Φιλελληνισμός: Προσφορά, αντιφάσεις και διαχρονικά μηνύματα

10 Σεπτεμβρίου 2020

Τα αντιφατικά μηνύματα πού λαμβάνουμε από την Ευρώπη -και όχι μόνο- σε κάθε περίοδο δυσκολιών όπως αυτή που τώρα περνάμε, δεν είναι πρωτόγνωρα. Έχουν αρκετά μεγάλο ιστορικό βάθος αλλά και συγκεκριμένες αιτίες, πολιτικές, οικονομικές, ιστορικές, ακόμη και ψυχολογικές.

Μία πτυχή της στάσης αυτής εντοπίζεται πριν 200 χρόνια και τη φέρνει στο προσκήνιο ο επερχόμενος εορτασμός της ελληνικής παλιγγενεσίας. Πρόκειται για τον φιλελληνισμό, ο όποιος εκδηλώθηκε τόσο σε μαζικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο προσωπικοτήτων σε όλα τα μέρη της Ευρώπης αλλά και της Αμερικής.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο φιλελληνισμός στηρίχτηκε καταρχάς σε δύο βασικούς πυλώνες: Ο πρώτος ήταν το κλέος και αυτή η αρχαιοελληνική… αύρα με την οποία είχαν διαποτιστεί γενεές και γενεές Ευρωπαίων σε όλη την εκπαιδευτική τους κλίμακα. Ο δεύτερος πυλώνας είναι η γενικότερη πνευματική αλλά και πολιτική κατάσταση που είχε διαποτιστεί από τον Διαφωτισμό και το κίνημα του Ρομαντισμού.

Σε πολλές περιπτώσεις, η φιλελληνική στάση έδωσε τη θέση της στην αποδοκιμασία, την απογοήτευση, ακόμη και σε έναν ιδιότυπο μισελληνισμό. Το γεγονός αυτό δεν είναι ανεξήγητο. Οι εικόνες περί των Ελλήνων, βγαλμένες από τους Μηδικούς Πολέμους ή την Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν είχαν καμία σχέση με έναν λαό που βίωνε καθημερινά τον κίνδυνο της εξολόθρευσης, της ατίμωσης και της φρίκης. Το μεγαλείο των φιλοσόφων και των μεγάλων ελλήνων τραγικών ποιητών δεν είχε καμμία σχέση με έναν λαό που αγωνιζόταν για την καθημερινή του επιβίωση και μόνον ως εξ ιστορικού θαύματος βρήκε το κουράγιο να διεκδικήσει αξιοπρέπεια, ελευθερία και την πολιτική οντότητα.

Πάντως, είτε φιλελληνισμός είτε μισελληνισμός, προσέφεραν υπηρεσίες στην αυτοσυνειδησία του απλού Έλληνα, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις εκτίμησε την ιστορική του παράδοση μέσω της ρομαντικής εικόνας που είχαν για αυτόν οι ξένοι αλλά και προβληματίστηκε και έκανε την αυτοκριτική του μέσα από την απογοήτευση και την απαξίωση που δέχτηκε, όταν αποκαλύφθηκε η αληθινή του εικόνα στα μάτια πολλών Ευρωπαίων.

Οπωσδήποτε η εικόνα ποικίλλει. Οι Έλληνες της διασποράς με την προκοπή και την φιλοπατρία τους εξισορρόπησαν αρκετά την κατάσταση και απέδειξαν στους ευρωπαϊκούς λαούς πως η Ελλάδα δικαιωματικά ανήκει και μπορεί να ανήκει στην πολιτισμένη Ευρώπη. Και αυτό χωρίς να απαρνηθεί την ορθόδοξη πνευματικότητα της η οποία ουσιαστικά, σαν αλάτι, την είχε εμποδίσει να σαπίσει και να αφομοιωθεί όπως τόσες και τόσες πληθυσμιακές ομάδες στην αχανή οθωμανική αυτοκρατορία.

Στο φιλελληνικό κίνημα εξέχων παράγοντας βρίσκεται η ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Ίσως σήμερα να δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε την δύναμή της με δεδομένη την καταλυτική εξουσία της εικόνας και των ΜΜΕ. Κι όμως, ακόμη και μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, ο γραπτός λόγος ήταν σε θέση με διεγείρει μαζικά τη συγκίνηση, να δημιουργεί οραματισμούς και να συνεπαίρνει προς κοινωνικούς αγώνες. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή αν πούμε πώς οι ευρωπαίοι λογοτέχνες πρωτοστάτησαν στο φιλελληνισμό και πως η Ελλάδα χρωστά σε αυτούς ευγνωμοσύνη για υπηρεσίες που οδήγησαν τελικά στην ελευθερία της.

Ευτυχής σύμπτωση για τον φιλελληνισμό είναι η περίπτωση του Λόρδου Μπάιρον που οφείλεται στη λογοτεχνική του φήμη αν και δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, τουλάχιστον στην αρχή, ως ενσυνείδητος φιλέλληνας. Αντίθετα στις πρώτες του περιηγήσεις στην Ανατολή έφτασε να χαρακτηρίζεται από ορισμένους ως και φιλοτούρκος. Ωστόσο, με την ποίηση του την τόσο γεμάτη από τη γνώριμη του πια ελληνική πραγματικότητα, από την οποία και αντλεί την θεματική και τα πρότυπα της έμπνευσης του, ο άγγλος ποιητής επισκίασε τους άλλους συμπατριώτες του που είχαν και εκείνοι ψάλλει την κλασική γη.

Ο αγώνας της ελευθερίας αποτέλεσε σημαντική πηγή έμπνευσης για την λογοτεχνία της εποχής που έχει βαθιά σφραγίσει το έργο του Λόρδου Βύρωνα. Πρόκειται για μία προσωπικότητα η οποία σηματοδοτεί το πέρασμα της ευρωπαϊκής διανόησης από την λατρεία της κλασικής παιδείας στα ιδεώδη του Ρομαντισμού με κυρίαρχα την επιθυμία για πρόοδο, την έξαρση του πόθου για ελευθερία σε όλα τα επίπεδα, αλλά και την πρωτοπορία στον καλλιτεχνικό τομέα. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ελληνική επανάσταση, πέρα από την ιστορική της σημασία, προσέλαβε έναν συμβολικό χαρακτήρα που έκρυβε την επιθυμία για μία ανώτερη, ποιοτικότερη και πιο εξευγενισμένη ζωή, αντιστεκόμενη στη βαρβαρότητα, το σκότος και τις σφαγές που μαθαίνονταν στη Δύση και προκαλούσαν μαζικές εκδηλώσεις συμπαράστασης.

Σημαντικό ρόλο σε αυτές τις εξελίξεις έπαιξαν οι περιηγητές και οι εκπρόσωποι μιας πρώιμης δημοσιογραφίας, οι οποίοι, συχνά με κίνδυνο, ταξίδευαν στην Ανατολή και μετέφεραν πληροφορίες για την αληθινή κατάσταση του ελλαδικού χώρου. Ανάμεσα στα συγγράμματα που στάθηκαν σημαντική πηγή πληροφόρησης, υπήρξαν τα ταξιδιωτικά έργα του Πουκεβίλ, καθώς και η ιστορία της αναγεννημένης Ελλάδας με πολλές επανεκδόσεις και μεταφράσεις. Ξεχωριστή επίδραση στη φιλελληνική λογοτεχνία είχα επίσης οι εκδόσεις των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών που δημοσίευσε ο Γάλλος Κλωντ Φωριέλ. Τα τραγούδια αυτά μάλιστα αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολλούς ρομαντικούς ποιητές.

Αποτελεί εντυπωσιακό στοιχείο το πόσο γρήγορα οι πληροφορίες μεταβάλλονταν σε τέχνη. Στην μετατροπή αυτή πρωτοστάτησε η Γαλλία, παρουσιάζοντας το μεγαλύτερο ποσοστό ποιημάτων, μυθιστορημάτων και θεατρικών έργων με θέμα την ελληνική επανάσταση. Ακολουθούν τα γερμανικά κρατίδια και τρίτη στη σειρά, με αρκετή διαφορά, η Αγγλία. Συνολικά πάντως, σε Ευρώπη και Αμερική, η σύνδεση των αγώνων και τα βάσανα του γένους των Ελλήνων ανέσυραν από την ευρωπαϊκή συλλογική μνήμη ένδοξες στιγμές της αρχαίας Ελλάδας. Η Χίος, το Μεσολόγγι, το Ναυαρίνο συνδέθηκαν ευθέως με τις Θερμοπύλες και τον Μαραθώνα ενώ σε ποιητικό αλλά και σε εικαστικό επίπεδο, συχνά παρουσιάζονται δίπλα-δίπλα ο Κανάρης και ο Μπότσαρης με τον Λεωνίδα και τον Θεμιστοκλή.

Αξίζει τον κόπο και έχει πολύ ενδιαφέρον να μελετήσει κάνεις διεξοδικά τη λογοτεχνική συνεισφορά των ευρωπαίων συγγραφέων, εξετάζοντας κάθε ευρωπαϊκό κράτος ξεχωριστά. Οι ιστορικές συνθήκες όμως του παρόντος καθιστούν άκρως ενδιαφέρουσα στην στάση των Ρώσων, πολιτικών και λογοτεχνών, ως προς το ελληνικό ζήτημα. Χωρίς καμία αμφιβολία, από τους δυτικούς ή τους δυτικότροπους λαούς όπως ήταν οι Ρώσοι, το ομοδοξον γένους κατέχει τα πρωτεία της καχυποψίας απέναντι στους αγώνες των Ελλήνων. Όχι πως δεν υπήρξαν και εδώ λογοτέχνες και διανοούμενοι που με ζήλο και πλήρη ανιιδιοτέλεια εμπνεύστηκαν από τους ελληνικούς αγώνες. Η πολιτική όμως παρέμβαση ήταν καταλυτική. Ο Τσάρος και η άρχουσα τάξη υιοθέτησαν πλήρως τους φόβους της Ιεράς Συμμαχίας και θεώρησαν την ελληνική επανάσταση ως πυρίτιδα η οποία απειλούσε να ανατρέψει την κοινωνική ισορροπία στη ρωσική επικράτεια. Ένας ολόκληρος μηχανισμός επιστρατεύτηκε, ώστε φιλελληνικές εκδηλώσεις να μη λαμβάνουν μεγάλη δημοσιότητα, ενώ οι διαμαρτυρίες και οι πληροφορίες που έρχονταν από την Ελλάδα υφίσταντο ενδελεχή εξέταση προκειμένου να μην συνδυαστούν με κοινωνικά αιτήματα της ρωσικής κοινωνίας για ελευθερία και δικαιοσύνη.

Ούτως ή άλλως, οι Έλληνες είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους προς τους Ρώσους αφού πολλές φορές έμειναν εκτεθειμένοι από υποσχέσεις αλλά και στρατιωτικές παρεμβάσεις, που όχι μόνο δεν οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα αλλά προκάλεσαν απίστευτες τραγωδίες και σφαγές. Η  ματιά των Ελλήνων είναι ολοκληρωτικά στραμμένη προς τη Δυτική Ευρώπη, που, παρά τις αντιφάσεις και τις δικές της εσωτερικές συγκρούσεις, απεδείχθη πιο αξιόπιστη όχι μόνο σε επίπεδο διανοουμένων και καλλιτεχνών φιλελλήνων αλλά και σε επίπεδο πολιτικής και στρατιωτικής υποστήριξης, με αποκορύφωμα τη μάχη του Ναυαρίνου.

Από κει και πέρα η ιστορία είναι γνωστή: Από τη στιγμή που η Ελλάδα εισήλθε στη σκακιέρα των ευρωπαϊκών λαών ως πολιτική οντότητα, ήταν επόμενο να αποτελέσει μήλον της Έριδος ως προς τη σφαίρα επιρροής που θα την ήλεγχε. Το γεγονός αυτό όμως δεν αλλοιώνει τα μηνύματα που έστειλε ο φιλελληνισμός και που όλα δείχνουν πως ακόμη είναι ενεργά:

Ιστορικά αλλά και πνευματικά, οι δεσμοί των Ελλήνων με τους λαούς της Δυτικής Ευρώπης φαίνεται να επιβεβαιώνονται. Χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς στερεότυπα και χωρίς ρομαντικές φαντασιώσεις, μία σοβαρή ελληνική διπλωματία έχει να διδαχθεί πολλά από τον φιλελληνισμό της εποχής εκείνης και-γιατί όχι- να επενδύσει στην ιστορική του εξέλιξη.