Η Λειτουργική ζωή και ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

23 Αυγούστου 2020

α) Κάθε αναφορά σε οριακές μορφές, όπως ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, οφείλει να παραχωρήσει τον εισαγωγικό λόγο στην αγιοπνευματική εμπειρία της μορφής αυτής. Έτσι, διεξερχόμενοι το συγκεκριμένο θέμα περί της «λειτουργικής ζωής και του Γέροντος», αισθανόμαστε βαθειά την ανάγκη να χειραγωγηθούμε στα πρώτα βή­ματα της σκέψεώς μας από εκείνον που έσχε την Θεία Μέθεξη.

Παραθέτουμε τους λόγους του που θεωρούμε ότι εισάγουν με τον καλύτερο τρόπο στο θέμα μας: «Όταν η Χάρις ενεργήσει στην ψυχή του ευχομένου, τότε τον πλημμυρίζει η αγάπη του Θεού, ώστε να μην μπορεί άλλο να αντέξει αυτό που αισθάνεται. Στην συνέχεια, στρέφε­ται η αγάπη αυτή προς τον κόσμο και τον άνθρωπο, τον οποίο αγαπά τόσο, ώστε θέλει να πάρει επάνω του όλο τον ανθρώπινο πόνο και την δυστυχία για να απαλλαγούν οι άλλοι· συμπάσχει με κάθε θλίψη και δυσκολία, θλίβεται ακόμα και γι ’ αυτά τα άλογα ζώα, ώστε να κλαίει, όταν σκεφθεί ότι πάσχουν! Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της αγάπης, που τα προκαλεί και τα δραστηριοποιεί η προσευχή. Γι’ αυτό και όσοι πρόκοψαν στην προσευχή δεν παύουν να εύχονται υπέρ του κόσμου»1.

Επιτρέψτε μου να πω ότι, μέσα στους λόγους αυτούς κρύβεται όλη η «θεωρία» του μακαριστού Γέροντος περί της λειτουργικής ζω­ής. Ο Γέρων Ιωσήφ δεν ανέπτυξε απόψεις περί του πως πρέπει να οργανωθεί η λειτουργική ζωή του κάθε Χριστιανού. Δεν υπέβαλε προ­τάσεις περί πιθανών προβλημάτων της Λατρείας· δεν διερωτήθηκε περί της αξίας της λειτουργικής παραδόσεως, την οποία βρήκε στο Άγιον Όρος. Όμως, περιέκλεισε μέσα σε μία φράση όλη του τη λειτουρ­γική εμπειρία: για εκείνον η λειτουργική ζωή ήταν η προέκταση της αδιάλειπτης προσευχής, ήταν η μεγάλη πρόκληση ώστε να επιτύχει την καταλλαγή με τον Θεό και τον άνθρωπο.

β) Η ζωή του Γέροντος Ιωσήφ υπήρξε ζωή «Ευχαριστιακή». Από τα πρώτα βήματά του στο Άγιον Όρος, όπως πληροφορούμεθα, εζήλωσε τη μετοχή στον «Ουράνιο Άρτο» και το «Ποτήριο της ζωής». Μόνο έτσι ερμηνεύεται η επιμονή του να λειτουργείται (όταν ζούσε στον Άγιο Βα­σίλειο) στο κάθισμα του Αγίου Πέτρου, εκεί όπου εμόναζε ο ησυχαστής Γέροντας Δανιήλ, του οποίου εζήλωσε την ευλάβεια κατά την επιτέλεση της Θείας Ευχαριστίας. Αντιλαμβανόμαστε την κατάνυξη του Γέροντος Ιωσήφ, όταν αναφέρεται στον ησυχαστή Γέροντα Δανιήλ ως Λειτουργό: Πριν τα μεσάνυχτα πήγαινε στην Εκκλησία για την ετοιμασία της Προσκομιδής…Μετά τα μεσάνυχτα άρχιζε η Λειτουργία, η οποία γι­νόταν με πολλή βραδύτητα και κατάνυξη. Έτσι πολλές φορές, μόνο η Λειτουργία έφθανε να διαρκεί τέσσερις ώρες2.

Η Ευχαριστιακή μετοχή του Γέροντος Ιωσήφ αποκαλύπτει τον βα­θύτατο σύνδεσμό του με τη λειτουργική ζωή. Διαβάζουμε στις διηγήσεις περί του βίου του ότι, όταν στη συνοδεία του είχε πλέον δικό του ιερέα (τον μακαριστό π. Χαράλαμπο), τότε τελούσαν καθημερινά τη Θεία Λειτουργία, κατά τη διάρκεια της οποίας μαζεύονταν όλοι μαζί, διακόπτοντας την κατά μόνας ζωή τους3. Παλαιότερα όμως, όταν είχε φθάσει με τον π. Αρσένιο στη Μικρή Αγία Άννα και εγκαταβίωσαν σε κάποια σπήλαια, μαθαίνουμε ότι εκείνο που αποτελούσε μεγάλη δοκιμασία για τον Γέροντα ήταν το θέμα της Λειτουργίας, γιατί δεν μπορούσε πια να περπατήσει καθόλου, ιδιαίτερα σε ανώμαλο δρόμο4.

Όταν άρχισαν να οργανώνουν την μοναστική τους ζωή στην τοποθε­σία εκείνη, έκτισαν μέσα σε μία σπηλιά πρόχειρα ένα μικρό εκκλησάκι και το αφιέρωσαν στον Τίμιο Πρόδρομο. Εκεί μπορούσαν να έχουν Λειτουργία μία ή δύο φορές την εβδομάδα5. Μαθαίνουμε, μάλιστα, ότι προέβλεψαν τη δημιουργία μικρού κελλίου, ώστε να μένει εκεί ο αείμνηστος παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, όταν πήγαινε για Λει­τουργία6. Μέσα στη Θεία Ευχαριστία ο Γέροντας Ιωσήφ ασκούσε ακόμα και το έργο του ως πνευματικός πατέρας. Είναι αξιοσημείωτο αυτό που γράφει σε κάποιον ιερέα, πνευματικό του τέκνο στον κόσμο: Παπά μου…δεν σε αλησμόνησα καμμίαν φοράν, ούτε σε έσβησα από το «κιτάπι» της Λειτουργίας7. Όλα αυτά καταδεικνύουν ότι η Θεία Λειτουργία ήταν για τον Γέροντα Ιωσήφ το αναπόσπαστο τμήμα της καθημερινής βιοτής του, όπως η ελάχιστη τροφή ή το εργόχειρό του.

Στο θέμα της «Ευχαριστιακής μετοχής» υπήρξε συνεπής αγωνιστής έως τέλους. Όπως μας πληροφορούν τα πνευματικά του τέκνα σχετικά με την παραμονή της ημέρας κοιμήσεώς του, «το βράδυ εις την αγρυπνίαν της κοιμήσεώς της Παναγίας μας ο Γέροντας συνέψαλλε όσον ηδύνατο με τους Πατέρας. Εις την Θείαν Λειτουργίαν την ώραν που εκοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια είπε: “εφόδιον ζωής αιωνίου”»8.

γ) Μας δημιουργεί εντύπωση το γεγονός ότι ο Γέροντας δεν ανέπτυξε τη θεολογία των Μυστηρίων και των Ακολουθιών; Δεν πρέπει. Διότι, όπως φαίνεται από την μακαρία βιοτή του, η λειτουργική ζωή ήταν για εκείνον η αυτονόητη προέκταση της ασκήσεως, ήταν ο φυσικός χώρος όπου συναντούσε τον ποθούμενο Κύριο και μετείχε στην εμπειρία των Αγίων Του. Γι’ αυτό στις διδαχές του δεν αναφέρεται στη λειτουργική ζωή, του­λάχιστον κατά τρόπο συστηματικό, όπως τον εννοούμε εμείς σήμερα.

Για τον Γέροντα Ιωσήφ η λειτουργική ζωή δεν ήταν μία ζωή διαφο­ρετική από την υπόλοιπη. Τα πνευματικά του τέκνα μας πληροφορούν ότι ήταν αδύνατο να κάνει παραχωρήσεις στη λειτουργική τάξη και στον τύπο της προσευχής9. Μας πληροφορούν ότι, για τον Γέροντα η προσευχή είχε οικουμενική διάσταση και ένωνε τα «μακράν και τα διεστώτα εις εν»10. Αλλά αυτό, άραγε, δεν σημαίνει ότι η Λατρεία ήταν για εκείνον το κέντρο της ζωής του; Διότι, σε ποιά θέματα του βίου μας εμφανιζόμαστε ασυμβίβαστοι αν όχι στα θεωρούμενα ως ζωτικά της υπάρξεώς μας; Είναι, αλήθεια, περίεργο για εμάς τους κοσμικούς το πως κάποιος δίδει απόλυτη προτεραιότητα σε κάτι, για το οποίο δεν αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει κατά τρόπο θεωρητικό. Είναι η ίδια περίπτωση με όλους εμάς, που δεν αναφερόμαστε ποτέ στην αναγκαιότητα της τροφής, αλλά μεριμνούμε γι’ αυτήν καθημερινά με μεγάλη -πολλές φορές- προσοχή.

δ) Οι ελάχιστες αναφορές των βιογραφιών του σε θέματα λειτουρ­γικής ζωής μας αποκαλύπτουν ότι, ο μακαριστός Γέροντας αισθανόταν τη ζωή αυτή ως λαμπρή και άξια να προσφερθεί στον υπό των Χερου­βίμ υμνούμενο Τριαδικό Θεό. Πόσο, αλήθεια, οξύμωρο σχήμα για εμάς, τους ευρισκόμενους μακράν της ερημίας. Διότι, οι διάφορες διηγήσεις μαρτυρούν περί μιας καθημερινότητας στη ζωή του Γέροντος που την χαρακτήριζε όχι απλώς η πτωχεία και η ανέχεια, αλλά η ολοκληρωτική απάρνηση κάθε υλικού στοιχείου. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ζωής, πώς υπήρχε λειτουργική λαμπρότητα; Με τη λέξη αυτή εμείς εννοούμε την ύπαρξη περικαλλών ναών, βαρύτιμων ιερών σκευών, πανάκρι­βων πολυελαίων, εξεζητημένων αμφίων. Αλλά πού υπήρχαν όλα αυτά στη λειτουργική ζωή του Γέροντος και της συνοδείας του; Κι όμως, εκείνος θεωρούσε ότι μέσα στην καθημερινή αγρυπνία (την τάξη της ημερονυκτίου ακολουθίας), απέδιδε την πρέπουσα λαμπρότητα προς τον «εν πνεύματι και αληθεία» λατρευόμενο Θεό.

Αυτή ήταν μία «λειτουργική λαμπρότητα» χωρίς ίχνος υλικής λα­μπρότητας. Διερωτώμεθα οι εκ του κόσμου, πώς αναφερόμεθα σε λαμπρότητα χωρίς το υλικό στοιχείο. Μπορεί να υπάρξει παρόμοια λαμπρότητα; Στο θέμα αυτό αποδεικνύεται η μεγάλη αλήθεια: ότι ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ εβίωνε τη λειτουργική ζωή κατά τρόπο ουράνιο και όχι επίγειο. Πρόκειται περί της ιδίας πνευματικής εμπειρίας του προφήτου Ησαΐα και του Ευαγγελιστού Ιωάννη στην Αποκάλυψη. Διότι, και οι δύο δέχθηκαν δι’ αποκαλύψεως το όραμα του υμνουμένου υπό των αγγέλων Θεού και περιέγραψαν τη λειτουργική εκείνη σύναξη ως την λαμπρότερη που θα μπορούσε ποτέ να βιώσει ο άνθρωπος.

Η λαμπρότητα της λατρείας για τους θεουμένους συνίσταται στη θέα του ακτίστου Φωτός και όχι στη θέα της υλικής λαμπρότητας. Ο μακαριστός Γέροντας λάτρευε τον Θεό με την ουράνια λαμπρότητα, εκείνη που απέρρεε από την καθημερινή βιοτή του. Διότι, η λατρεία δεν είναι για τον Χριστιανό μία δραστηριότητα αυτονομημένη από την όλη πνευματική του κατάσταση, αλλά, αντιθέτως, μία ευκαιρία να προσμετρήσει ο καθένας τα αποτελέσματα των πνευματικών του αγώνων.

Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ ελάτρευε τον Θεό με λαμπρότητα, διότι υπήρχε λαμπρότητα στη ζωή του. Τα απόκρημνα σπήλαια, μέσα στα οποία τελούσε τις ακολουθίες, αποτελούσαν πλέον για εκείνον ένα συμβατικό μάλλον τόπο λειτουργικής ζωής. Εκεί που με δυσκο­λία χωρούσαν δύο-τρεις άνθρωποι, εκεί ήταν συνηγμένη ολόκληρη η Εκκλησία. Αυτοί οι δύο-τρεις ήταν οι συνηγμένοι εις το όνομα του Κυρίου· ήταν οι αληθώς συνηγμένοι. Διότι και στους ναούς συνάζεται πλήθος, αλλά ο Χριστός που συνδέει το πλήθος αυτό είναι μάλλον θρησκευτική ιδεολογία (έτσι τον καταντάμε κάποιες φορές οι Χριστιανοί) και όχι το κέντρο της ζωής.

 

Υποσημειώσεις

1. Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Βίος-Διδασκαλία-«Η Δεκάφωνος Σάλπιγξ», Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2004 σ. 220.
2. Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 74.
3. Βλ. ό.π. σ.148.
4. Βλ. ό.π. σ. 117.
5. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 117.
6. Ό.π. σ. 118.
7. Γέροντος Ιωσήφ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, Επιστολή 59, σ.319
8. Ό.π. σ. 23.
9. Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 211.
10. Ιω. 11,52. Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σ. 221.

Ο Χριστός ευρίσκετο κατά τις λειτουργικές συνάξεις «εν μέσω» της συνοδείας του Γέροντα. Ευρίσκετο, διότι εκείνοι είχαν αποδεχθεί το Σταυρό του μαρτυρίου για το όνομά Του. Χωρίς την αποδοχή αυτού του Σταυρού, ο Χριστός θα είναι «εν μέσω» μιας λειτουργικής συνάξεως κατά τρόπο συναισθηματικό, επομένως τυπικό. Η λαμπρότητα μιας λειτουργικής συνάξεως εξαρτάται από το εάν εμείς έχουμε επιτρέψει στον Κύριο της δόξης να λαμπρύνει τη σύναξη αυτή με την παρουσία Του. Αλλά πώς ένας άνθρωπος άγευστος της Χάριτος και των καρπών της ασκήσεως (στα μέτρα πάντοτε της ζωής του), θα προσδώσει παρό­μοια λαμπρότητα στη λατρεία του Θεού, εφόσον ο Θεός δεν συμβαδίζει με την ακαθαρσία της καρδιάς και με την έλλειψη της πραότητας;

Γι’ αυτό η λειτουργική ζωή στα σπήλαια και τις καλύβες της συνοδεί­ας εκείνης διακρινόταν για την λαμπρότητά της. Ο Γέροντας εγνώριζε καλά (κι ας μην το διετύπωσε σε κάποια διδαχή του) ότι το λειτουρ­γικό τυπικό είναι άχρηστο για τον άνθρωπο που το πραγματοποιεί χωρίς συγκεκριμένες πνευματικές προϋποθέσεις. Εγνώριζε (κι ας μην το διετύπωσε σε κάποια διδαχή του) ότι ο Θεός λατρεύεται μέσα σε ανθρώπινα σχήματα (αναγκαίο για την ανθρώπινη φύση), αλλά ότι η ουσία της λατρείας Του είναι ο καθημερινός αγώνας, λεπτό προς λε­πτό και δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, εναντίον των παθών, δηλα­δή εναντίον των μεταπτωτικών παραγόντων που καταλύουν την ένωση του δημιουργήματος με τον Άγιο Δημιουργό του.

Εάν λέγαμε στον σημερινό Χριστιανό ότι, ο Γέροντας Ιωσήφ αγωνιζόταν για την λειτουργική λαμπρότητα, θα έπρεπε να τον βοηθού­σαμε να εννοήσει ότι η λαμπρότητα αυτή ξεκινάει πολύ πριν από την επιτέλεση της Λατρείας. Κι αυτή η αλήθεια ίσως ενοχλεί τον συμβατικό Χριστιανισμό εκείνων που νομίζουν ότι μέσα στη Θεία Λειτουργία και τις άλλες ακολουθίες της Εκκλησίας μας μπορούν να «διαπορθμεύουν» τον εωσφορισμό τους και να αυταπατώνται ότι λατρεύουν τον Άγιο και Πανυπερτέλειο Θεό.

ε) Μία άλλη βασική πτυχή του θέματος της λειτουργικής ζωής σε σχέση με τον Γέροντα Ιωσήφ είναι η «μετοχή» στη Θεία Λατρεία, δη­λαδή ο βαθμός κατανοήσεως και βιώσεως των τελουμένων. Ο μακαρι­στός δεν είχε ιδιαίτερη μόρφωση, μάλλον θα εθεωρείτο με τα σημερινά δεδομένα ως ολιγογράμματος. Τα βιώματά του όμως τα προερχόμενα από τη μετοχή του στη Λατρεία ήταν απερίγραπτα, εφόσον οι μαθητές του αναφέρουν πολλάκις τα δάκρυα της βαθύτατης αγαλλιάσεως και το φωτισμό του προσώπου του, όταν αναφερόταν στις λειτουργικές του εμπειρίες. Ποτέ δεν θα μάθουμε λεπτομέρειες αυτών των εμπειριών, διότι αποτελούν καταστάσεις «υπέρ λόγον».

Ο βαθμός μετοχής του Γέροντος Ιωσήφ στη λειτουργική ζωή αποκαλύπτεται από το γεγονός εκείνο που διηγείται ο ίδιος, όταν κάποτε, σε μία εορτή, ο πατήρ Αρσένιος πήγε σε μία γειτονική καλύβη για να λει­τουργήσει, ενώ ο Γέροντας ησύχαζε μόνος του, όπως το είχε προγραμ­ματίσει: «Όλο το βράδυ εκείνο είχα έμμονο λογισμό ότι ενώ οι άλλοι πατέρες θα κοινωνήσουν εγώ δεν είμαι άξιος αυτής της Χάριτος για τις αμαρτίες μου. Σε κάποια στιγμή, εκεί που καθόμουν και κρατούσα όσο μπορούσα την ευχή, σταμάτησα και συγκέντρωσα τις σκέψεις μου. Δούλευε μέσα μου ο ίδιος λογισμός και ένιωθα έντονη επιθυμία για τον Άρτο της Ζωής. Άρχισα σαν μοιρολόι, με παράπονο, την ευχούλα, που μάλλον αυτομεμψία ήταν, όταν αισθάνθηκα μία παρουσία. Άνοιξα τα μάτια μου, γιατί μολονότι πάντοτε έμενα στα σκοτεινά συνήθιζα να έχω και τα μάτια μου κλειστά. Βλέπω λοιπόν μπροστά μου έναν ολόφωτο Άγγελο, όπως τους περιγράφει η Εκκλησία μας, που γέμισε τον τόπο φως, φως του άλλου κόσμου. Κρατούσε στο χέρι του ένα κομψότατο και φωτεινό σκεύος, που το χωρούσε η παλάμη του. Το άνοιξε με προσοχή, με πλησίασε όσο έπρεπε και με πολλή ευλάβεια και προσοχή μού έδωσε στο στόμα μου μερίδα του Δεσποτικού Σώματος. Μετά, με κοί­ταξε με ένα σεμνό μειδίαμα, έκλεισε το σκεύος και έφυγε από την στέ­γη προς το μέρος που ήταν και πριν»11.

Το θέμα όμως του βαθμού μετοχής του Γέροντος στη λειτουργική ζωή μάς εισάγει σε μία πολύ σημαντική διαπίστωση για τη δική μας λει­τουργική ζωή: ότι η μετοχή στη Λατρεία δεν εξαρτάται από τις προσω­πικές νοητικές δυνάμεις ή τα μορφωτικά εφόδια, αλλά συνυφαίνεται με το βαθμό της προσωπικής θείας ελλάμψεως. Διαβάζοντας περί του βίου και της διδαχής του, αποκτούμε την πεποίθηση ότι στη Θεία Λατρεία δεν υπάρχουν τάξεις σοφών ή μορφωμένων, αλλά τάξεις θεουμένων. Πρόκειται για αλήθεια η οποία έχει κάποιους αποδέκτες στη σύγχρονη εκκλησιαστική μας πραγματικότητα.

ς) Αφορά, κατ’ αρχάς, στο κατηχητικό πρόγραμμα της Εκκλησίας, το οποίο (με βάση τις προηγούμενες διαπιστώσεις) πρέπει να ενδιαφερθεί πρωτίστως για την πράξη και όχι για τη θεωρία, για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη και όχι για τη θεολογική ανάλυση των τε­λουμένων. Λέμε «πρωτίστως», διότι όλα τα άλλα θα ακολουθήσουν, όταν όμως προβληθεί το ένα «ου έστι χρεία». Σκεπτόμαστε, επί παραδείγματι, την περίπτωση κατά την οποία θα παρακαλούσαμε τον μακαριστό Γέροντα να κατηχήσει κάποιον στη Θεία Λειτουργία. Δεν θα εδίδασκε τα περί Θείας Λειτουργίας, αλλά θα προέτρεπε τον κατη­χούμενο να ευρίσκεται σε διαρκή μετάνοια, σε πνευματική εγρήγορση κατά των παγίδων του διαβόλου, σε αγώνα για την καθαρότητα του νοός και της συνειδήσεως, για την αποκάθαρση της καρδιάς από τα μεταπτωτικά πάθη που απομακρύνουν τη Θεία Χάρη από τον άνθρωπο και αποστερούν τη ζωογόνο σχέση με τον Δημιουργό Του. Αυτή θα ήταν η λειτουργική κατήχηση του Γέροντος Ιωσήφ, όσο κι αν φαίνεται σε μας, τους κοσμικούς, όχι τόσο σχετική με το στόχο μιας λειτουργικής κατηχήσεως.

Αφορά όμως η αλήθεια αυτή και στην ουσία της λεγόμενης λειτουργικής θεολογίας μας, αλλά κατ’ επέκταση και ολόκληρης της θεολογί­ας. Διότι, η «λειτουργική θεολογία» του Γέροντος Ιωσήφ εδράζεται επί των λόγων του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «Βούλει θεολόγος γενέσθαι και της θεότητος άξιος; Διά πολιτείας άνελθε· διά καθάρσεως κτήσαι το καθαρόν· τας εντολάς φύλασσε, διά των προσταγμάτων όδευσον· πράξις γαρ επίβασις θεωρίας· εκ του σώματος την ψυχήν φιλοπόνησον »12 .

Στο σημείο αυτό μάλλον αγγίζουμε τις πλέον ευαίσθητες χορδές του «μυστηρίου της θεολογίας» (όπως το αποκαλεί ο υμνογράφος τού δοξαστικού των Αίνων κατά τις εόρτιες αναμνήσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων). Αυτό το «μυστήριο» μαρτυρείται έντονα στη ζωή του μακαριστού Γέροντος. Η θεολογία του περί της Θείας Λατρεί­ας ήταν ένα ανέκφραστο Μυστήριο, ένας οδοδείκτης στην πορεία της σύγχρονης λειτουργικής θεολογίας, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις (δηλαδή σε ορισμένους θεολόγους) λησμονεί ότι μελετά το χώρο όπου κατ’ εξοχήν απαιτούνται τα προαναφερθέντα από τον άγιο Γρηγόριο στοιχεία.

ζ) Περιοριζόμενοι από τα χρονικά πλαίσια και, έτσι, βαίνοντες προς το τέλος των επισημάνσεων περί της λειτουργικής ζωής του Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού αισθανόμαστε την ανάγκη να προσθέσουμε μία ακόμη αλήθεια: ότι ο Γέροντας αποτελεί τη συνέχεια της κολλυβαδικής λειτουργικής παραδόσεως, εκείνης η οποία ανέδειξε μεγάλους θεο­λόγους της Θείας Λατρείας στα πρόσωπα των αγίων Νικοδήμου τού Αγιορείτου, Αθανασίου του Παρίου και Μακαρίου Νοταρά. Από την παράδοση αυτή πηγάζει το λειτουργικό του βίωμα και η αποφατική λειτουργική του θεολογία.

Ας δοξάσουμε τον δωρεοδότη Κύριο, διότι δεν άφησε απαράκλητους εμάς, τους συγχρόνους Χριστιανούς και θεολόγους. Διότι δεν επέτρεψε να πλανηθούμε (περί πλάνης πρόκειται) σε μία ανθρωποκεντρική αντίληψη περί λειτουργικής αλλά και ευρύτερης θεολογίας.

Η Θεία Λατρεία και η λειτουργική ζωή των Ορθοδόξων Χριστιανών αποτελεί και στις μέρες μας αντικείμενο μελετών και θεολογικών αναλύσεων. Εύχου, λοιπόν, και για εμάς, μακαριστέ Γέροντα, ίνα σχώμεν Χάριν, έλεος και φωτισμόν παρά Θεού.

Υποσημειώσεις

11. Βλ. Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής σ. 106-107.
12. Περί δόγματος και καταστάσεως επισκόπων 3, 11. ΒΕΠΕΣ 59.1979. σ. 147.35-39.

 

(Πρακτικά Διορθοδόξων Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Άγιον Όρος- Φιλοκαλική Εμπειρία. Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου  Άγιον Όρος 2007. σσ. 355-362)