Προς μια φιλοσοφία της συντήρησης…(β΄μέρος)

27 Αυγούστου 2020

2. Συντήρηση, προς μια οντολογία της φιλοσοφίας

Από τα προηγούμενα προκύπτουν ανοικτές διερωτήσεις, οι οποίες συνάγονται σε μια συζήτηση για την αισθητική πρόταση της συντήρησης και τα επιμέρους ζητήματα, όπως αυτά συνυφαίνονται με την πολιτιστική πρόταση στο εκάστοτε ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο. Πρόκειται για μια πρόταση, η οποία συναντάται με τη φιλοσοφική σκέψη της κάθε εποχής, αφού η αισθητική της τέχνης αποτέλεσε οικεία φόρμα μιας υπαρξιακής συνθήκης στον διάλογο της φιλοσοφίας. Στην παρούσα συζήτηση θα εστιάσουμε τη σκέψη μας στη νεωτερική φιλοσοφία, προκειμένου να εξετάσουμε την ερμηνευτική της συντήρησης[1] κατά τους νέους χρόνους.

 Ειδικότερα, το φιλοσοφικό νεωτερίζειν από τον 19ο αιώνα και μετά διαμορφώνει ένα σκεπτέο σχήμα, που καταγγέλλει διαρκώς το χάσμα μεταξύ επιστήμης και θεωρίας. Ο μετακαντιανός γερμανικός ιδεαλισμός θεμελίωσε μια αυτονόμηση του ανθρώπου στο πλαίσιο μιας καθαρής και απολυτοποιημένης συνείδησης. Αυτός ο φιλοσοφικός μοντερνισμός διαχέεται στο σύγχρονο θεωρείν, διαμορφώνοντας τους όρους του εντός μιας μεταπαραδοσιακής αντίληψης. Σε αυτό το πλαίσιο οι επιμέρους παρεκκλίσεις του θεωρητικού λόγου θα βεβαιώσουν, μεν, από τη μια, τη ματαίωση του σχεδίου[2], όπως το συνέλαβε η νεωτερικότητα[3], θα δηλώσουν, όμως, από την άλλη, τον εγκλεισμό του εαυτού στην καρτεσιανή ratio[4]. Εκεί ο εαυτός θα απομακρυνθεί από τις διακινδυνεύσεις του, φράζοντας την πόρτα στο βίωμα. Σε αυτήν την απαράστατη θεωρία θα συνδράμει και η καντιανή Κριτική με την υπερβατολογικότητα της σκέψης να σημαδεύει “το τρίγωνο κριτική-θετικισμός-μεταφυσική”[5] χωρίς, όμως, να το πετυχαίνει. Η μετατόπιση από το μάτι στη γλώσσα, προκειμένου (ο παρατηρητής) να διεξαγάγει μια απελευθερωμένη διεργασία της νοητής εποπτείας, δεν εγγυάται, πάραυτα, την εμπειρική πρόσληψη του αντικειμένου.

Σε αυτό το κατώφλι της μοντέρνας σύλληψης του λόγου υπερβαίνεται η παραστασιακή αντίληψή του, δίνοντας τη σκυτάλη σε όσα δε βλέπει το μάτι[6]. Αυτές οι θεωρησιακές ενατενίσεις θα κλείσουν το μάτι στις ανοιχτές βλέψεις του απρόβλεπτου καταγράφοντας τις παρεκκλίσεις-παραβιάσεις του θεωρείν και του πράττειν ως μια εξελικτική πορεία των ορίων του λόγου. Σε αυτά τα όρια αναμετράται ο homo faber ανακαλύπτοντας την ελευθερία υπό το εγχείρημα μιας αποφενάκισης των ίδιων των ορίων. Πώς μπορούμε, όμως, να απομακρυνθούμε από τις διεκδικήσεις της ιστορικοκοινωνικής αναγκαιότητας, θέτοντας νέους όρους κριτικής;

Η αλήθεια, υπό την οποία διαλέγεται η τέχνη, επινοεί διαρκώς καλλιτεχνικές δημιουργίες, οι οποίες δεν υπαγορεύονται από την όποια εξουσία αλλά από την υπερβατική συνείδηση που γδύνεται από τις θεωρητικές αμφιέσεις της μοντερνικότητας[7], προκαλώντας ρωγματώσεις και αυτής ακόμα της άρνησης. Εκεί σε αυτές τις λεωφόρους συναντιέται η φιλοσοφία και η τέχνη ειρωνευόμενες κάθε φορά τις αντισταθμίσεις μιας ιστορικοκριτικής οντολογίας. Ποιος είναι όμως ο παρατηρητής της νεωτερικής εποχής και με ποια μάτια παρατηρεί ένα έργο τέχνης;

Πρόκειται για ένα ανδρείκελο που φορά τη μάσκα που του φόρεσαν οι αφαιρέσεις που υπέστη κατά την ανένδοτη κυριαρχία του πάνω στη φύση. Σε αυτά τα προγράμματα χειραφετημένης δράσης του Υποκειμένου ο αποκλειστικός λόγος μιας θετικιστικής διανόησης ταυτίζεται με τον κόσμο σε μια αντικειμενική ορίζουσα, η οποία θεραπεύει τις ναρκισσιστικές βλέψεις του. Η λογική της οργάνωσης και του ελέγχου του διαφωτιστικού προγράμματος δεν αφήνουν περιθώρια υπέρβασης του ατομισμού[8], αφού δεν υπάρχουν ούτε καν εκείνα τα θεωρητικά διάκενα, που θα του έδιναν μια ανάσα έξω από τη γούβα που σκάφτηκε για να διαφυλάξει την αλαζονεία της σκέψης και της διανοητικής έκστασης.

 Ο παρατηρητής, άρα, ορέγεται έναν στοχαστικό λόγο που μετρά, κάθε φορά, τα αδιάβλητα σημεία του συστήματος αναφοράς του, προσπαθώντας, όμως, να κρύψει τον ίδιο του τον εαυτό από αυτό το σύστημα, που ο ίδιος όρισε διά των επικυρώσεων της λογικής του. Σε αυτή τη διεργασία του φιλοσοφικού νεωτερίζειν δεν μένει πια χώρος για τις δράσεις του πολιτικού πράττειν. αναζητείται εναγωνίως η αναστοχαστική διάσταση στις καλλιτεχνικές εκφράσεις μιας τέχνης, που φαίνεται να απαντά στις ιδεαλιστικές όψεις του αποδομιτισμού.

Σε αυτές τις ακρώρειες των αψεγάδιαστων μορφοποιήσεων του καλλιτεχνικού υλικού[9] παραμένει άγνωστη πόλη το τραγικό και η σιωπή, άλλοτε καταπίνοντας και άλλοτε εξεμώντας τις διαιρετικές ουλές του διχασμένου Υποκειμένου. Αυτό το Υποκείμενο βρίσκεται σε μια διαρκή διεργασία με  την αναφορικότητά του, κόβοντας και τις τελευταίες χορδές της συνείδησής του.

Και ο διαμελισμός ακόμα και αυτής της σκέψης θα διατρανώνει κάθε φορά τον εγκλεισμό του εαυτού σε έναν ατελέσφορο αγώνα συγκόλλησης των κομματιών του, συνιστώντας πάντα την πλέον καθαρή υποκειμενικότητα ως την απισχνασμένη κόλλα, που θα κρατήσει για ακόμα λίγο χρόνο μέχρι να διαλυθεί και αυτή υπό το άγος του τίποτα[10]. Μάταια θα συναχθούν εκείνες οι σχηματικές εικόνες, που θα αναπαραστούν τις δυνατές εμπειρίες στα όρια της γνωστικής διαδικασίας του λόγου.

Από τις εικόνες του νοός παραδιδόμαστε στις αισθητηριακές εμπειρίες, αντλώντας τη γνώση από τις ψυχικές εικόνες που καθρεφτίζουν το ά-λογο στις χώρες της έκφρασής του[11]. Εκεί θα γεννηθεί και η στοχαστική τέχνη συγχρωτίζοντας τη φιλοσοφία και την επιστήμη στο βαθμό που αυτές θα διεισδύσουν στο ασυνείδητο, προσκαλώντας την ψυχανάλυση στο τραπέζι της αναζήτησης του εαυτού. Σε αυτές τις ροές θα αποκαλύπτονται οι μορφοποιήσεις της φαντασίας[12],  σχηματοποιώντας το καλλιτέχνημα εντός μιας αισθητικής συνομιλίας με την τέχνη. Εκεί, στις οδούς των ακατέργαστων ανακτήσεων του ασυνειδήτου θα εγκλωβιστεί, για ακόμα μια φορά, ο εαυτός στις κατατονικές ιδιωτείες του. Η καθαρή αφαίρεση θα απομακρυνθεί ακόμα και από τις θεωρητικές διασαφηνίσεις της αλλοίωσης, σκάβοντας ακόμα περισσότερο το οντολογικό βάθος.

Το μόνο που θα απομείνει δεν είναι οι αναζητήσεις μας για το άρρητο, αλλά η πλήρωση του υπαρξιακού κενού μας, που θα διεμβολίζεται διαρκώς από τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες μας. Αυτές εκτοπίζουν τον δονκιχωτισμό μας, ακυρώνοντας τον τόπο της ύπαρξής μας και αποδομώντας τη θέληση για βούληση. Η ύπαρξη, τελικά, εμμένοντας στανικά στις αφηγήσεις των επεισοδίων, θα επινοεί μάταια την αναζήτηση του ωραίου. Αυτή η ανέστια ύπαρξη θα αναζητά πάντα εκείνα τα τεχνάσματα της τέχνης, προσπαθώντας να βιώσει, έστω και συμβολικά, κάτι από το υπεραισθητικό νόημά της.

 

Συζήτηση

Η μέχρι τούδε προσέγγιση του θέματος προέβαλλε έναν διάλογο αισθητικής και φιλοσοφίας, διαμορφώνοντας μια πολιτιστική έκφραση της συντήρησης, έχοντας ως κοινή συνισταμένη τον εαυτό, όπως αυτός προβλήθηκε κατά το πνεύμα της νεωτερικότητας. Αυτός ο διάλογος εκφράζει μια όψη της πολιτιστικής διαδρομής του ανθρώπου στην ιστορία. Πρόκειται για μια ανθρωπολογική έκφραση[13], αφού τα πολιτιστικά εγχειρήματα, τα οποία διατηρούνται από τη συντήρηση, προβάλλουν την ιστορική συνθήκη της υπόστασής της. Αυτή η ανθρωπολογία συντείνει στο να ιστορεί, κάθε φορά, τη μνημειακή αποτύπωση αλλά και τις αισθητικές όψεις της εποχής, συζητώντας τις ερμηνευτικές παραδοχές της.

Παραδοχές, υπομνήματα, οδηγίες, ορισμοί, αισθητικές αξίες, συζητήσεις, μεθοδολογίες, κριτήρια, εφαρμογές…όλα απεργάζονται τους όρους μιας ανθρωπολογίας, που αφήνει πάντα τα ίχνη της στον καμβά της ιστορίας. Σε αυτόν τον καμβά θα υφαίνεται, κάθε φορά, η μαρτυρία του εαυτού, στο βαθμό που θα διαλέγεται με το έργο τέχνης. Σε αυτή τη χάρτα θα ασκούνται οι αισθητικές κλίσεις μιας αρέσκειας[14] κατά το εκάστοτε πνεύμα του πολιτιστικού κεφαλαίου, καταγράφοντας τον ιστορικισμό αυτής καθ’ αυτής της αρέσκειας.

Ειδικότερα, η τέχνη της συντήρησης απέσπασε τον τόπο της όχι μόνο στο χώρο της αισθητικής αλλά και στον χώρο της φιλοσοφίας, δημιουργώντας μια σειρά συναντήσεων με τα συμβάντα της υπαρξιακής πρότασης. Δεν πρόκειται για μια θεωρητική πρόσδεση στο άρμα μιας τεχνικής προσέγγισης και μόνο, αλλά για την πρακτική υπεράσπιση της φιλοσοφίας, στο μέτρο που, κάθε φορά, λαμβάνονται εκείνες οι στρατηγικές, οι οποίες θα προστατεύουν την κληρονομιά μας[15]. Η υιοθέτηση μιας μεθοδολογίας, δηλαδή, προκειμένου να συντηρηθεί ένα έργο τέχνης δεν ακουμπά μόνο στο λόγο μιας θεωρησιακής προβληματοποίησης, αλλά και στην επιθυμία του συντηρητή να κατανοήσει τα θέματα που συναρτώνται με τη φιλοσοφία της συντήρησης[16]. Πρόκειται για εκείνο το ιδιοσύστατο περιβάλλον, το οποίο διαλέγεται διαρκώς με τους όρους της προβολής του εαυτού στον ιστορικισμό των αισθητικών αξιών[17]. Η συζήτηση αυτής της προβολής εκφράζει και τις συνειδησιακές αναζητήσεις του Υποκειμένου[18], αναδεικνύοντας τη συνάντηση με τα συμφραζόμενα της ιστορίας του.

Από τα ανωτέρω δεν συνάγονται βεβαιωμένες αποδεικτικές μιας φιλοσοφικής ρήτρας, που θα βεβαιώνει αξιωματικά το λόγο, αλλά η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από τους όρους της ύπαρξής μας. Και αυτή η αλήθεια κοινωνεί τη χώρα της τέχνης, εκεί όπου ο χρόνος βεβαιώνει το αιώνιο παρόν[19], καθιστώντας το κοίταγμά ένα μετέωρο απείκασμα μιας στιγμής, το οποίο υπερθεματίζει ως προς τη “φυσική μοναξιά”[20] μας. Δεν υπάρχουν, δηλαδή, προδιαγεγραμμένες απαντήσεις για την οντολογία[21] των έργων τέχνης. Υπάρχει, όμως, ο λόγος του εαυτού που άλλοτε συναντιέται και άλλοτε όχι με τα ιστορικά συμφραζόμενα, τα οποία υπηρετεί. Πρόκειται για  την αβεβαιότητα της ανοιχτής γραφής, που θα αποσιωπά το ίχνος της κάθε φορά που γίνεται αντιληπτή, ρευστοποιώντας ακόμα και την ίδρυσή της…

Βιβλιογραφία

Ελληνόγλωσση

 Αξελός Κ., Γράμματα σ’ ένα νέο στοχαστή, μετάφραση από τα γαλλικά Μ. Παπαδήμα, εκδόσεις Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 1997.

Βέλτσος Γ., “«Juger le tres Moderne»: Μια «αισθητική κρίση» της μεταμοντέρνας συνθήκης : η μη κοινωνιολογία”, Μοντέρνο και μεταμοντέρνο, εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 1988.

Δεληγιώργη Αλ., Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007.

Δεληγιώργη Αλ., Καιρός. Σύγχρονοι προβληματισμοί για έναν καλύτερο κόσμο, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2008.

 

Bachelard G., Η εποπτεία της στιγμής, μετάφραση από τα γαλλικά Παπαγιώργης Κ., εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997.

Baudrillard J., Η έκσταση της επικοινωνίας, μετάφραση από τα γαλλικά Β. Αθανασόπουλου, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.

Brandi C., Θεωρία της συντήρησης, μετάφραση από τα ιταλικά, επιμέλεια Γαβριηλίδη Ή., εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2001.

 Foucault Μ., Οι λέξεις και τα πράγματα : μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1986.

Guérin M. , Τι είναι έργο;, μετάφραση από τα γαλλικά Μπιτσιώρης Β., εκδόσεις βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1994.

 

Ξενόγλωσση

Bruner E., “Abraham Lincoln as Authentic Reproduction: A Critique of Postmodernism”, American Anthropologist, 96  2(1994), 397-415.

Carl P., “Renovatio and the Howling Void. The Matteson Library”, Delayed space Work of Homa Fardjada and Mohsen Mostafavi, eds. Homa F., Mohsen M., εκδόσεις Princeton Architectural Press, Νέα Υόρκη 1994.

Dilworth J., “The Fictionality of Plays”, The Journal of Aesthetics and Art Criticism,  60(2002),  263-273.

Dilworth J., “A Representation theory of Artefacts and Artworks”, British Journal of Aesthetics, 41(2001), 353-370.

Fairclough G., “21th century lifestyles: landscape, heritage and urban identity”, the safeguard  of cultural heritage, a challenge from the past or the Europe of tomorrow, ed. Fioravanti M., Mecca S., Φλωρεντία 2011, 50-53.

Gadamer H., Truth and method, μετάφραη από τα γερμανικά Weinsheimer J., Marshall G., εκδόσεις Sheed and Ward, Λονδίνο 1989.

Golaszewska M., “Ars in Cruno – an outline of Problems”, Philosophica, 38(1986), 131-142.

Golaszewska M., “Artistic and Aesthetic Values in the Axiological Situation”, Philosophica, 36(1985), 25-42.

Gotaszewska M., “Aesthetics as a Game Theory Art and Anti-art Aesthetics and Anti-esthetics” Philosophica, 30(1982), 29-46.

Handler R., “Authenticity”, Anthropology Today, 2(1986), 2–4.

Ingold T., “Materials against materiality”, Archaeological Dialogues, 14(2007), 1-16.

Keck C., “History and Philosophy of Conservation”, Bulletin of the American Group. International Institute for Conservation of Historic and Artistic Works, 5(1964), 1-3.

Lindholm Ch., Culture and Authenticity, εκδόσεις Blackwell, Οξφόρδη 2008.

Liszewska W., “Aesthetics and Principles of Paper and Book Conservation-Restoration”, New Approaches to Book and Paper ConservationRestoration, eds. P. Engel, J. Schirò, R. Larsen, E. Moussakova and I. Kecskemét, εκδόσεις Verlag Berger, Βιέννη 2011, 441–455.

Malkogeorgou T., “Folding, stitching, turning: putting conservation into perspective”, Journal of Material Culture, 16(2011), 441–455.

Mattick P., Art in its Time. Theories and Practices of Modern Aesthetics, εκδόσεις Routledge, Λονδίνο 2003.

Philippot P., “Historic Presentation: Philosophy, Criteria, Guidelines, ΙΙ”, Preservation and Conservation: Principles and Practices, Proceedings of the North American International Regional Conference, D.C.: Preservation Press, Ουάσιγκτον 1976, 358-363.

Philippot P., “Historic Presentation: Philosophy, Criteria, Guidelines, I”, Historical and Philosophical Issues in the Conservation of Cultural Heritage, Readings in Conservation, Los Angeles, Getty Conservation Institute’s, 1996, 268-274.

Price N., Talley M., Vaccaro A., “Historical and Philosophical Issues in the Conservation of Cultural Heritage”, Studies in Conservation, 42(1997), 253-255.

Pye E., Caring for the Past: Issues in Conservation for Archaeology and Museums,  εκδόσεις James and James Λονδίνο  2001.

Sagoff M., “On Restoring and Reproducing Art”, The Journal of Philosophy,  75(1978),  453-470.

Siân J., “Negotiating Authentic Objects and Authentic Selves”, Journal of Material Culture, (15)2010, 181-203.

Schädler-Saub U., “New Approaches to Book and Paper Conservation ‑ Restoration Theoretical Fundamentals in the Conservation and Restoration of Books: How Helpful are the  Theories of Alois Riegl and  Cesare Brandi in Practice?”, ed. Engel P., Schirò J., Larsen R., Moussakova E. and Kecskeméti I., Schädler-Saub U., Verlag Berger, Βιέννη 2011, 13-44.

Starn R., “Authenticity and historic preservation: towards an authentic history”, History of the Human Sciences, 15(2002), 1-16.

Thomasson A., “Debates about the Ontology of Art: What are We Doing Here?”, Philosophy Compass, 1/3(2006), 245–255.

Thomasson A., “The Ontology of Art and Knowledge in Aesthetics”, The Journal of Aesthetics and Art Criticism, 63(2005), 221-229.

Tilley C., “Objectification”. The Handbook of Material Culture, Tilley C. et al. eds. Sage, Λονδίνο 2006, 60-73.

Tomaszewski A., “Towards a pluralistic philosophy of conservation”, Estrategias relativas al patrimonio cultural mundial. La salvaguarda en un mundo globalizado. Principios, practicas y perspectivas”, 13th ICOMOS General Assembly and Scientific Symposium. Actas. Comité Nacional Español del ICOMOS, Μαδρίτη 2002, 212-215.

Wolterstorff  N., “Toward an Ontology of Art Works”, Noûs, 9(1975), 115-142.

Worthing D., Dann N., “Approaches to the repair of traditional timber-framed buildings: the application of conservation philosophy into practice”, Structural Survey, 18(2000), 136-147.

Young J., Heidegger’s Philosophy of Art, Cambridge University Press, Η. Β. 2001.

Vandenabeele B., “Aesthetic Solidarity «After» Kant and Lyotard”, Journal of Aesthetic Education, 42(2008), 17-30.


[1]. Η συντήρηση ενός μνημείου ή ενός έργου τέχνης διαμορφώνει κάθε φορά ένα χώρο σκέψης, που θα στηριχθεί σε βιβλιογραφικά κριτήρια αλλά και στις εκάστοτε περιβαλλοντολογικές  συνθήκες του διάκεινται. Κάθε φορά, λοιπόν, ο συντηρητής έρχεται αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, προκειμένου να αποφασίσει για τον τρόπο συντήρησης ενός έργου. Αυτή η υπαρξιακή διεργασία δεν υπακούει μόνο στις χάρτες μιας ακολουθίας ή ενός υλικού και μόνο, αφού το κάθε μνημείο έχει τη δική του ταυτότητα. Η εκάστοτε παρέμβαση του συντηρητή διαλέγεται και  με την αισθητική, που αυτός μεταφέρει διαμορφώνοντας κάθε φορά μια πράξη πολιτισμού. Αυτές οι πράξεις πολιτισμού δεν επαφίενται στους κανόνες μιας χάρτας, αλλά και στη συνειδησιακή παράσταση-εγγραφή του συντηρητή, που θα  διαμορφώσει έναν άτυπο διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό. Ποια είναι, λοιπόν, τα μάτια του συντηρητή;

[2]. Μ. Foucault, Οι λέξεις και τα πράγματα: μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1986, σ. 306. Πρβλ. Αλ. Δεληγιώργη, Ο μοντερνισμός στη σύγχρονη φιλοσοφία. Η αναζήτηση της χαμένης ενότητας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2007, σσ. 248-9.

[3]. Η σύλληψη αφορά τη σύνθεση της αυτοθεμελιωμένης επιστημικότητας με την καντιανή υπερβατολογικότητα, προκειμένου να θεμελιωθεί μια δογματική μεταφυσική, διαχεόμενη στο εμπειρικό και ταυτόχρονα υπερβατικό πνεύμα.

[4]. Η ορθολογική σκέψη με τα εργαλεία της θετικότητας και των διεργασιών του λόγου (τους υπολογισμούς και τις μετρήσεις μιας δομιστικής αντίληψης) δεν αφήνει περιθώρια στο τυχαίο και στην ποιητικότητα, προκειμένου να διερευνήσουν τον στοχαστικό λόγο, αφού τα διαλεκτικά σχήματα του νεωτερισμού επισείουν την προσοχή μας στις τυπικές ταυτότητες των πραγμάτων.

[5]. Μ. Foucault, Οι λέξεις και τα πράγματα: μια αρχαιολογία των επιστημών του ανθρώπου, όπ. αν., σ. 341.

[6]. J. Baudrillard, Η έκσταση της επικοινωνίας, μετάφραση από τα γαλλικά Β. Αθανασόπουλου, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991, σ. 20.

[7]. T. Malkogeorgou, “Folding, stitching, turning: putting conservation into perspective”, ό.αν., σ. 445:“Understood differently by each reader, modernity then remains incomplete and dispersed into a multitude of fragments with the intentionality of destruction and creation in itself, and for itself”.

[8]. Κ. Αξελός, Γράμματα σ’ ένα νέο στοχαστή, μετάφραση από τα γαλλικά Μ. Παπαδήμα, εκδόσεις Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 1997, σ. 21:“Δεν είναι πλέον δυνατόν να αρπαζόμαστε από τη θέση της κυρίαρχης υποκειμενικότητας, της αυτοσυνείδησης, η οποία είναι εν μέρει πραγματική, και ούτε είναι δυνατόν να γυρίσουμε πίσω”.

[9]. T. Ingold, “Materials against materiality”, Archaeological Dialogues, 14(2007), σσ. 3 κ.ε.

[10]. Αλ. Δεληγιώργη, Καιρός. Σύγχρονοι προβληματισμοί για έναν καλύτερο κόσμο, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2008,  σ. 68:“Ο προβληματισμός γύρω από την αισθητική έχει οριακό χαρακτήρα, εφόσον, στην μεταμοντέρνα εποχή, όλα αναμετρούνται ή μπορούν να αναμετρηθούν μ’ ένα όριο. Μόνο που το όριο, τώρα, δεν είναι το παν, το όλον, το αληθές, το ωραίο ή το υψηλό, αλλά το τίποτα που παίρνει την θέση τους”.

[11]. B. Vandenabeele, “Aesthetic Solidarity «After» Kant and Lyotard”, Journal of Aesthetic Education, 42(2008), σ. 28:“Lyotard often argues that true, authentic being-together does not exist empirically and can only be claimed in and through aesthetic reflection, «as a dream of the old child awakening and destroying it on awakening,» and only founded on some supersensible substrate or a transcendental unison of the faculties”.

[12]. J. Dilworth, “The Fictionality of Plays”, The Journal of Aesthetics and Art Criticism,  60(2002),  σ. 268:“…that  differing  interpretations  of an artwork  either  involve the postulation  of different fictional worlds or differing  opinions about the  contents  of a single  fictional  world”.

[13]. C. Tilley, “Objectification”, The Handbook of Material Culture, Tilley C. et al. (eds), εκδόσεις Sage, London 2006, σ. 61.

[14]. M. Sagoff, “On Restoring and Reproducing Art”, The Journal of Philosophy,  75(1978), σ. 464:“Diotima  tells Socrates  in  the Symposium  that we  love and desire to possess a thing because we  expect  that  its  possession will  make  us  happy. We  appreciate  the  characteristics of  a  thing  for  our  enjoyment  of  them; appreciation  never extends  to  the  thing  itself”.

[15]. D. Worthing, N. Dann, “Approaches to the repair of traditional timber-framed buildings: the application of conservation philosophy into practice”, Structural Survey, 18(2000), σ. 136:“When making decisions about how to conserve individual buildings, it would seem axiomatic that “conservation philosophy” should provide a clear frame work for developing strategies for conservation”.

[16]. D. Worthing, N. Dann, “Approaches to the repair of traditional timber-framed buildings: the application of conservation philosophy into practice”, ό. αν., σ. 136:“The methodology chosen reflects the authors’ desire to understand the qualitative themes and issues related to the implementation of conservation philosophy…”.

[17]. M. Golaszewska, “Artistic and Aesthetic Values in the Axiological Situation”, Philosophica, 36(1985), σ. 25:“The system of values is influenced by the world, because events and changes in the world, as well as events and changes in human culture, cause the emergence of new values and the disappearance of others. Yet this appearance and disappearance do not happen automatically, but because of the behaviour of man as a free and conscious being able to reflect on himself, and to act and to carry his intentions through to a final result”.

[18]. F. Meraz, “Conservation Philosophy: Cesare Brandi and the Place and Time of Human Existence”, Cultural Role of Architecture Conference, University of Lincoln, σ. 1:“A painting, a sculpture, a poem, a novel, a play, a work of art in general seems to have its existential point of departure in its material manifestation to the senses and to certain kind of consciousness”.

[19]. Πρόκειται για την χαιντεγγερινή απομάκρυνση από εκείνα τα προτάγματα, τα οποία νοηματοδοτούν το Είναι του ανθρώπου. Η πρόταση για το καθαρό Είναι προβάλλει το αρχέγονο Είναι μέσα από τη λειτουργία των εννοιών και των παραστάσεων, καθιστώντας τον χρόνο πάντα πρωτύτερο.

[20]. G. Bachelard, Η εποπτεία της στιγμής, μετάφραση από τα γαλλικά Κ. Παπαγιώργης, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997, σ. 91

[21]. Για το πλαίσιο και τους όρους αυτής της οντολογίας βλ. A. Thomasson, “Debates about the Ontology of Art: What are We Doing Here?”, Philosophy Compass, 1/3(2006), σ. 249:“As a result to determine the ontological status of works of art of these kinds, we must analyze the practices involved in talking about and dealing with works of these kinds and see what ontological kind(s) they establish as the proper referents for the terms”. Πρβλ. N. Wolterstorff, “Toward an Ontology of Art Works”, Noûs, 9(1975), σσ. 126 κ.ε. Πρβλ. A.Thomasson, “The Ontology of Art and Knowledge in Aesthetics”, The Journal of Aesthetics and Art Criticism, 63(2005), σσ. 223 κ.ε.