Η αγιότητα της Θεοτόκου ως αιτία της μεταστάσεώς της

18 Αυγούστου 2020

Η Ανάσταση του Χριστού επισφραγίζει την απολύτρωση του ανθρώπου από την επικυριαρχία του θανάτου και επαγγέλλεται και τη δική του εσχατολογική ανάσταση. Αυτή καταργεί το θάνατο και προσφέρει την αληθινή και αιώνια ζωή. Η Παναγία που έζησε πανάγιο βίο, μετά την κοίμηση μεταβαίνει και σωματικώς στην αφθαρσία, ζώντας προληπτικώς την κοινή ανάσταση των ανθρώπων. Η λεπτομέρεια αυτή αποτελεί μια σημαντική πτυχή της θεολογίας της Εκκλησίας· πτυχή με ηθικές και πνευματικές συνέπειες για τη ζωή των πιστών, αφού συνακόλουθο της αγιότητας είναι η υπέρβαση της νομοτέλειας και της φθοράς. Εκείνος, συνεπώς ο άνθρωπος, που ζει άγιο βίο, εσχατολογικά θα περάσει στην αφθαρσία και θα αναστηθεί «ψυχή τε και σώματι». Επιπλέον η προσδοκία της αναστάσεως ενθαρρύνει την άσκηση στον πνευματικό και ενάρετο βίο.

Ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός επισημαίνοντας την έλλειψη πληροφοριών από την Καινή Διαθήκη για την τελευτή της Θεοτόκου, την οποία όμως ο ίδιος περιγράφει με λεπτομέρειες χωρίς να αναφέρει τις πηγές του, γράφει τα εξής: «εξ αρχαίας δε και αληθεστάτης παραδόσεως παρειλήφαμεν, ότι εν τω καιρώ της ενδόξου κοιμήσεως αυτής, οι μεν άγιοι σύμπαντες Απόστολοι… διαθέοντες συνήχθησαν εις Ιεροσόλυμα», για να παραστούν στην εξόδια τελετή. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι η πηγή των πληροφοριών του ήταν αξιόπιστη, αλλά δεν αποκαλύπτει ποιά ήταν αυτή. Για την Κοίμηση ο Δαμασκηνός γράφει χαρακτηριστικά: «Τί τοίνυν το περί σε τούτο μυστήριον ονομάζομεν θάνατον; αλλά και φυσικώς η πανίερος και μακάρια σου ψυχή του πανολβίου και ακήρατου σου χωρίζεται σώματος, και το σώμα τη νομίμω ταφή παραδίδοται όμως ουκ εναπομένει εν τω θανάτω, ουδ’ υπό της φθοράς διαλύεται».

Είναι φανερό ότι στο παραπάνω κείμενο το τέλος της Θεοτόκου δεν διαφοροποιείται από αυτό των ανθρώπων, αλλά ούτε και ο θάνατός της εξομοιώνεται με το θάνατο εκείνων. Η διαφορά οφείλεται στην αγιότητα και στην ιδιότητά της ως Μητέρας του Θεού. Η ψυχή της Παναγίας χωρίζεται από το σώμα και το σώμα παραδίδεται στην ταφή, αλλά δεν κατεξουσιάζεται από το θάνατο ούτε και διαλύεται από τη φθορά, όπως υπαγορεύει η φυσική τάξη, Στην ίδια νοηματική συνάφεια ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός παραλληλίζει το αδιάλυτο του σώματος της Θεοτόκου, που δεν διαλύεται από τη φθορά ούτε καταλύεται από το θάνατο, με το αλώβητο της παρθενίας κατά τη γέννηση του Χριστού. Και όπως κατά τη γέννηση του Υιού του Θεού διατηρήθηκε άφθορη η παρθενία της Θεοτόκου, έτσι και στην κοίμησή της τιμήθηκε με αφθαρσία το θείο σώμα της, πριν από την κοινή και καθολική ανάσταση των ανθρώπων.

Το κεντρικό σημείο της θεολογικής συμφωνίας των δύο γεγονότων είναι στη σκέψη του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού η υπέρβαση της φύσεως και της φθοράς, ως συνέπεια της αγιότητας της Θεοτόκου. Η σχετική έμφαση δίδεται στις θεολογικές ιδιότητες των όρων «Θεοτόκος» και «αειπάρθενος» που προσδιορίζουν όχι μόνο τη θέση της στο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως, αλλά και αυτήν την κατάσταση του φυσικού της σώματος μετά την κοίμηση. Χάρη στα δύο αυτά χαρακτηριστικά η τελευτή της Θεοτόκου δεν περιορίζεται στο βιολογικά καθολικό γεγονός του θανάτου, αλλά επεκτείνεται στο μυστήριο της αφθαρσίας του παρθενικού σώματός της, το οποίο μετατίθεται στους ουρανούς. Συνεπώς η αγιότητα της Παναγίας συνιστά καθοριστική συνέπεια για τη μετά θάνατον κατάσταση του σώματός της, αφού καθίσταται η «υποκειμενική αιτία» της μεταστάσεώς της, με την έννοια της «κατά χάριν θεώσεως».

Είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη βυζαντινή θεολογία η περιγραφή της κοιμήσεως της Θεοτόκου από τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Σε ομιλία του «εις την πάνσεπτον Κοίμησιν», ο άγιος προβάλλει την οντολογική διάσταση της αγιότητας της Παναγίας που επισφραγίζει ολόκληρη τη βιολογική της υπόσταση. Το σώμα της, που κατά την επίγεια ζωή της καταυγάστηκε από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος και κοσμήθηκε με κάθε είδους αρετή, ανέρχεται στους ουρανούς, την κατοικία που αρμόζει στη Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να κρατήσει η γη, ο τάφος, η φθορά και ο θάνατος το σώμα που δέχθηκε τον ίδιο τον Θεό, αυτό το σώμα που έγινε η πιό προσφιλής κατοικία του ουρανού των ουρανών και αυτό που είχε ένοικο τη χάρη του Θεού. Γι’ αυτόν το λόγο η Θεοτόκος «προς τον υπερουράνιον ευθύς ανεληφθη χώρον από του τάφου, παρ’ ου πάλιν μέχρι γης φανοτάτας τε και θειοτάτας απαστράπτει τας μαρμαρυγάς και τας χάριτας» .

Με την κοίμησή της η Θεοτόκος απέβαλε το γεώδες ένδυμα της θνητότητας, για να ενδυθεί στη συνέχεια το πνευματικό σώμα της αφθαρσίας. Ειδικότερα πρέπει να κατανοηθεί ότι στη σκέψη του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού κυριαρχεί το γεγονός της υπερβάσεως της θνητότητας και της φθοράς, αφού με την είσοδό της στην αφθαρσία η Παρθένος αφθαρτοποιεί και τη σάρκα. Εδώ βρίσκεται η βάση της θεολογικής ερμηνείας που οδήγησε στη σχετική με τη μετάσταση διδασκαλία του Δαμασκηνού. Η Παναγία δεν παρέκαμψε το θάνατο. Πέθανε πραγματικά ως άνθρωπος και ακολούθως ανέλαβε και το αδιάφθορο σώμα της. Το θεοδόχο και πανάγιο σώμα, σύμφωνα με την φυσική νομοτέλεια που διέπει την ανθρώπινη φύση, παραδίδεται στη γη και τον τάφο. Από εκεί λίγο μετά προσλαμβάνοντας τη δική του ψυχή, ανασταίνεται χωρίς να υφίσταται καμία φθορά. Ακολουθώντας δε τον υιό της, λόγω της υπερβάλλουσας αγιότητάς της, η Παναγία μετέχει πλήρως στη θέωση .

Ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, σε Λόγο του για την Κοίμηση, χαρακτηρίζει το «υπέρ ημάς και ημέτερον σώμα» της Θεοτόκου ως «ζωαρχικόν». Η Θεοτόκος, που έφερε τον ουρανό στη γη, με την Κοίμησή της αφήνει το χοϊκό σώμα που έλαβε από τη γέννησή της και αποδίδει το γήινο στη γη.

Αφού αποτίναξε, λοιπόν, το συγγενές της φθοράς και τη γη και όλα τα συναφή με αυτήν, κατά τον άγιο Φιλόθεο Κόκκινο, η Παναγία μεταβαίνει άφθαρτος ως ενιαία ψυχοσωματική ύπαρξη σε χώρο πέρα από εκείνον της φθοράς, στον παράδεισο, την πρώτη πατρίδα των προπατόρων. Έτσι, μέσω της μητέρας της αληθινής ζωής, διανοίγεται η δίοδος προς αυτόν και ανακτάται η δυνατότητα προσβάσεως σε αυτόν κάθε ανθρώπινης υπάρξεως που είχε προηγουμένως αποκλεισθεί λόγω της παρακοής.

Είναι προφανές ότι το σώμα της Θεοτόκου μετά την κοίμησή της υπέστη ό,τι θα υποστούν εσχατολογικά, με την καθολική ανάσταση, τα σώματα των ανθρώπων εκείνων που θα ζήσουν και θα πεθάνουν «εν Χριστώ».

Στη διδασκαλία του αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, όπως και σε άλλους Πατέρες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στηρίχθηκε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, ερμηνεύοντας αποσπασματικά ορισμένα κείμενά τους, προκειμένου να θεμελιώσει τη θέση της για την ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου. Η θέση αυτή που διατυπώθηκε σε δόγμα δεν βρίσκει σύμφωνη την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Εκκλησία μας δεν εδογμάτισε για την Παναγία αυτοτελώς, αλλά πάντοτε σε σχέση με τον Χριστό και το σωτηριώδες έργο του.

Ειδικότερα ο Νικόλαος Καβάσιλας ερμηνεύει την Κοίμηση της Θεοτόκου με βάση την αγιότητα του βίου της και την οντολογική σχέση της με τον Θεό, ως Μητέρας του Λόγου του Θεού. Η ίδια, με την αρετή και το αμετακίνητο στο αγαθό, είχε υπερβεί τα γήινα πράγματα και ενώθηκε τόσο στενά με τον Θεό, που ζούσε από αυτήν εδώ τη ζωή την αιώνια χαρά και μακαριότητα.

Η Κοίμηση στη συνείδηση των πιστών δεν σημαίνει εγκατάλειψη των ανθρώπων. Όσο η Παναγία ζούσε σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο ήταν πολύ κοντά του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν ξένη προς τα ουράνια, γι’ αυτό και με την κοίμησή της δεν αποξενώθηκε από τα επίγεια και τους ανθρώπους. Η ίδια η Θεοτόκος, που κόσμησε τη γη και τον ουρανό, δεν ήταν δυνατό να είναι μακριά και από τα δύο ούτε και να αφήσει ορφανούς τους ανθρώπους από την παρουσία της. Εισακούει κάθε ανθρώπινη επίκληση για πρεσβείες προς τον Θεό Πατέρα. Με τη μετάστασή της προς τα υπερκόσμια, «ου συναπήρε την ευεργεσίαν, αφ’ ύψους δε περιέπει της προστασίας τη πτέρυγι». Αλλά και η ίδια η μετάσταση της Θεοτόκου αίρει το πνεύμα και το μεταθέτει από την ύλη, που βαρύνει και διασπά, προς τα άυλα που συνεπαίρνουν και γοητεύουν.

Τα πνευματικά και ηθικά μηνύματα της κοιμήσεως και μεταστάσεως της Θεοτόκου είναι η νέκρωση των παθών και η ένδυση του απαθούς βίου. Στην πατερική γραμματεία η αναφορά στην κοίμηση προσφέρει την αφορμή να επισημανθεί η ανάγκη για ηθική και πνευματική αφύπνιση. Είναι δε σημαντικό ότι οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας συνέδεσαν την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με την ανάγκη αποταγής του κόσμου και των δεσμεύσεών του. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Δαμασκηνού που με αφορμή την εορτή και απευθυνόμενος προς τους πιστούς λέει: «Δεύτε, ψυχικαίς αγκάλαις το αειπάρθενον σώμα βαστάσωμεν και συνεισέλθωμεν ένδον του μνήματος και συννεκρωθώμεν, τοις μεν του σώματος απογινόμενοι πάθεσιν, συζώντες δε ζωήν απαθή και ακήρατον…». Η νοερά παρουσία του πιστού στην Κοίμηση της Θεοτόκου τον καθιστά μέτοχο της θείας χάριτος και τον ωθεί στην επίκληση της μεσιτείας της για απαλλαγή από τα πάθη, υπέρβαση των πνευματικών αδιεξόδων, ήρεμο βίο, σωτηρία και φωτισμό του Αγίου Πνεύματος .

Η Θεοτόκος ως Μητέρα του Υιού του Θεού διαισθάνεται και προβλέπει το τέλος της· αλλά και άγγελος Κυρίου προμηνύει την Κοίμηση, έτσι ώστε αυτή να μην προκαλέσει ταραχή, αφού ο θάνατος και ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα καθιστά περίλυπο το πνεύμα ακόμη και των πιο πνευματικών ανθρώπων. Με νηφαλιότητα και γαλήνη προετοιμάζει η ίδια τα απαραίτητα για την ταφή της, για να προετοιμάσει επίσης και τα πρόσωπα που την περιβάλλουν με τον προσήκοντα σεβασμό. Καλεί κατά την παράδοση στην κατοικία της χήρες, ορφανά και πτωχούς στους οποίους διανέμει τα υπάρχοντά της. Στο πρόσωπο της Παναγίας διαπιστώνουμε για πρώτη φορά τον κατεξοχήν χριστιανικό τρόπο αντιμετωπίσεως του θανάτου.

Το τέλος της Παναγίας δεν πρέπει να εκληφθεί ως θάνατος, παρά ως επιστροφή στους κόλπους του Θεού Πατρός. Δεν μπορεί να είναι θάνατος, αλλά αιώνια ζωή, αφού οι δίκαιοι με την επιστροφή αυτή δοξάζονται κοντά στον Θεό. Οι ψυχές των ανθρώπων είναι λευκές όταν έρχονται στον κόσμο. Κατά την έξοδό τους όμως από το σώμα δεν είναι το ίδιο καθαρές. Αυτό συμβαίνει επειδή στον επίγειο βίο τους συνάντησαν το κακό και μολύνθηκαν από αυτό. Μόνο αν κάποιος φυλάξει τον εαυτό του μακριά από τις ανομίες αυτού του κόσμου, η ψυχή του, μετά την έξοδό της από το σώμα, θα παραμείνει το ίδιο καθαρή και λευκή, όπως εκείνη της Παρθένου Μαρίας.

πηγή: Ευτυχίας Γιούλτση, «Η Παναγία πρότυπο πνευματικής τελειώσεως», εκδ. Π. Πουρναρά – Θεσ/νίκη 2001, σ. 167-176