Τα δημοτικά τραγούδια της Κουτσούφλιανης

20 Ιουλίου 2020

Η Παναγία Τρικάλων ή  Κουτσούφλιανη, έτσι λεγόταν από την εποχή της Τουρκοκρατίας, χάρις την αγνή ζωή των ντόπιων κράτησε με σεβασμό την ιστορία της με τη λαϊκή στιχουργία, η οποία παρουσιάζει μουσικολαογραφικό ενδιαφέρον. Τα τραγούδια της σώζουν αρχαία ποιητικά μέτρα όπως ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος και ο τροχαϊκός οκτασύλλαβος στίχος.

Ο ρυθμός που είναι κοινή βάση κάθε τέχνης χρησιμοποιείται  και στην παραδοσιακή μελοποιία της Κουτσούφλιανης διαπιστώνοντας πως κι εδώ συντηρείται και ζει το αρχαιοελληνικό ρυθμικό σύστημα. Η σχέση των θεμάτων των ποιητικών κειμένων  με εκείνα τα αρχαία ρητά, τα ομηρικά έπη, αργότερα τα βυζαντινά εκκλησιαστικά κείμενα, είναι κοινή, αφού σε μεγάλο βαθμό αναδεικνύεται η φυλετική συνέχεια μέσα στους αιώνες. Τα καθιστικά τραγούδια (της τάβλας) ή αλλιώς τραπεζιάρκα όπως λέγονται εδώ, ασχολούνται με διάφορα κοινωνικά θέματα ένα εκ των οποίων είναι το δείλι της ανθρωπίνου ζωής οπού ο κάθε νους ωριμάζει, γίνεται σοφός σκεπτόμενος το πέρασμα στην αιώνια ζωή, αναπολώντας τις όμορφες στιγμές των νιάτων όπου όλα τα παληκάρια έβγαιναν στο σιργιάνι με τ’ άλογα. Οι βόλτες τότε πιο ξέγνοιαστες στα βουνά θέλοντας τον άνθρωπο κοντά στη φύση.

Δεν ήμαν νιος καμιά φορά δεν ήμαν παληκάρι

που γκιζερούσα τα βουνά στο άλογο καβάλα

τώρα (ν) ο μαύρος γέρασα δε μπορ’ να περπατήσω

τα ποδαράκια με πονούν τα γόνατα με σφάζουν.

Το ποιητικό κείμενο μας οδηγεί την αρχαία παροιμία: Αετού γήρας κορύδου νεότης = Του αετού τα γεράματα ισοδυναμούν με του κορυδαλλού τα νιάτα. Δεινόν τό γῆρας, οὐ γάρ ἔρχεται μόνον λέει ο αρχαίος ποιητής Μένανδρος. Τα γηρατειά έρχονται με όλα τα  επακόλουθα.

Τα λιβάδια πρασινίζουν και τα μάτια μου δακρύζουν

για μιας χήρας θυγατέρα που κρατάει τα λερωμένα

ρίξτα κάτω τα καημένα κι έλα βράδυ με τα μένα

κι αν δε δεις καλό από μένα να μου πάρεις το κεφάλι

να μου πάρεις το κεφάλι να το ρίξεις στο ποτάμι

να το φάν’ τα τσιροπούλια και τα μαύρα χελιδόνια

 (Ρυθμός τετράσημος- συρτό στα τρία)

Το τραγούδι αυτό έμεινε ζωντανό χάρις στο γυναικείο φύλλο. Όπως και άλλα διαφόρων περιοχών. Οι γυναίκες το τραγουδούσαν και το χόρευαν στα πράσινα λιβάδια της Αγίας Τριάδας της Περλιάτζας και της Αγίας Σωτήρας. Ανήκει στα τραγούδια της άνοιξης.

 Ήρθε καιρός να φύγουμε και η ώρα για να πάμε

σια που θα πας λέβέντη μου να ρθώ κι εγώ κοντά σου

θα πάω για μακρύτερα πολύ μακριά στα ξένα

το τι κακό ειν’ το χώρισμα κι αντάμα δεν μπορούμε.

(τσάμικο της ξενιτιάς)

Αναφέρεται στην αναχώρηση του ξενιτεμένου. Όσο δύσκολος είναι ο χωρισμός άλλο τόσο δύσκολη και η ξενιτιά. Η αποχώριση των νέων από την οικογένεια και τον τόπο καταγωγής  γινόταν με το αποχαιρετιστήριο συμπόσιο όπου μαζευόταν όλο το χωριό και συμβούλευε τον υποψήφιο ξενιτεμένο να προσέχει εκεί στην ξενιτιά και να γράφει γράμματα στους οικείους του για την προκοπή του εκεί, χωρίς βέβαια να τους ξεχνάει. Θλιβερή η ξενιτιά εκείνων των εποχών γι αυτό και τραγουδήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Είναι μία απόδειξη συλλογικής κατανόησης των ηθικών επιπτώσεων της μετανάστευσης.

Η Κουτσούφλιανη είναι βλαχοχώρι και πολλά τραγούδια της ακούγονται μέχρι και σήμερα στη βλαχική διάλεκτο. Η γλώσσα αυτή έχει λατινογενή προέλευση, αφού πρόκειται για κατάλοιπο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Η χρήση της υπήρξε κυρίως προφορική ενώ ως γραπτή γλώσσα χρησιμοποιήθηκε από τους Βλάχους η ελληνική.  Δυστυχώς λίγοι γνωρίζουν ότι οι βλάχοι είναι ελληνικό Θρακικό φύλο που αναμείχθηκε με τους Ρωμαίους στο χώρο της Δακίας. Το φύλο αυτό εξελίχθηκε με αυτόνομη συνείδηση. Πιστοί στο Βυζάντιο ως το 12ο αιώνα συμμετείχαν στην εξέγερση και την εγκαθίδρυση του Β’ βουλγαρικού βασιλείου του Τιρνόβου. Ήταν νομάδες μετακινούμενοι. Ποιμενικό φύλο ορθόδοξο με ιδιότυπα ήθη κι έθιμα.  Με την παρουσία τους στις παραδουνάβιες ηγεμονίες καλλιεργήθηκε η εθνική συνείδηση και δημιουργήθηκαν οι απαρχές του εθνικού απελευθερωτικού κινήματος. Ύστερα μετακινούμενοι νοτιότερα μεταλαμπάδευσαν την ορθόδοξη πίστη τους , τη διάλεκτό τους και την ελληνική εθνική συνείδηση στις επόμενες γενεές. Η μουσική και τα τραγούδια τους είναι συνυφασμένα με την ελληνική παραδοσιακή τεχνοτροπία αφού ποικίλουν σε ήχους και ρυθμούς. Αυτή είναι και μια ισχυρή απόδειξη της ελληνικότητάς τους αφού η ονομασία τους δηλώνει ιδιότητα και μόνο. Το ακόλουθο ποιητικό κείμενο είναι στη βλαχική διάλεκτο:

φιάτα φιάτα μωρ’ μουσάτα βρε τας γινιι λα νόι

νόι αβέμου μούντι μάρι νου βάι ποτς τας τρέτσι

(κορίτσι όμορφο θέλεις να έρθεις σ’ εμάς έχουμε μεγάλο βουνό δε θα μπορέσεις να περάσεις. Πέρδικα θα γίνω θα σας έρθω.)

φιάτα φιάτα μωρ’ μουσάτα βρε τας γινιι λα νόι

νόι αβέμου αρούι μάρι νου βάι ποτς τας τρέτσι

(κορίτσι όμορφο θέλεις να έρθεις σ’ εμάς έχουμε μεγάλο ποτάμι δε θα μπορέσεις να περάσεις. Γεφύρι θα φτιάξω θα περάσω και θα σας έρθω.)

νόι αβέ μου σουάκρα αράου νόρα μπούνα ντουάουλι βάι φιτσέμ ντι πέρι βα να κ τσεμ

(εμείς έχουμε και μια κακιά πεθερά δε θα μπορέσεις να συνυπάρξεις μαζί της. Πεθερά κακιά εκείνη νύφη καλή εγώ αν δε τα βρούμε θα πιαστούμε απ’ τα μαλλιά.)

Το τραγούδι είναι θεμελιωμένο σε ρυθμό επτάσημο (καλαματιανό) και καταφαίνεται η αποφασιστικότητα της νύφης να παντρευτεί εκείνον που αγαπά. Η αγάπη που σε όλα τα τραγούδια του λαού μας κερδίζει πάντοτε.

Όπως αναφέραμε η αγάπη είναι τόσο δυνατή που δεν κοιτάζει φυλές εθνικότητες και πλούτη.

Πέρα στην Ανατολή και στην Ανδριανούπολη

κει πουλούν γλυκό κρασί κι όλοι τούρκοι το πιναν

κι ένας παλιοκόνιαρος το ‘πινε δεν πλήρωνε

δωσ’ μου Τούρκε τ’ αρματα δεν σου δίνω τ’ άρματα

θα σου δώσω μια κυρά μια κυρά μια κυρά με τα φλουριά

δε την θέλω κυρά την έχω βλάχα απ’ τα βουνά

(συρτό στα τρία, τραγούδι της αγάπης)

Τραγούδι της εποχής της τουρκοκρατίας. Εδώ υποταγμένος ο τούρκος στην αγάπη του τη βλάχα απ’ τα βουνά κι απ’ τα κρύα τα νερά δεν ντρέπεται να το μαρτυρήσει σε μία ελληνική ναι μεν πόλη αλλά σκλαβωμένη. Η Ανδριανούπολη υπήρξε η τρίτη πρωτεύουσα της οθωμανικής αυτοκρατορίας από το 1363 ως το 1453, πριν η Κωνσταντινούπολη  γίνει η τέταρτη και οριστική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.  Φημιζόταν για το εμπόριό της και τους πραματευτάδες της που διαλαλούσαν την πραμάτια τους μέσα στους πλακόστρωτους δρόμους της. Εκτός της πόλεως οι πραματευτάδες κινούνταν σε όλο τον σκλαβωμένο ελλαδικό χώρο και τούτο μαρτυρείται σε τραγούδια πολλών περιοχών.

Όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά τα χελιδονάκια ζευγαρωτά

το ΄ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό περπατεί στους κάμπους με τον αητό

περπατεί και λέει και κελαηδεί Ανδριανουπολίτη πραμματευτή

πού την εδιαλέξες αυτη τη νια την ξανθομαλλούσα την Πατρινιά

ακούμε σε καλαματιανό της Πελοποννήσου. Ανδριανουπολίτη πραμματευτή κι όχι άνδρα μου πολίτη πραμματευτή όπως συνήθως ακούμε. Εάν προσέξουμε τη λανθασμένη από άγνοια  φράση «Άνδρα μου πολίτη πραμματευτή» θα διαπιστώσουμε ότι η γυναίκα του χαίρεται που βρήκε άλλη γυναίκα. Έτσι χάνεται το νόημα. Τι χαρά μπορεί να κάνει μια γυναίκα όταν ο άντρας βρίσκει νέο ταίρι; Αντιλαμβάνεσθε πόσα λάθη υπάρχουν στα ποιητικά κείμενα λόγω άγνοιας. Γι αυτό λοιπόν Ανδριανουπολίτη πραμματευτή που διάλεξες την όμορφη κόρη την Πατρινιά για να την κάνεις ταίρι.

Το παρακάτω Κουτσουφλιανιώτικο τραγούδι ανήκει στον ακριτικό κύκλο, είναι σε τετράσημο ρυθμό και χορεύεται ως συρτό στα τρία.

Τώρα μαγιά τώρα δροσιά τώρα το καλοκαίρι

τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάει

νύχτα σελώνει τ’ άλογο νύχτα το καλιγώνει

βάζει ασημένια πέταλα καρφιά μαλαματένια

Με τον ερχομό της άνοιξης γυρίζει κι ο ξενιτεμένος στον τόπο του.  Κατά μαρτυρία των ντόπιων το συκεκριμένο το έλεγαν την Πρωτομαγιά όταν έβαζαν τα κλήδονα μέχρι της εορτής των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης.  Με το γύρισμα τα ίσα εννοούνται εδώ μικρά μωβ ευωδιαστά λουλούδια.

Τούτι βέρουρλι νιϊ βιράμου, λέλελέ μπουτίγκα νιϊ

σ’ μα πρι βιάρα ντι ιέστ’ άνου λέλελέλε στιάουα νιϊ

βίνιϊ τουάμνα σι νιί λόμου λέλελέ μπουτίγκα νιϊ

Το τραγούδι είναι στη βλαχική διάλεκτο και λέει: όλα τα καλοκαίρια καλοκαίριαζα στρουμπούλω μου και τώρα στο φθινόπωρο που έρχεται είναι καιρός να στεφανωθούμε. Πρόκειται για γαμήλιο συγκαθιστό θεμελιωμένο σε ρυθμό δοχμίων ποδών σύμφωνα με την αρχαία θεωρία της μουσικής και για τους νεότερους 8/4.

Σήμερα Δέσπω Πασχαλιά κι αύριο πανηγύρι

π’ αλλάζουν μάνες τα παιδιά και οι πεθερές τις νύφες

και συ Δέσπω δε φάνηκες μεσ’ στο χορό να μπαίνεις

μάνα μου κλαίει το παιδί κλαίει και δε μερώνει

Δέσπω μου δωσ’ του ένα αυγό δωσ’ του για να μερώσει

κι αν δε μερώσει κι άπου το σκάψε παράχωσέ το.

Το έλεγαν την Λαμπρή τη Δευτέρα και Τρίτη του Πάσχα. Η κατακλείδα μας δείχνει πως την ημέρα της Λαμπρής όλος ο ορθόδοξος ελληνισμός πανηγύριζε την Ανάσταση του Κυρίου μας.  Τόσο σημαντική είναι που κάνει τον άνθρωπο να ευφρανθεί να χαρεί. Η εκκλησία μας διδάσκει πως εάν κάποιος είτε συγγενής είτε φίλος έχει φύγει από την πρόσκαιρο ζωή εμείς καλούμαστε από την ίδια την εκκλησία να ψάλουμε στους ναούς το Χριστός Ανέστη δείχνοντας πως ο Θεός είναι πάνω από τα μάταια κοσμικά. Δίνει σε όλους μας απλόχερα τη Βασιλεία των Ουρανών πετώντας από πάνω μας τον κακό εαυτό μας. Και πρέπει να πηγαίνουμε τις Άγιες αυτές ημέρες στην εκκλησία. Οι ψυχές των κεκοιμημένων ευφραίνονται με την Ανάσταση. Γι αυτό συμβολικώς μεν ουσιαστικώς δε η λαϊκή μούσα απαντά Δέσπω μου δωσ’ του ένα αυγό δωσ’ του για να μερώσει κι αν δε μερώσει κι άπου το σκάψε παράχωσέ το. Διδακτικά τα τραγούδια συνυφασμένα με την ορθόδοξη παράδοση. Η ενότητα αυτή ονομάζεται ενότητα των νεκρολατρευτικών ασμάτων που ίσως κάποτε ξεγελά τον ακροατή διότι πολλές φορές η θεματολογία των τραγουδιών αυτών αναφέρεται στην Ανάσταση του Κυρίου, το στολισμό των νέων που πάνε στην εκκλησία, όμως η κατακλείδα των ποιητικών κειμένων μαρτυρεί την αποχώριση του ανθρώπου από το μάταιο τούτο κόσμο. Έτσι αυτομάτως τα τραγούδια αυτά δεν εντάσσονται στα Πασχαλινά αλλά στα νεκρολατρευτικά άσματα ή και στα μοιρολόγια. Επίσης υπάρχει και η περίπτωση των τραγουδιών εκείνων που κατατάσσονται στα τραγούδια της Λαμπρής δίχως το περιεχόμενό τους να αναφέρεται στη Λαμπροφόρο Ημέρα-Εβδομάδα. Ίσως το συγκεκριμένο να αποτελεί εξαίρεση, πράγμα το οποίο καταφαίνεται στο στίχο  Δέσπω μου δωσ’ του ένα αυγό δωσ’ του για να μερώσει κι αν δε μερώσει κι άπου το σκάψε παράχωσέ το τον όποιο έπειτα από μαρτυρίες των ντόπιων δε τον τραγουδούσαν τη διακαινήσιμο εβδομάδα (αν έχαναν άνθρωπο) για να ξεχωρίσουν την Αναστάσιμη αυτή Εβδομάδα που για εμάς τους ορθοδόξους:

«Αὕτη ἡ κλητὴ καὶ ἁγία ἡμέρα,
ἡ μία τῶν σαββάτων,
ἡ βασιλὶς καὶ κυρία,
ἑορτῶν ἑορτή,
καὶ πανήγυρίς ἐστι πανηγύρεων

Αυτά είναι κάποια από τα πολλά τραγούδια της Κουτσούφλιανης-Παναγίας Τρικάλων. Με τη βοήθεια των ντόπιων αλλά και του συλλόγου της αδελφότητος και άλλων φορέων κι ερευνητών καταγράφονται και μένουν ζωντανά πιστοποιώντας ότι η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων και ζωντανή μαρτυρία και πηγή είναι τα δημιουργήματα της λαϊκής ψυχής.