«Η σχέση του Χριστιανού με την πολιτική και την κοσμική εξουσία χρωματίζεται από την προσωπική σχέση του με τον Θεό»

23 Σεπτεμβρίου 2020

Επισκοπώντας την διαχρονική πορεία του χριστεπώνυμου κόσμου διαπιστώνουμε μια διαλεκτική σχέση μεταξύ της αυθεντικής ευαγγελικής διδασκαλίας και της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντί της. Έτσι κάθε ιστορική κρίση παρουσιάζει και μια ιδιαίτερη πρόκληση για την ενεργοποίηση κάποιας πτυχής της ευαγγελικής αλήθειας που λησμονήθηκε ή παρερμηνεύθηκε.

Παρατρέχοντας ιστορικά παραδείγματα του παρελθόντος σημειώνουμε για το παρόν το φαινόμενο της παγκοσμιοποιήσεως. Ο Χριστιανισμός παρά τον σαφώς υπερεθνικό και οικουμενικό χαρακτήρα του έφθασε να συνδέεται με εθνικές και φυλετικές διαιρέσεις. Η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση έρχεται ως πρόκληση προς αναζήτηση της χριστιανικής παγκοσμιότητας, που μπορεί να προσφέρει και την πραγματική θεραπεία της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής. Ιδιαίτερα μάλιστα η Ορθοδοξία, που διατηρεί αλώβητη την δογματική καθαρότητα του Χριστιανισμού, δοκιμάστηκε και δοκιμάζεται σκληρά από τον πειρασμό των εθνικών και φυλετικών διαιρέσεων.

Η πολιτική, όπως και κάθε κοσμική εξουσία, έχει κατά την χριστιανική διδασκαλία συμβατική και περιορισμένη αξία. Είναι χρήσιμη για την αποσόβηση του κοινωνικού χάους και την προάσπιση της δημόσιας ευταξίας. Εκφράζει το απρόσωπο άλλο, που νοηματοδοτείται και αξιοποιείται στο πλαίσιο των διαπροσωπικών σχέσεων, στις σχέσεις με τους άλλους. Η σχέση του Χριστιανού με την πολιτική και την κοσμική εξουσία χρωματίζεται από την προσωπική σχέση του με τον Θεό και υποτάσσεται στην σχέση του αυτήν. Σε περίπτωση που η κοσμική εξουσία απαιτεί κάτι αντίθετο προς το θέλημα του Θεού, η υποχρέωση του πιστού είναι να πειθαρχεί στον Θεό και όχι στους ανθρώπους[16].

Μέσα όμως στο σύστημα της σύγχρονης παγκοσμιοποιήσεως η πολιτική αποσπάται από το επίπεδο των προσωπικών σχέσεων –και της εν κοινωνία ζωής και συντονίζεται με απρόσωπες δυνάμεις και ιδεολογίες, που εξυπηρτούν οικονομικά ή άλλα συμφέροντα. Κατασκευάζονται αξίες και συστήματα αξιών με κατευθυνόμενους στόχους, που ακολούθως νομοθετούνται και θεσμοποιούνται στο όνομα της προόδου και της ανακαινίσεως. Έτσι συμβαίνει να προβάλλονται και να επιβάλλονται στην κοινωνία απατηλές και αφύσικες αντιλήψεις, που παραμερίζουν διαχρονικές πνευματικές αξίες και αρχές.

Στην καταλυτική αυτή πορεία για τον άνθρωπο και την κοινωνία μπορεί να αντιπαρατεθεί η αρχή του προσώπου, που υπερακοντίζει κάθε πολιτικό και κοινωνικό σύστημα ή αφήγημα. Αλλά και η αρχή αυτή, που είναι θεμελιώδης για τον Χριστιανισμό, μπορεί να διαστραφεί, όταν αποσπαστεί από το χριστιανικό της περιεχόμενο και μεταλλαγεί σε αυτονομημένη και εκκοσμικευμένη αρχή· όταν ο άνθρωπος εκληφθεί ως αυτοτελές άτομο, ανεξάρτητο από την εν κοινωνία ζωή του, και όταν η αυτεξουσιότητά του νοηθεί ως άμετρη ελευθεριότητα, που μπορεί να παραθεωρεί ή και να παραβιάζει τους νόμους της φύσεως ή της κοινωνίας και την ελευθερία των άλλων.

Οι νόμοι και οι αξίες που διαμορφώνονται στην πολιτική και την κοινωνική ζωή έχουν καιρικό ή το πολύ διαχρονικό κύρος. Δεν έχουν όμως ούτε μπορούν να έχουν αιώνιο κύρος. Το αιώνιο σαρκώνεται στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Χριστού, που συνάπτοντας την αιωνιότητα με την χρονικότητα παραμένει «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»[17]. Ο Χριστός, που αποτελεί το θεμέλιο της χριστιανικής ζωής, δεν είναι καιρικός ούτε διαχρονικός, αλλά αιώνιος και υπερχρονικός. Είναι το απόλυτο και ταυτόχρονα απεριόριστο μέτρο, που προβάλλεται διαρκώς προς ανακάλυψη και εμπειρική προσέγγιση, χωρίς ποτέ να εξαντλείται και να αντικειμενοποιείται. Επειδή είναι αιώνιος και υπερχρονικός, γι’ αυτό είναι πάντοτε επίκαιρος και διαχρονικός. Όπου δεν υπάρχει σχέση με τον Χριστό, δεν υπάρχει σχέση με το απόλυτο. Και όπου δεν υπάρχει σχέση με το απόλυτο, ο άνθρωπος παραπαίει εγκλωβισμένος στην κοσμική συμβατικότητα και στο απρόσωπο άλλο. Όλοι γίνονται ίδιοι και ταυτόχρονα ανάδελφοι και ξένοι μεταξύ τους.

Συχνά ταυτίζεται η χριστιανική ηθική με την αποδοχή αξιών και την τήρηση νόμων που προέρχονται ή συνάγονται από την Αγία Γραφή ή την Παράδοση της Εκκλησίας. Αντίστοιχα πιστεύεται ότι η ηθική αυτή καταστρατηγείται, όταν παραθεωρούνται οι αξίες αυτές ή παραβιάζονται οι εν λόγω νόμοι. Η εκδοχή αυτή προσιδιάζει περισσότερο στον θρησκειοποιημένο Χριστιανισμό και στην θεσμική εκπροσώπησή του. Μπορεί δηλαδή να είναι σκόπιμη και χρήσιμη για την κοινωνική και την πολιτική αρμονία ή για την ηθική τάξη και την ευπρέπεια, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί σωστή ή ακόμα και απλώς αποδεκτή σε θεολογικό επίπεδο. Γι’ αυτό ο περιορισμός του Χριστιανού σε αξίες και νόμους που σχετίζονται με το Ευαγγέλιο ή την Παράδοση της Εκκλησίας, χωρίς άμεσο σύνδεσμο με το πρόσωπο του Χριστού, δεν είναι θεολογικά αποδεκτός. Όταν οι αξίες και οι νόμοι αυτοί αποχωρίζονται από την πηγή τους, επωάζουν την υποκρισία και τον φονταμενταλισμό.

Παρόλα αυτά οι ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές αξίες της κοινωνίας δεν παύουν να ενδιαφέρουν τον Χριστιανισμό καθεαυτές και στις σχέσεις του με τον κόσμο. Ο Χριστιανισμός είναι από την φύση του κοινωνικός. Δεν υπάρχει ατομικός Χριστιανισμός. «Όλη η δομή της Χριστιανικής ύπαρξης είναι κοινωνική και ομαδική. Όλα τα Χριστιανικά μυστήρια είναι από την φύση τους “κοινωνικά μυστήρια“, δηλαδή μυστήρια ενσωμάτωσης. Η χριστιανική λατρεία είναι επίσης λατρεία ομαδική… Άρα, το να οικοδομηθεί η Εκκλησία του Χριστού, σημαίνει να οικοδομηθεί μια νέα κοινωνία και κατά προέκταση, να οικοδομηθεί η ανθρώπινη κοινωνία πάνω σε νέα βάση»[18]. Το ιδεώδες όμως αυτό φαίνεται να μένει στον κόσμο απραγματοποίητο. Και είναι φυσικό να φαίνεται απραγματοποίητο, γιατί η ολοκλήρωσή του έχει εσχατολογική προοπτική, όπως και τα μυστήρια της Εκκλησίας και ολόκληρο το μυστήριο της χριστιανικής ζωής. Η εσχατολογική όμως προοπτική θεμελιώνεται μέσα στην ιστορία και οι απαρχές της βιώνονται εμπειρικά μέσα στο εκάστοτε παρόν με άμεσες πρακτικές επιπτώσεις. Αυτό μαρτυρούν και αρκετές συνήθειες ή παραδόσεις που διατηρούνται ως σήμερα ζωντανές στις ιστορικά ορθόδοξες χώρες.

[16] Βλ. Πράξ. 5,29.
[17] Εβρ. 13,8.
[18] Πρωτοπρ. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, «Το κοινωνικό πρόβλημα στην Ορθόδοξη Εκκλησία», Η Ορθοδοξία ως πολιτική διακονία, Λευκωσία 1984, σ. 95.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ