Το συναίσθημα, οι εντυπώσεις και η υποκρισία
11 Αυγούστου 2020«Ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως διά πυρός» (Α’ Κορ. 3, 15)
«Αν το έργο του καταστραφεί από την φωτιά, αυτός θα χάσει την αμοιβή του. Ο ίδιος όμως θα σωθεί, όπως ένας που περνάει μέσα από τις φλόγες»
Ο κάθε άνθρωπος στην ζωή του αισθάνεται ότι έχει μια αποστολή, ένα έργο. Άλλος το επικεντρώνει στο ζήτημα της εργασίας και της αμοιβής, διά της οποίας εξασφαλίζει την επιβίωση και την ποιότητα της ζωής του, δηλαδή την μετοχή του στον πολιτισμό. Άλλος επεκτείνει το έργο του στην καθιέρωσή του ανάμεσα στους ανθρώπους, το συνδέει με την φιλοδοξία και παλεύει για να γίνεται το επίκεντρο, είτε με τα φυσικά χαρίσματά του, όπως η ομορφιά, το χιούμορ, ο δυναμισμός του ή με τα επίκτητα, όσα έχουν να κάνουν με το «έχειν» και τις περιστάσεις της ζωής που μπορούν να τον αναδείξουν. Άλλος βλέπει ως έργο του να καλλιεργεί σχέσεις με τους συνανθρώπους του, που τις βλέπει είτε στην προοπτική της εξουσίας και της ηδονής, είτε της προσφοράς, είτε στον συνδυασμό και των δύο. Άλλος πάλι λειτουργεί πνευματικά. Βάζει στόχο να εκπαιδεύσει ανθρώπους είτε στην παιδεία την θύραθεν είτε στην πνευματική είτε στην οικογενειακή ζωή αν είναι γονέας, να προσφέρει γνώσεις και αξίες, να συνδέσει την νεώτερη γενιά ή και άλλους ανθρώπους με αυτό που θεωρεί ως νόημα ζωής. Κάποτε ήταν και ο πολιτικός που παρήγαγε έργο παιδείας του λαού. Σήμερα το έργο του μετράει με το αν φέρει χρήματα στον κόσμο, αν βοηθήσει ώστε να παραχθούν υπηρεσίες, αν οργανωτικά και τεχνοκρατικά είναι επαρκής.
Στην πνευματική ζωή το έργο πάντως έχει δύο όψεις. Η μία είναι η προσωπική. Είναι ο αγώνας που κάνει κάθε πιστός να γνωρίσει τον Θεό, να παλέψει εναντίον των εμποδίων που τον χωρίζουν από την κοινωνία μαζί Του, δηλαδή της αμαρτίας ως ιδίου αυτοθεωμένου θελήματος και μεταφοράς του προορισμού από την Εκκλησία στο εγώ, άρνηση δηλαδή της ευλογίας του Θεού ως βάσης για την πορεία μας. Η άλλη είναι η συλλογική. Είναι ο αγώνας του ανθρώπου να είναι μέλος του σώματος του Χριστού, «να σώσει και να σωθεί» με την βοήθεια του Χριστού, να μοιραστεί την πρόοδό του, τις ήττες του, τις αποτυχίες του, τους φόβους του, αλλά και τις ελπίδες του με τους άλλους, ώστε να πορεύεται εν ενότητι μαζί τους και με τον Χριστό. Και εδώ το ίδιον θέλημα ο τρόπος του νού μας, η τάση για δικαίωση αποτελούν μεγάλα εμπόδια που απαιτούν κόπο και άσκηση. Και οι δύο όψεις καταξιώνονται στην αγάπη.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, μας βηθά να συνειδητοποιήσουμε κάτι σπουδαίο: ότι το έργο μας θα κριθεί τελικά από τον Θεό, μόνο που αυτή η κρίση δεν θα μας απορρίψει ως άνθρώπους αν πιστεύομε και αγαπούμε, ακόμη κι αν τίποτα από όσα κάνουμε δεν θα αντέξει στον πνευματικό χρόνο. Διότι ο χρόνος της ζωής μας περιλαμβάνει επισφαλή κριτήρια για την αξία ή όχι του έργου μας. Είναι τα συναισθήματα τόσο τα δικά μας όσο και των άλλων, που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ένα έργο είναι σπουδαίο και μοναδικό και αξίζει δικαίωση. Είναι οι εντυπώσεις, που το πρόσωπο, ο λόγος, οι πράξεις, το έργο γεννούν, κάποτε επιφανειακές και πρόσκαιρες, αλλά αποδεκτές. Είναι η υποκρισία, που μας κάνει άλλο να είμαστε, άλλο να λέμε, άλλο να δείχνουμε. Στον πνευματικό χρόνο όμως δεν μετρούνε αυτά τα κριτήρια, αλλά η πίστη του ανθρώπου στον Χριστό και το αίσθημα πως ο,τι κι αν κάνουμε από μόνο του δεν φτάνει, αλλά χρειάζεται η αγάπη και η εμπιστοσύνη στον Χριστό, ο Οποίος θα αναπληρώσει ο,τι μας λείπει και θα θεραπεύσει τα ασθενή μας. Μπορεί το έργο μας να σβήσει, όμως περνώντας μέσα από την φωτιά της χάριτος, το πρόσωπό μας θα αντέξει και θα σωθεί.
Το κοσμικό κριτήριο για κάθε έργο στηρίζεται στο συναίσθημα, στην εντύπωση, στην υποκρισία. Το πνευματικό έργο όμως είναι ένας αγώνας στον οποίο δεν ζητούμε αναγνώριση και αμοιβή, αλλά χαιρόμαστε που παλεύουμε κατά Θεόν, ακόμη κι αν φαινομενικά ή πραγματικά δεν υπάρχει καρπός ούτε για μας ούτε για τον κόσμο. Είναι η συνείδησή μας όμως που μας υπενθυμίζει τι στέκει και τι όχι. Τι ξεκινά από αγάπη και τι από αυτοδοξασμό. Ακόμη όμως και να μην τα καταφέρουμε να νικήσουμε τα πάθη μας, η μετάνοια και η κατά Θεόν αυτογνωσία θα μας δώσει την ελπίδα ότι στην πιο μακρινή γωνιά της βασιλείας του Θεού υπάρχει μία θέση και για το πρόσωπό μας. Όχι για να εγκαταλείψουμε την όποια προσπάθεια της ζωής, που είναι σε όλους τους τομείς. Αλλά για να μην απαιτούμε και για να μπορούμε να πορευόμαστε με εμπιστοσύνη στον Θεό που μας αγαπά.