Συντεχνίες στην Τουρκοκρατία: Πυρήνες λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας

19 Ιουλίου 2020

Είναι πλέον ιστορικά αποδεδειγμένο πως η διαμόρφωση της Ελλάδος ως κοινωνίας παροχής υπηρεσιών απετέλεσε συνειδητή πολιτική επιλογή εσωτερικών και εξωτερικών κέντρων εξουσίας. Η οικονομική αυτή η αλλοτρίωση -που επέφερε μία αντίστοιχη κοινωνική αλλοτρίωση- επέδρασε αρνητικά και στην ψυχοσύνθεσή τού μέσου Έλληνα. Αποδεχθήκαμε παθητικά -και μάλιστα περηφανευόμαστε συχνά- πώς ό,τι διεθνώς ανταγωνιστικό έχουμε να επιδείξουμε, είναι η περιβόητη «βαριά βιομηχανία» του τουρισμού μας. Οι εξελίξεις έδειξαν πως αυτή η περίφημη τουριστική βιομηχανία στηρίζεται εκ των πραγμάτων σε πήλινα πόδια και αρκεί μία παγκόσμια αρνητική συγκυρία όπως αυτή του κορωνοϊού να την οδηγήσει σε μία παταγώδη κατάρρευση.

Κι όμως, οι ικανότητες και η ευστροφία του ελληνικού λαού έδωσαν λαμπρά αποτελέσματα πρωτογενούς παραγωγής καθ΄ όλη τη διάρκεια της ιστορικής διαδρομής του, ακόμη και σε εποχές βαριάς δουλειάς και ασφυκτικής καταπίεσης, όπως κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μία φευγαλέα ματιά στην περίοδο εκείνη δίνει αφορμή για μία βαθύτερη αυτογνωσία και ίσως να καταθέτει και μία πρόταση για το αβέβαιο μέλλον.

Κατά την Τουρκοκρατία, στις περιοχές που κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο, η ελληνική δημιουργικότητα ήταν υποχρεωμένη να προσαρμοστεί στα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα της εποχής. Βιομηχανία βεβαίως δεν υπήρχε και τα προϊόντα δεν ήταν τυποποιημένα. Έτσι, γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, η οικοτεχνία και η εργαστηριακή τέχνη. Οι δραστηριότητες αυτές άνθισαν ιδιαίτερα στα μέρη που έτυχε να είναι σημαντικά πολιτικά εμπορικά ή συγκοινωνιακά κέντρα, γιατί έτσι τα προϊόντα έβρισκαν αγοραστές στην τοπική αγορά ή μεταφέρονταν σε άλλες περιοχές ευκολότερα.

Κατά την μαρτυρία ελλήνων και ξένων περιηγητών, η Ελλάδα, ιδιαίτερα από τον 17ο αιώνα ως τα μέσα τού 19ου αιώνα, ήταν ένα απέραντο βιοτεχνικό εργαστήρι. Οι Τούρκοι είχαν την εκμετάλλευση της γης και την διοίκησή, ενώ οι Έλληνες κρατούσαν στα χέρια τους τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Για να μπορέσουν να επιτύχουν καλύτερη προστασία και διακίνηση των προϊόντων τους, βρέθηκαν στην ανάγκη να οργανωθούν σε συντεχνίες – ισνάφια, σινάφια, ρουφέτια – όπως γινόταν και σε άλλες χώρες. Οργανώθηκαν δηλαδή σε επαγγελματικές και εργατικές ομάδες, που βασίζονταν σε κοινά συμφέροντα, στη συνεργασία και στην κοινωνική αλληλεγγύη.

Η συντεχνία πολλές φορές καταμερίζεται σε κλάδους ειδικότητας, που καθένας τους αποτελεί ιδιαίτερη συντεχνία και έχει το μονοπώλιο για το ιδιαίτερο επάγγελμα των μελών του. Π.χ. το ισνάφι των τεκτόνων στα Γιάννενα, που την εποχή της ακμής του αριθμούσε 450 μαστόρους, περιλάμβανε τεχνίτες ειδικευμένους σε όλους τους κλάδους τους σχετικούς με την οικοδομή: κτιστάδες, σοβατζήδες, νταμαρτζήδες, μαρμαράδες, μαραγκούς, ξυλόγλυπτες, ζωγράφους κλπ. Το ισνάφι των χρυσοχόων της Πόλης είχε 25 ειδικότητες, δηλαδή μαστόρους ειδικευμένους σε μία ορισμένη τεχνική της χρυσοχοΐας ή της αργυροχοΐας.

Η συντεχνία στην Ελλάδα, όπως και αλλού, ισοδυναμούσε με μία τεχνική σχολή που έβγαζε τους μαστόρους της εποχής εκείνης. Το παιδί από μικρό μπαίνει μαθητούδι, δηλαδή υπηρετεί στο σπίτι, στο εργαστήρι ή στο μαγαζί, τρέφεται και στεγάζεται δίχως άλλη πληρωμή. Μετά δύο χρόνια παίρνει ρόγα – μισθό – και γίνεται «τσιράκι». Σε 4-5 χρόνια γίνεται «παραγιός», ύστερα προβιβάζεται σε «κάλφα» ή «πρωτοκάλφα», ανάλογα με τις ανάγκες του εργαστηρίου.

Για να γίνει ο κάλφας μάστορας και ισναφλής (μέλος της συντεχνίας) έπρεπε, αφού πάρει τη συγκατάθεση τού δικού του μάστορα και την άδειά τού ισναφιού, να πληρώσει τη μαστοριά και σε ένα γλέντι που γινόταν προς τιμήν του, να παρουσιαστεί επίσημα στα μέλη του ισναφιού.

 Η πολύχρονη θητεία του σε μία τέχνη έκανε τον τεχνίτη να αγαπάει και να σέβεται τη δουλειά του και την αγάπη αυτή την κληροδοτούσε ο πατέρας στο παιδί. Τα παιδιά τού μάστορα χρίζονταν δικαιωματικά μέλη του ισναφιού, αφού κληρονομούσαν το εργαστήρι του πατέρα κι έτσι δεν έκοβαν την πελατεία των άλλων.

Το σινάφι διοικούσε μία εξαμελής η δωδεκαμελής επιτροπή που την διάλεγαν «με βουή» στη σύναξη οι μαστόροι. Επικεφαλής της είχε τον πρωτομάστορα, πρόσωπο ευυπόληπτο και τίμιο, που πρωτοστατούσε στις συμφωνίες ανάμεσα στους μαστόρους, φρόντιζε να τηρούνται οι κανόνες της συντεχνίας και να εισπράττονται οι εισφορές κατά τη δύναμη και την τάξη του κάθε μέλους. Διαχειριζόταν τον κορβανά, δηλαδή το ταμείο, για να πληρώνει γιατρούς και φάρμακα, να βοηθάει χήρες και ορφανά, να συμμετέχει στα έξοδα του σχολείου και της εκκλησίας, να ελευθερώνει όσους κρατούσαν για χρέη οι Τούρκοι. Επίσης συγκέντρωνε τον κεφαλικό φόρο που πλήρωναν τα μέλη του σιναφιού στους Τούρκους, και γενικά ήταν υπεύθυνος για ολόκληρη τη δράση της συντεχνίας απέναντι στην τουρκική διοίκηση. Οι πρωτομάστορες λάβαιναν μέρος στην εκλογή των δημογερόντων, μπορούσαν και οι ίδιοι να εκλεγούν μέλη της δημογεροντίας, ήταν μέλη στα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Στην Πόλη είχαν δικαίωμα στην εκλογή του Πατριάρχη μαζί με τα μέλη της Ιεράς Συνόδου και τους Φαναριώτες προεστούς.

Το ισνάφι των γουναράδων της πόλης ήταν ίσως το πιο ισχυρό. Το ισνάφι των ραφτάδων ήταν από τα πιο ευυπόληπτα. Το να ανήκει κάνεις στο «κομμά των ραφτάδων» στην Ήπειρο ήταν τίτλος τιμής, και «ράφτη» έλεγαν και τον επιστήμονα και γενικά όσους ήθελαν να ξεχωρίσουν από τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους. Το ισνάφι των σαράφηδων κρατούσε όλη τη νομισματική και πιστωτική συναλλαγή της χώρας. Δάνειζε τους Τούρκους μικροτσιφλικάδες, πιστώνε τους Έλληνες εμπόρους και βιοτέχνες, διενεργούσε όλη τη χρηματική κίνηση που αργότερα την πήραν στα χέρια τους οι τράπεζες.

Τα μεγαλύτερα και περισσότερα συνάφια τα βρίσκουμε στα μεγάλα αστικά κέντρα: Στην Πόλη το 1750 υπήρχαν περίπου εκατόν πενήντα, στην Αδριανούπολη ογδόντα, στη Θεσσαλονίκη 40, στα Γιάννενα 40. Αλλά και σε μικρότερα κέντρα βρίσκουμε συνάφια : για την κατεργασία του μετάλλου στη Στεμνίτσα ( χυτήρια για καμπάνες, μανουάλια), την κατασκευή τού μπαρουτιού στη Δημητσάνα, για τη χρυσοϋφαντική στη Χίο, για την κατασκευή χρυσογαϊτανιού και αργυρογαϊτανιού στην Κύπρο, για τη βαφή των νημάτων στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας. Εκεί μάλιστα υπήρχε συνεργατικός συνεταιρισμός∙  έμποροι κεφαλαιούχοι και τεχνίτες μαστόροι ήταν οργανωμένοι συνεταιρικά. Στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας συναντούμε και μία γυναικεία συντεχνία που παράγει σαπούνι.

Χάρη στη δραστηριότητα των συντεχνιών, τα προϊόντα της βιοτεχνίας βγαίνουν στο εξωτερικό. Ιδρύονται έξω ελληνικοί «εμπορικοί οίκοι», που διοχετεύουν την παραγωγή στην Αλεξάνδρεια, την Τύνιδα, την Αραβία, την Αβησσυνία, την Ινδία.Αναπτύσσεται το εξαγωγικό και εισαγωγικό εμπόριο με λιμάνια και πόλεις της Ευρώπης -Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας, Γερμανίας Ολλανδίας, Βελγίου, Ιταλίας και Ισπανίας. Τις συντεχνίες και τα μέσα που διέθεταν τις μεταχειρίστηκε και η Φιλική Εταιρεία για να πετύχει το σκοπό της: τον ξεσηκωμό του έθνους.

Τα ελληνικά καράβια μεταφέρουν τα προϊόντα στις θάλασσες, ενώ στην ξηρά η διακίνηση γίνεται με καραβάνια.Θρυλικό έμεινε το καραβάνι του Ρόβα, που ξεκινούσε από τα Γιάννενα για το Βουκουρέστι δύο φορές το χρόνο, με 40 άλογα και μουλάρια. Τα ζώα πήγαιναν το ένα πίσω από το άλλο, ακολουθώντας το μπροστινό άλογο, το σερεϊδάρη. Την πορεία έκλεινε ο αρχηγός πάνω στο τελευταίο άλογο, το μπεϊνάκι. Στο δρόμο, το καραβάνι σταματούσε σε διάφορα χάνια, που ήταν κυρίως στα χέρια Ηπειρωτών. Την προστασία του αναλάμβαναν οι ντερβέναγαδες και οι ντερεμπέηδες, οι οδοφύλακες δηλαδή.

Τα συνάφια των εμπόρων και των βιοτεχνών ήταν πολύτιμα την εποχή της δουλειάς. Πέραν του ότι συνέβαλαν στην οικονομική άνθηση των υπόδουλων Ελλήνων, δίνοντάς τους ουσιαστικά και πολιτικά προνόμια, ενίσχυσαν τους οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς σε εποχές που ο κίνδυνος ήταν καθημερινός και η απειλή αποτελούσε μόνιμο σύντροφο όλων, πλούσιων και φτωχών. Αυτό που έλειψε, ήταν η επαφή με τη ραγδαία εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης και τις νέες οικονομικές δομές που επέφερε ο βιομηχανικός μετασχηματισμός της, γεγονός που δυσκόλεψε την ελληνική οικονομία να εισέλθει στη νέα βιομηχανική εποχή.