Τι του έκανε η Παναγία αυτού που έκλεψε το αρνί από το μετόχι;

14 Αυγούστου 2020

Η θαυματουργός εικόνα, «Παναγία της Τρύγης», του Μετοχίου της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας στο Προπούλι της Λήμνου.

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Κάποτε αποφάσισαν τρεις να πάνε ένα βράδυ να κλέψουν τρία πρόβατα από το μανδρί του μετοχίου [το μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας στο Προπούλι Λήμνου ], το οποίο είχε πολλά πρόβατα και βοσκούς. Αυτοί [οι βοσκοί] για να διευκολύνονται είχαν και τα δικά τους λίγα προβατάκια.

Καθώς οι κλέφτες φοβούνταν την Παναγία, αποφάσισαν να κλέψουν από τα πρόβατα των βοσκών. Ο ένας κλέφτης μπήκε στο μανδρί και οι άλλοι δύο έμειναν έξω να «κρατούν τσίλιες».

Αργούσε όμως να τους δώσει τα πρόβατα, επειδή έψαχνε να βρει τα πιο παχιά. Οι άλλοι του φώναζαν να προσέξει μην πάρει του μετοχίου, της Παναγίας.

Τελικά οι κλέφτες πήραν τρία, αλλά το ένα από τα κλεμμένα πρόβατα είχε επάνω του το σημάδι του μετοχίου και οι άλλοι κλέφτες του είπαν να το γυρίσει πίσω, επειδή είχαν ακούσει πολλές ιστορίες για τα βακούφικα (= ιερά) πρόβατα και φοβούνταν. Εκείνος τότε τους είπε:
– Αν εσείς φοβάστε, πάρτε τα άλλα δύο και αυτό το παίρνω εγώ, όπως και έγινε.

Την άλλη μέρα, Κυριακή, έσφαξαν τα πρόβατα και τα πούλησαν. Ο κλέφτης που είχε πάρει το πρόβατο της Παναγίας έδωσε ένα κομμάτι στη γυναίκα του για να το μαγειρεύσει και το υπόλοιπο το πούλησε. Το μεσημέρι που γύρισε στο σπίτι ήταν αδιάθετος, και δεν έφαγε, αλλά ξάπλωσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.

Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα του δωματίου και μπήκε μέσα μία γυναίκα με λευκό χιτώνα και τσεμπέρι στο κεφάλι. Στο χέρι κρατούσε μαστίγιο. Εκείνος ξύπνησε και την κοίταζε. Εκείνη τον ρώτησε αυστηρά:
– Πώς τόλμησες να πάρεις το δικό μου πρόβατο; και άρχισε να τον κτυπά με το μαστίγιο.

Αυτός πόνεσε πολύ και άρχισε να φωνάζει. Από τις φωνές μαζεύτηκε όλη η γειτονιά ανήσυχη.
– Έκλεψα πρόβατο της Θεοτόκου, και μία γυναίκα με έδειρε με το μαστίγιο, φώναζε.

Έστειλε εκείνη την ώρα τη γυναίκα του στο μετόχι να ρωτήσει τους πατέρες τι ήθελαν ως αντάλλαγμα για το κλεμμένο πρόβατο. «Να τους δώσω το καλύτερο πρόβατο που έχω», έλεγε «ή να τους δώσω λεφτά όσα εκτιμήσουν ό,τι αξίζει»;

Οι μοναχοί όμως δεν δέχθηκαν την προσφορά του. Το βράδυ, να σου πάλι η γυναίκα με το μαστίγιο. Του δίνει ακόμη ένα χέρι ξύλο. Εκείνος πάλι φώναζε, ξανά μαζεύτηκε η γειτονιά· το έμαθε όλο το νησί.

Πού να τολμήσουν να ξανακλέψουν!

Από τότε μάλιστα, και όταν τους έπαιρναν για παγκοινιά -δύο ή τρεις ημέρες τους καλούσε για ευλογία το μετόχι να οργώσουν, να κουβαλήσουν ξύλα ή να κάνουν άλλες εργασίες εθελοντικά-, σαν τελείωναν την δουλειά τους το βράδυ, πριν φύγουν στα σπίτια τους, έβγαζαν τα τσαρούχια τους και τα τίναζαν στην αυλή, λέγοντας «ούτε το χώμα της Παναγίας μας να πάρουμε μαζί μας, για να μην βρούμε το μπελά μας από την Θεοτόκο».

 

Από το κείμενο του Μοναχού Κοσμά Σιμωνοπετρίτη «Τα αγιορειτικά μετόχια στη Λήμνο», (2ο μέρος) όπως δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα «Πεμπτουσία» http://www.pemptousia.gr/?p=113668.