Ζητείται κοινή λογική

6 Ιουλίου 2020

Σε εποχές που κανείς δεν είναι απολύτως ένοχος, σε εποχές που κανείς δεν είναι απολύτως αθώος, αποκαλύπτεται με τον πιο τραγικό τρόπο το κενό του κοινού μέτρου και των κοινών κριτηρίων. Βέβαια, το γεγονός αυτό είχε αρχίσει να συντελείται σταδιακά από την δεκαετία του ΄80. Τα … «ιδεώδη» της ελεύθερης οικονομίας (κέρδος, παραγωγικότητα κλπ) εκτόπισαν πολύ πιο εύκολα απ΄ όσο φαινότανε, αξίες και οράματα, που απετέλεσαν πυλώνες της ελληνικής κοινωνίας για αιώνες. Και βέβαια, όσο η ανάπτυξη συντελούνταν, έστω και με τις τρομερές ανισότητες και δυσλειτουργίες, όσο η ευμάρεια, έστω και κάλπικη, κυριαρχούσε, έσπρωχνε «κάτω απ΄ τα χαλί» κενά και στρεβλώσεις μιας κοινωνίας σε πλήρη αποπροσανατολισμό.

Τώρα όμως; Τώρα; Πώς να καλυφθεί το κενό; Πώς να αναζητήσεις αιτίες των αδιεξόδων; Πώς να αναζητήσεις λύσεις; Φουντώνουν οι συζητήσεις σε σπίτια, συγκεντρώσεις, καφετέριες και blog. Το θέμα πάντα ένα: Ο φόβος για ένα μέλλον που δεν μπορεί να εκπληρώσει προσδοκίες ανάκαμψης. Και βεβαίως η οργή. Ποιός φταίει; Τι φταίει;

Στον τόπο των γκρεμισμένων κριτηρίων και του χαμένου νοήματος που συγκροτεί τον βίο, όλοι πλέον έχουν δίκιο. Δίκιο ο εργαζόμενος, δίκιο οι δανειστές, δίκιο οι κυβερνήσεις, δίκιο τα ΜΑΤ, όλοι δίκιο. Εξαρτάται σε ποιανού τη θέση βρίσκεσαι. Αν ήσουν Γερμανός τραπεζίτης, θα τιμωρούσες τη σπάταλη Ελλάδα. Αν ήσουν τρομοκράτης, θα ανατίναζες το σπίτι του υπουργού. Είσαι όμως, όπως οι περισσότεροι, ο άνθρωπος της μέσης ζωής, της μέσης οικονομικής επιφάνειας, της μέσης πίστης, της μέσης αγανάκτησης, ανίκανος, ή μάλλον ανεκπαίδευτος για το μεγάλο καλό αλλά και το μεγάλο κακό. Ο άνθρωπος τού «μέσου όρου».

Αυτό ο «μέσος όρος» μοιάζει να είναι σήμερα ο πιο ρεαλιστικός στόχος και το πιο εφικτό όραμα. Ο άνθρωπος του μέσου όρου φαίνεται να κατέχει έναν θησαυρό, που του προσδίδει ένα μεγαλείο διαφορετικό: τον θησαυρό της κοινής λογικής. Διότι αυτός, ο κοινός άνθρωπος, ο μέσος άνθρωπος, ο άνθρωπος του μέτρου, ο μέτριος –με την θετική αρχαιοελληνική έννοια του όρου-, έχει φτάσει πλέον να είναι ο ήρωας και ο σωτήρας. Διότι, μαζί με την μετριότητά του, διετήρησε την μέση ηθική αναστολή, τη μέση ντροπή, το μέσο φιλότιμο, τη μέση εντιμότητα, τη μέση συμπόνια. Είναι αυτός που δεν καταλαβαίνει, ούτε τους παράλογους προϋπολογισμούς, ούτε τις παράλογες αποφάσεις, ούτε τα παράλογα μέτρα, ούτε την παράλογη αναισθησία των κρατούντων. Αυτός, που, αν σε ένα υποθετικό σύστημα κληρωτής θητείας, λάμβανε μέρος σε αποφάσεις, αποκλείεται να τα έκανε χειρότερα.

Κι όμως! Μια τρομερή υποψία πλανάται: μήπως η εξουσία που θα του δοθεί μπορεί να μεταβάλλει αυτόν, τον κοινό άνθρωπο της κοινής λογικής, σε παράλογο και άπονο; Για κάθε άνθρωπο, που φιλοδοξεί να διατηρήσει μια στοιχειώδη επαφή με τον εαυτό του και να διακατέχεται από την επιθυμία μιας στοιχειώδους αυτοκριτικής, το ερώτημα είναι βασανιστικό:

«Αν ήμουν στη θέση του, μήπως θα έκανα τα ίδια; Αν η μοίρα με είχε φέρει σε εξουσιαστικό ρόλο, μήπως θα βυθιζόμουνα κι εγώ στον παραλογισμό και την σκληροκαρδία της εξουσίας; Αν οι περιστάσεις με έφερναν, τώρα, εδώ, στη θέση του Γερμανού τραπεζίτη, που ζητάει πάση θυσία πίσω τα λεφτά του, μήπως θα είχα μεταβληθεί σε ένα άπονο θηρίο; Πώς να μετρήσω, πώς να δοκιμάσω την ψυχή μου;»

Στα βασανιστικά αυτά ερωτήματα, αναζητείται και πάλι μέτρο, που θα εδραιωθεί και θα ακολουθηθεί με συνέπεια. Το σύστημα που μεμφόμαστε, το σύστημα που μας ταλαιπωρεί, έχει την ικανότητα να δημιουργεί διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, ενίοτε και εχθρικές μεταξύ τους, ουσιαστικά όμως διαμορφώνει ιδίου τύπου ανθρώπους. Τα…«ιδεώδη» του αχόρταγου δικαιώματος, της αρπαγής όπου και όταν δοθεί η ευκαιρία, της ανέλιξης με κάθε τρόπο, της προτεραιότητας της ευχαρίστησης σε βάρος της σχέσης και της αλληλεγγύης, είναι το μεδούλι της … «παιδείας» και της νοοτροπίας, που έχει τη δύναμη να σπέρνει στις ψυχές, όπως αντίστοιχη δύναμη έχει να χλευάσει το ταπεινό φρόνημα, την περιστολή των αναγκών, την άσκηση και τις διαφορετικές προτεραιότητες. Όταν καταλάβουμε, πως η χριστιανική πνευματικότητα τελεί υπό διωγμόν, όχι νομικής φύσεως, όπως επί Ρωμαίων αυτοκρατόρων, αλλά έμμεσου εξαναγκασμού, ενίοτε ισχυρότερου από την απειλή της αρένας για να εκβιάσει, θα ξεκαθαρίσει μέσα μας και το κόστος της προσήλωσης σε αρχές και αξίες, δηλαδή της προσήλωσης στο μέτρο. Τότε, τα ιδεώδη τής ασκητικής μας παράδοσης –η νηστεία, η καθημερινή μάχη με τα φαινομενικά ασήμαντα πάθη, η περιστολή του φρονήματος, το πλάτεμα της καρδιάς και όλα τα συνακόλουθα- αποβαίνουν κατ΄ εξοχήν πράξη πολιτική. Άνθρωπος, που δυσκολεύεται να στερηθεί λίγο κρέας ή να παραχωρήσει δυο πόντους δικαιώματος στον αδελφό του, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, θα μπορούσε να ήταν ένας από τους σκληρόκαρδους, που αποφασίζουν για μας.

Υπάρχει και μια χειρότερη υποψία; Πως η ποιότητα των κυβερνώντων και αποδεκτών της οργής μας είναι αντίστοιχη της δικής μας ποιότητας. Η υποψία αυτή, για να την αντέξει κανείς, θέλει μετάνοια και ανάληψη ευθύνης. Αν όμως το καταφέρει, αν όλοι μας το καταφέρουμε, ίσως η ανατροπή να είναι πιο εφικτή και η ελπίδα πιο χειροπιαστή. Την διατύπωση αυτής της υποψίας, αλλά και αυτής της ελπίδας, την αποθέτω σε σας. Εγώ απλώς καταγράφω ένα μικρό απόσπασμα απ΄ τη διδασκαλία του αγ. Αναστασίου του Σιναΐτη:

Ερώτηση: Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι οι εξουσίες του κόσμου έχουν ταχθεί από τον Θεό. Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε ότι κάθε άρχοντας ή βασιλεύς ή επίσκοπος προχειρίζεται στο αξίωμα αυτό από τον Θεό:

Απόκριση: Ο Θεός λέει στον Νόμο: «Θα σας δώσω άρχοντας σύμφωνα με τις καρδιές σας». Είναι λοιπόν φανερό ότι οι μεν άρχοντες και οι βασιλείς που είναι άξιοι αυτής της τιμής προχειρίζονται στο αξίωμα αυτό από τον Θεό. Οι άλλοι πάλι που είναι ανάξιοι προχειρίζονται κατά παραχώρηση ή και βούληση του Θεού σε ανάξιο λαό εξ αιτίας αυτής της αναξιότητας των. Και άκουσε σχετικά μια διήγηση:

Όταν είχε γίνει βασιλεύς ο Φωκάς ο τύραννος και άρχισε εκείνες τις αιματοχυσίες με τον Βονόσο τον δήμιο, υπήρχε κάποιος μοναχός στην Κωνσταντινούπολη, άγιος άνθρωπος, που έχοντας πολλή παρρησία προς τον Θεό, σαν να δικαζόταν με τον Θεό, Του έλεγε με απλότητα:

«Κύριε, γιατί έκανες τέτοιον βασιλέα;»

Και τότε, αφού το έλεγε αυτό για αρκετές ημέρες, του ήλθε φωνή εκ Θεού που έλεγε:

«Διότι δεν βρήκα άλλον χειρότερο».

Αναζητείται ο άνθρωπος του μέτρου και της κοινής λογικής. Το κάποτε αυτονόητο είναι πλέον το ζητούμενο, που πρέπει να διαποτίσει όλους τους χώρους, όπου διαμορφώνονται νέες ψυχές.