«Της Πλάκας το Γεφύρι»

18 Αυγούστου 2020

Ὁ Ἄραχθος κι ὁ Μάστορας καί τ’ ὄμορφο Γεφύρι
κουβέντα στήσανε οἱ τρεῖς στή διάπλατη καμάρα,
– ναί, τήν ψηλοπερήφανη καί καλοστοιχειωμένη
καί σ’ ὅλα τά Βαλκάνια τρανότερη ἀπ’ τίς ἄλλες.

Κλώθει γιά λίγο τή ροή του ὁ Ἄραχθος καί κρένει· 5
«Τί νά σέ πῶ, γιοφύρι μου, πῶς νά σ’ ὀνοματίσω;
παιδί καί ἀρχοντόπουλο, ἀδέρφι διδυμάρι,
ἀγγόνι καί δισέγγονο ἢ κι ὥριο τρισαγγόνι
τόσ’ ὅμοιο κι ἀπαράλλαχτο, ἴδιος ὁ προπαπποῦς σου!;»

Σείσθηκε κι ἀνασήκωσε μιά ἀνάσα τήν κορφή του, 10
ἴσια δυό λόγια γιά νά πεῖ κι ἴσια νά καμαρώσει
μ’ αὐτή τή χάρη τήν κομψή, τό νιούτσικο γεφύρι.
«Νά λές μονάχα ὅπως κυλᾶς: τῆς Πλάκας τό Γεφύρι!
τήν ἄνοιξη μέ τά νερά τά γάργαρα καί κρῦα
καί τόν χειμῶνα πού θαρρεῖς μέ τίς κατεβασιές σου 15
θά μέ τραντάξεις σάν στοιχειό καί θά μέ ξερριζώσεις!
Πόσες φορές μέ φοβερές βοές δέν μ’ ἔχεις ζώσει!
Καί μπόρεσες γιά μιά φορά νά μέ ταρακουνήσεις,
νά μέ γκρεμίσεις φθονερά, τίς πέτρες μου νά πάρεις,
τίς ὀμορφοπελέκητες ἀπό τούς μαθητάδες 20
κι ἀπό τοῦ πρωτομάστορα τοῦ Μπέκα τό κοπίδι …
–ν’ ἀναστενάξω γιά νά βγεῖ τῶν σωθικῶν μου ὁ πόνος–.
Μά τό ’νοιωσες πώς ἔχασες κι ἐσύ τήν ὀμορφιά σου
σ’ αὐτό ἐδῶ τό πέρασμα ἀπ’ τό φαράγγι ὡς βγαίνεις,
κι ἡμέρεψες τοῦ λόγου σου, ποτάμι μου, Ἄραχθέ μου, 25
πού ὅλη τήν Ἤπειρο κεντᾶς στό πέλαγο νά φτάσεις.
Τέσσερα πέντε χρόνια πιά περνᾶς κι ὀμορφοκρένεις
στίς ρίζες μου, στίς δυύ μεριές, νά ξαναζωντανέψουν!
Καί ξύπνησαν οἱ παλαιακές οἱ μνῆμες κι οἱ ἱστορίες,
καί  δάσκαλοι συνάχτηκαν καί μαθητές χτιστάδες, 30

πού μιά τή μιά τίς διάλεξαν τίς πέτρες πού λαλᾶνε,
–θαρρεῖς καί σιγοτραγουδοῦν καθώς τίς πελεκᾶνε–,
τριακόσιοι θά ’ταν; πλειότεροι; καί μέ περίσσει’ ἀγάπη
πέτρα τήν πέτρα μ’ ἔχτισαν καί μ’ ὄρθωσαν καί πάλι.
Κι εἶμαι τό δαχτυλίδι σου τό πιό ’μορφο ἀπό τ’ ἄλλα! 35
στό μεσιακό σου δάχτυλο, περήφανε Ἄραχθέ μου.
Νά ’χεις νερό νά ροβολᾶς, νά ’χεις λαλιά νά κρένεις
καί μέ τιμή νά μοῦ μιλᾶς, κι ἐγώ ν’ ἀναγαλλιάζω!»

Κρένει κι ὁ πρωτομάστορας ἀπ’ τήν καμάρα ἀπάνω:
«Στοιχειό τρανό εἶν’ τό νερό, στοιχειό τρανό κι ἡ πέτρα, 40
πού ’ναι’ τῆς γῆς τό θέμελο γιά νά πατοῦν οἱ ἀνθρῶποι
καί νά τανύζονται μιά-δυύ νά φτάσουν τά οὐράνια·
κι ε῏ιναι τρανότερο στοιχειό ὁ ἄνθρωπος πού ξέρει
τήν πέτρα νά τήν πελεκάει καί τό νερό νά ζεύει,
νά χτίζει θεογέφυρα γιά νά διαβαίνει ὁ κόσμος!» 45

Καί λέει κι ἡ πλάστρα ποίηση μέ λάλο τίς εὐχές της:
«Γιά νά διαβαίνουν οἱ καημοί, τά ὄνειρα, οἱ ἀγάπες·
νά μή τούς σκιάζουν οἱ καιροί, νά μή τούς σειοῦν οἱ ἀνέμοι,
κι οὔτε οἱ θολές κατεβασιές μέ ριζιμιά λιθάρια·
καά νά μποροῦν οἱ ζωντανοί, μά κι οἱ ἀποθαμένοι, 50
καθώς μέ δέος θά περνοῦν, μιά δέηση νά κάνουν:
“Μακάριοι ν’οἱ μάστορες κι οἱ τόσοι μαθητάδες,
κι ἐκεῖνοι πού σχωρέθηκαν κι οἱ τωρινοί οἱ ζῶντες,
πού δούλεψαν κι ἀνόρθωσαν νά μένει στούς αἰῶνες,
τ’ ὄμορφο, τό μονότοξο τῆς Πλάκας τό Γεφύρι!”» 55

Πλατανιά, 18 φεβρουαρίου 2020,
ὥρα δέκα ὣς ἑντεκάμισυ, τή νύχτα!

Cημ. Εἶδα σήμερα στό EpirusPost.gr δυό φωτογραφίες τοῦ Γεφυριοῦ τῆς Πλάκας μετά τήν “ἀφαψίδωση” –χωρίς τά ὑποστηλώματα–καί τό δημοσίευμα «Δ. Καλιαμπάκος: Crash test στην πιο μεγάλη αποκατάσταση πέτρινου γεφυριού στον κόσμο», κι ἔστησα τό κουβεντολόϊ μου γιά “τ’ ὥριο, τό μονότοξο τῆς Πλάκας τό Γεφύρι!”. 

Ὅπως τό Γεφύρι τῆς Πλάκας ἔχει τήν ἱστορία του, ἔτσι κι αὐτό τό δικό μου κουβεντολόϊ, τό ποίημα τό “δημοτικό” πού βγῆκε αὐθόρμητα τώρα ἐδῶ, ἔχει τήν ἱστορία του, γιατί εἶχα τόν καημό κι ἐγώ ἀπό τότε πού τό κατάπιε ὁ Ἄραχθος, τήν πρώτη τοῦ φλεβάρη τοῦ 2015. Καί ἀνασέρνω τό σχετικό μνημονάρισμά μου ἀπ’ τό ΜΝΗΜΟΝΑΡΙ ΠΕΡΙΤΙΠΡΕΠΟΝ α΄, σσ. 375-377.

«Τετάρτη βράδι, 4 Φεβρουαρίου 2015, Ἀθήνα»

Εἶμαι ἀπ’ τήν Κυριακή προχθές, 1η Φεβρουαρίου, τό μεσημέρι τρεῖς ἡ ὥρα, στήν Ἀθήνα, γιά νά κάνω δυύ τρία πράγματα καί νά ταξιδέψω τήν Παρασκευή, 6η Φερουαρίου, γιά τήν Πάφο, ὅπου θά διδάξω τά τέσσερα Σάββατα τοῦ Φεβρουαρίου στό μεταπτυχιακό πρόγραμμα “θεολογικῶν Σπουδῶν”. Τό τριήμερο 28-31 ἰανουαρίου εἶχε ἀσυνήθιστα ἔντονα καιρικά φαινόμενα στήν Ἤπειρο, μέ πολλές βροχοπτώσεις καί καταιγιστικούς ἀνέμους, πού προκάλεσαν πολύ μεγάλες πλημμύρες καί καταστροφές. Τήν Κυριακή ξεκίνησα τό ταξίδι μου μιά ὥρα ἀργότερα, στίς 9:00 ἀντί συνήθως στίς 8:00, γιατί ἔβρεχε πολύ κι ἀπ’ τίς 3-4 ἡ ὥρα τήν νύχτα ἔπεσε τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, καί μέ τήν σκοτεινιά τῆς καταιγίδας δέν ἔβλεπα νά ἑτοιμαστῶ νά φύγω. Καί τότε, λίγο ἀργότερα, στίς 9:30, κακιά ὥρα, ὁ θολός κατεβασμένος Ἄραχθος γκρέμισε τό ἱστορικό Γεφύρι τῆς Πλάκας, τοῦ 1866!.

Τήν θλιβερή εἴδηση τήν ἄκουσα ἀπ’ τό ραδιόφωνο ὅταν εἶχα περάσει τήν Ἄρτα. Τό ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς κάθισα κι ἔγραψα τό ἀλγεινό μνημονάρι καί μέ τρεῖς φωτογραφίες μου ἀπ’ τήν ἐπίσκεψή μας, μέ τόν θωμᾶ Ἀποστολόπουλο τή γυναῖκα του καί τήν μικρότερη θυγατέρα τους, πού ἦταν λίγες μέρες στό σπίτι μου, τόν περασμένο Ἰούλιο, τό ἔστειλα σέ ὅλους τούς μαθητές μου διδάκτορες, τούς πενῆντα. Τό μεταφέρω κι ἐδῶ.

«Ἀγαπητοί μου, ποθεινότατοι μαθητές διδάκτορες καί μουσικολόγοι μου· Χθές Κυριακή, 1η Φεβρουαρίου 2015, ταξίδευα μέ τό αὐτοκίνητό μου ἀπ’ τό χωριό μου Πλατανιά Ἰωαννίνων γιά τήν Ἀθήνα. Σέ ὅλη τήν Ἤπειρο ἔβρεχε πολύ, ἀσυνήθιστα πολύ, καί φυσοῦσε πολύ πού ξερίζωνε δέντρα. Ἦταν ἔκτακτα καταιγιστικά φαινόμενα μέ συνέπεια μεγάλες κατά τόπους πλημμύρες. Κατά τίς 10 περνοῦσα ἀπ’ τήν Ἄρτα κι ἄκουγα ἀπ’ τό ραδιόφωνο τίς εἰδήσεις γιά τίς πολλές καταστροφές. Λίγο ἀργότερα μοῦ ἔπεσε σάν κεραυνός ἡ ἀνεπάντεχη καί πανθλιβερή εἴδηση ὅτι τό περίφημο Γεφύρι τῆς Πλάκας δέν ἄντεξε αὐτήν τή φορά στόν ὁρμητικό θολό κατεβασμένο Ἄραχθο καί κοντά στίς ἐννιά καί μισή, ὥρα κακιά, κατέρρευσε! Ὕστερα ἀπό ἑκατονπενῆντα χρόνια! Τό καύχημα τῆς πέτρινης παράδοσης τῶν ἠπειρωτῶν χτιστάδων, ὁ Παρθενώνας τῆς Ἠπείρου, ὅπως τό λένε μέ περηφάνεια οἱ Τζουμερκιῶτες· σάν ριζιμιό στοιχειό τό ξέσυρε τ’ ἄλλο μεγάλο στοιχειό τῆς φύσης, τό νερό. Ὀργίστηκα λίγο μέ τόν Ἄραχθο πού δέν τό σεβάστηκε αὐτό τό Γεφύρι, αὐτό τό μνημεῖο τέχνης, τόσο κομψό καί τέλειο σάν νά ᾽ταν ἀχειροποίητο. Καί πόνεσα πολύ, σάν νά ᾽ταν καταδικό μου, κι ἔφτασα μ’ αὐτόν τόν πόνο καί τήν θλίψη στήν Ἀθήνα. Κι ἀκόμα δέν τό χωράει ὁ νοῦς μου. …

Τό βράδι κάθισα κι ἀνέσυρα κάποιες φωτογραφίες πού τραβήξαμε τό καλοκαίρι πού πήγαμε, σάν σέ προσκύνημα, μέ τόν ἀγαπητό μου κι ἀγαπητό σας παραδελφό θωμᾶ, τήν γυναῖκα του Πετρούλα καί τήν τρίτη θυγατέρα τους Μαρία Νεφέλη, καί τό εἴδαμε, καί τό περπατήσαμε πέρα δῶθε, καί τό θαυμάσαμε αὐτό τό θαῦμα. Δυύ τρεῖς φωτογραφίες ἀπ’ αὐτές σᾶς τίς στέλνω τώρα, σάν νά θέλω νά τό ἀναστηλώσω, αὐτό τό μεγαλύτερο καί ὀμορφότερο μονότοξο γεφύρι τῶν Βαλκανίων, μέ τά 40 μέτρα ἄνοιγμα, ὕψος 21 μέτρα καί πλάτος 3,20 μέτρα. Κρατᾶτε το κι ἐσεῖς στή μνήμη σας. Ποιός ξέρει ἂν κάποτε ἀποκατασταθῆ κι ἂν ζῶ κι ἐγώ κι ἀξιωθῶ νά τό ξαναδῶ καί τό ξαναπερπατήσω. Δώη Κύριος! Μέ τήν ἀγάπη μου καί τίς εὐχές μου γιά κάθε καλό, Γρηγόριος Στάθης Μέ ἱκανοποίηση παρακολούθησα τίς σχετικές εἰδήσεις καί τήν ἔκφραση θλίψης ἀπό πολύν κόσμο, ἀλλά καί τό ἄγγελμα τῆς ἀνάληψης τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀπαιτούμενης δαπάνης γιά τήν ἀποκατάσταση τοῦ Γεφυριοῦ ἀπ’ τόν Νίκο Λούλη, ἕβδομης γενιᾶς γόνο τῆς γνωστῆς Γιαννιώτικης οἰκογένειας, πού δραστηριοποιοῦνται στήν ἀλευροβιομηχανία. Καί ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά ὅτι τό Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο θά ἐκπονήσει δωρεάν τήν σχετική μελέτη ἀποκατάστασης. Μακάρι!»

ἀπ’ τό ΜΝΗΜΟΝΑΡι ΠΕΡΙΤΙΠΡΕΠΟΝ B΄, σσ. 398-399.

«… Τό δεκαήμερο Παρασκευή 2 μέχρι Δευτέρα 12 αὐγούστου [2019] εἶχα τή χαρά νά ἔχω στό σπίτι μου πάλι τά νιόγαμπρα, τήν Κατερίνα μου καί τόν καλό της Νίκο [παντρεύτηκαν 29 Ἰουνίου 2020, μέ παραδοσιακό γλέντι στό σπίτι μου καί δυό κομπανίες ὄργανα, γιά ἠπειρώτικα καί δυτικομακεδονίτικα τραγούδια καί χορούς], πού ἦταν γιά μιά ἑβδομάδα στήν Κεφαλονιά, φιλοξενούμενοι ἀπ’ τήν Γιουλιάνα, τήν βουλγάρα, ἀφεντικίνα τώρα τῆς Κατερίνας γιά τίς δουλειές πού κάνουν. Μαζί τους πῆγα κι ἐγώ στή βραβιά λαϊκῆς μουσικῆς –συναυλίας γιά ἐνίσχυση τῆς ἀναστήλωσης τῆς Γέφυρας τῆς Πλάκας– ὅπου τραγουδοῦσαν ἡ Γλυκερία κι ὁ Δημήτρης Κοντογιάννης [Σάββατο 10 αὐγούστου 2019]. Φύγαμε λίγο πρίν ἀπ’ τό ἡλιοβασίλεμα καί ἀπολαύσαμε τήν διαδρομή. Φτάσαμε στό Γεφύρι μέ τό σούρουπο.

Εἶχαν κλείσει τίς δυό προσβάσεις πρός τό ποτάμι καί τό Γεφύρι, ἀλλά μέ τήν παράκλησή μου καί λέγον τας τήν ἰδιότητά μου, μᾶς ἄνοιξαν, πίσω ἀπ’ τήν σκηνή τοῦ χώρου τῆς συναυλίας, καί πλησιάσαμε τό ποτάμι καί τό Γεφύρι μέ τίς σκαλωσιές τώρα γιά τήν ἀναστήλωσή του. θαρρῶ ἡ Κατερίνα ἔβγαλε μιά φωτογραφία, καί θυμήθηκα τίς φωτογραφίες μου μέ τόν θωμᾶ Ἀποστολόπουλο τό καλοκαίρι τοῦ 2014, πού ἦταν ὀρθό καί περήφανο καί θαυμαστό τό ξακουστό Γεφύρι τῆς Πλάκας. θά ξαναγίνει πάλι καί θά ’ναι θαῦμα! –Κι ἔφερα στή μνήμη μου καί τά δικά μου περάσματα, πατῶντας στά νερά τοῦ Ἄραχθου ὣς τό γόνατο –μέ ἀνασηκωμένα τά ποδανάρια μου καί μέ τά παπούτσια μου στό χέρι, καί μέ κίνδυνο– τά χρόνια τῆς νιότης μου πού μοῦ ἄρεσε νά περπατῶ σ’ ὅλον τόν γύρω κόσμο· μιά δυό φορές νά βγῶ ἀντίπερα στήν Κράψη, ὅπως κατέβηκα ἀπ’ τό Γερακάρι, κι ἄλλες δυό φορές νά πάω στό Παλαιοχώρι, κατηφορίζοντας ἀπ’ τό Κοντοβράκι [Δαφνούλα τώρα], καί νά γυρίσω στό χωριό μου Πλατανιά, “κόβοντας δρόμο” νά μή πάω ἐκεῖνες τίς φορές ἀπ’ τ’ ἄλλο τ’ ὄμορφο, τό τετράτοξο Γεφύρι τοῦ Παπαστάθη, πού ἀπ’ τήν ψηλή ἀκρινή καμάρα του σβήνει κι ἀκουμπάει στήν ποταμιά, θαρρεῖς νά μή φοβίζει τούς διαβάτες καί τ’ ἄλλα ζωντανά, ὅταν περνοδιαβαίνουν–.

Εἶδα τόν Κοντογιάννη πού ἔκανε πρόβα στά ἠχητικά μέ δυύ τρία τραγούδια. Συναντηθήκαμε καί χαιρετιστήκαμε μέ ἀγκαλιά. Χάρηκα καί χάρηκε κι αὐτός πού ὕστερα ἀπό τόσα χρόνια ξαναβρεθήκαμε. Μιά δυό φορές ἦταν μαζί μας, καί μέ τά παιδιά φοιτητές μου πού ἔπαιζαν μαζί (τόν Ζαχαρία Καρούνη, τίν Νίκο Χαλδαιάκη, τόν Δῆμο Παπαοικονόμου) στήν «Φωλιά τοῦ Κρόκου» τήν ταβέρνα στήν Παιανία, στό κόψιμο τῆς πίτας μέ τούς “Μαΐστορες τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης”. Καί μιά φορά ἦταν καί σέ γλέντι, ἀπ’ τά συχνά πού ἔκανα, στό σπίτι μου καὶ θυμᾶμαι ὅτι μοῦ τραγούδησε εἰδικά γιά μένα τό ἠπειρώτικο “Ἐγώ ἤμουν τ’ ἀρχοντόπουλο”. Λίγο πρίν ἀρχίσουν τήν συναυλία, καί πρῶτα θὰ τραγουδοῦσε ἡ Γλυκερία, ἦρθε ὁ Δημήτρης καί κάθισε γιά μισή ὥρα στό τραπέζι μας καὶ τὰ εἴπαμε γιὰ καλά. Ἀναφερθήκαμε καί σέ ἡλικίες κι εἶπε ὅτι εἶναι 68 χρονῶν κι ὅτι κι ἡ Γλυκερία τόσο περίπου εἶναι, ἴσως ἕνα-δυό χρόνια μικρότερη. Πάντως καὶ οἱ δυό τους τραγούδησαν πολύ καλά, κυρίως τά πιό γνωστά παλαιά τραγούδια καὶ κάποια νεώτερα τῆς νέας γενιᾶς τῶν τραγουδοποιῶν.

Ἦταν μιά πολύ ὄμορφη βραδιά, καί μετά τίς 11:00 εἶχε καί τήν ποταμίσια ὑγρασία καί ψύχρα. Ὁ χῶρος πάντως ἦταν γεμάτος. Γυρίσαμε ἀργά στό σπίτι καί κοιμηθήκαμε καλά. …»