική μπορεί να χτίσει την ίδια εποχή απλά αγροτικά σπίτια, και πιο σύνθετα και πλούσια αστικά, όπως,, παραδείγματος χάριν, τα αρχοντικά της Βόρειας Ελλάδας.

Ιστορία και δημιουργοί

Τους πρώτους αιώνες, μετά την τουρκική κατάκτηση, η αρχιτεκτονική συνεχίζει, όσο είναι δυνατόν, τη βυζαντινή οικοδομική τέχνη, καθώς ο Ελληνισμός αγωνίζεται να επιβιώσει. Η λαϊκή αρχιτεκτονική, όπως και όλη η λαϊκή τέχνη, ακμάζει με την ανάπτυξη των ελληνικών κοινοτήτων και την οικονομική άνθηση του Ελληνισμού τον 18ο κυρίως αιώνα και στις αρχές του 19ου.

Τα ταπεινά σπίτια στους παλαιότερους οικισμούς, και αργότερα στις φτωχές και απομονωμένες περιοχές, τα έχτιζαν οι ίδιοι οι κάτοικοι. Πολλές φορές τους βοηθούσαν και ντόπιοι μαστόροι που είχαν κάπως περισσότερες γνώσεις. Το ίδιο γίνεται και σήμερα στην ύπαιθρο αλλά πολύ συχνά και στις πόλεις, όταν τα οικονομικά μέσα είναι περιορισμένα. Σε πολλά εξάλλου χώρια ακόμα όπως, παραδείγματος χάριν, στην Κάρπαθο, είναι έθιμο και τώρα να βοηθούν όλα τα μέλη της κοινότητας στο χτίσιμο.

Όταν όμως,με την ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας, ναυτικοί μπορούσαν πια να αποταμιεύουν χρήματα και να χτίζουν μεγαλύτερα και πολυτελέστερα σπίτια, άρχισαν να κυκλοφορούν σιγά-σιγά τα σινάφια των μαστόρων. Ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, ορεινές και φτωχές συνήθως, ήταν ονομαστές για τα σινάφια των μαστόρων, των κουδαραίων, όπως λέγονταν∙ στην Ήπειρο τα χωριά Βούρμπιανη και Πυρσόγιαννη, τα Λαγκάδια στην Πελοπόννησο, χωριά στη Δυτική Μακεδονία, τη Θράκη τη Μυτιλήνη και αλλού. Εχτιζαν τα πάντα∙ σπίτι, εκκλησίες, πύργους, γέφυρες, τζαμιά. Δούλευαν συντροφικά κάτω από τις οδηγίες του αρχιμάστορα. Η κάθε παρέα κουδαραίων είχε 10 έως 20 μαστόρους, εκτός από τους βοηθούς και τους παραγιούς. Μερικές φορές τα σινάφια ήταν πολύ μεγάλα, ως εκατό μαστόροι∙ αυτές οι κομπανίες, όπως λέγονταν, έχτιζαν τα μεγάλα γεφύρι,τα κοινοτικά έργα, τα αρχοντικά. Σε κάθε «παρέα» υπήρχαν όλες οι ειδικότητες∙ κτιστάδες, νταμαρτζήδες, σοβατζήδες, μαραγκοί, ξυλόγλυπτες, ζωγράφοι.

Όλοι αυτοί οι μαστόροι ταξίδευαν από τόπο σε τόπο, όπου έβρισκαν δουλειά. Έφταναν ως τις χώρες της Βαλκανικής και τα βάθη της Μικράς Ασίας, και αργότερα ως την Αίγυπτο και την Περσία. Συντηρούσαν την παλιά παράδοση της οικοδομικής τέχνης, δεν διέδιδαν όμως ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό ύφος. Αντίθετα, όπου πήγαιναν, προσπαθούσαν να εκφράσουν την ιδιαίτερη παράδοση της περιοχής. Έτσι πλούτιζαν τις ιδέες και τις γνώσεις τους και ταυτόχρονα δέχονταν επιδράσεις στη μορφή και στην τεχνική των κτιρίων από την τέχνη της Ανατολής και της Δύσης. Επιδράσεις δέχτηκε η ελληνική λαϊκή αρχιτεκτονική και άμεσα, από το τουρκικό σπίτι και τα άλλα οθωμανικά κτίσματα στον ελληνικό χώρο (τζάμι ακόμα κρήνες, λουτρά κλπ) ενώ, στις περιοχές που έζησαν πολλά χρόνια κάτω από τους Φράγκους και τους Ενετούς, η άμεση επίδραση της Δυτικής τέχνης είναι φανερή (νησιά του Αιγαίου Πελοπόννησος, και περισσότερο Επτάνησα και Κρήτη). Ευρύτερα έγιναν αποδεκτές πολλές ιδέες από τη Δυτική αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση του σπιτιού, όταν στα προεπαναστατικά χρόνια πλήθος έλληνες ναυτικοί και έμποροι κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη ή εγκαταστάθηκαν εκεί για πολλά χρόνια.

Μετά την Επανάσταση, στην ελεύθερη Ελλάδα, η λαϊκή αρχιτεκτονική διατηρήθηκε μόνο στην περιφέρεια, ενώ στις πόλεις διαδόθηκε ο νεοκλασικισμός, που επικρατούσε την εποχή αυτή στη Δύση. Οι παλιές ισχυρές οικογένειες, οι επιχειρηματίες, οι Έλληνες που έχουν πλουτίσει στο εξωτερικό και έρχονται να εγκατασταθούν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος, θεωρούν ανάξιο να χτίσουν τα σπίτια τους με τους παλιούς παραδοσιακούς τρόπους που θυμίζουν την Τουρκοκρατία. Η Δύση θα γίνει το πρότυπο. Ο νεοκλασικισμός εξάλλου εκφράζει τη στροφή προς το ένδοξο προγονικό παρελθόν που εμπνέει τον πνευματικό κόσμο της Ελλάδας την εποχή αυτή. Έτσι, μόνο στη Μακεδονία, στην Ήπειρο και στα νησιά διατηρήθηκε ζωντανή και μετά το χρονικό αυτό όριο η λαϊκή αρχιτεκτονική, με βάση τα σινάφια.