Η θεία καταγωγή τής μουσικής. Από τους αρχαίους Έλληνες στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο

5 Σεπτεμβρίου 2020

Οι εκκλησιαστικοί Πατέρες τού 4ου αιώνα βρέθηκαν ίσως στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι τής εκκλησιαστικής ιστορίας. Από πλευράς πνευματικότητας, αποτελούν ανυπέρβλητα παραδείγματα φλογερής πίστης, ενθουσιασμού αλλά και βεβαιότητας πώς το μέλλον ανήκει σε μία νέα θρησκεία, τη μόνη αληθινή θρησκεία που ξεκίνησε μέσα από ένα άδειο μνημείο, άντεξε τριών αιώνων διωγμούς και κατακόμβες και ανέβηκε στο φως αλώβητη, ακμαία και δικαιωμένη.

Όμως, οι προσωπικότητες αυτές δεν ήταν αφελείς. Έβλεπαν τις ανακατατάξεις, τους κινδύνους, τα φθαρτά υλικά τού παρελθόντος που διεκδικούσαν θέση στο μέλλον αλλά και εκείνα που, αν και ανήκαν στο παρελθόν, ήταν βέβαιο πως είχαν ανοίξει το δρόμο για το καινούργιο, όπως η ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία. Οι Πατέρες αυτοί βίωσαν καταστάσεις αντίστοιχες με εκείνες τού Αποστόλου Παύλου. Καταστάσεις που έμοιαζαν με το έργο τού αγγειοπλάστη που, λίγο να αφήσει την προσπάθεια του, θα δει το έργο του να μεταβάλλεται ξανά σε μία μπάλα από λάσπη. Ήταν υποχρεωμένοι να διαλεχθούν με όλες τις κατηγορίες των θεμάτων: θεολογικά, διοικητικά, λατρευτικά, ηθικά, απολογητικά, ακόμη και καλλιτεχνικά. Τα τελευταία αυτά περιελάμβαναν ως κύριο συστατικό τη μουσική ως μέσον τέρψης, λατρείας και ενδυνάμωσης των δεσμών των μελών της νέας Εκκλησίας.

Για τους λόγους αυτούς η μουσική δεν ήταν δυνατόν να μην απασχολήσει έναν από τους Πατέρες που ανταποκρίθηκαν στην κλήση να ανοίξουνε νέους δρόμους για το λαό τού Θεού και να δώσουν απαντήσεις σε όλες τις κατηγορίες των προβλημάτων και ερωτημάτων των Χριστιανών.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ήταν αρκούντως ευφυής για να αντιληφθεί τη μέγιστη οφέλη αλλά και τους μέγιστους κινδύνους που έκρυβε η μουσική σε εποχές που αποτελούσε την κύρια μορφή αναψυχής αλλά και μετάδοσης θρησκευτικών διδασκαλιών.

Όσον αφορά την καταγωγή της συμφωνεί απολύτως με τον Μέγα Βασίλειο, μάλλον δε και υπερθεματίζει αναφέροντας ότι «τίποτε, απολύτως τίποτε δεν ανυψώνει την ψυχή όσο η μελλοντική συμφωνία και ο ρυθμικά δομημένος θρησκευτικός ύμνος. Τα πνευματικά αυτά τραγούδια δίνουν φτερά στην ψυχή, απαλλάσσοντάς τα από την γήινη φύση της και τα σωματικά δεσμά της, ελκύοντάς τα προς πτήσεις πνευματικές. Συγχρόνως όμως ομολογεί πως η μουσική αποτελεί εναλλακτικό μέσο προσέλκυσης προς εκείνους που, είτε από τη φύση είτε από τη διάθεσή τους, δεν ελκύονται από τον απλό πνευματικό λόγο. Ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο το οποίον αναφέρει στην «Ομιλία στον Ζ΄ ψαλμό τού Δαβίδ» είναι πώς διακρίνει την εξωτερική και εσωτερική μουσική, θεωρώντας την πρώτη ως στάδιο που πρέπει να ξεπεραστεί και να δώσει τη θέση του στον πνευματικό ύμνο της διάνοιας. «Μπορείς να ψάλλεις και χωρίς φωνή» διδάσκει ,»καθώς ο Κύριος μπορεί και ακούει την ίδια την καρδία και μπορεί να εισέρχεται στα απόρρητα και κρυπτά μέρη της διάνοιας».

Εύκολα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ως προς τις απόψεις αυτές, τη συγγένεια τού Χρυσοστόμου με τους ασκητικούς κύκλους της εποχής με κορυφαίους τον Εφραίμ τον Σύρο και τον όσιο Παχώμιο. Για τους κύκλους αυτούς, η μουσική είναι όντως αποδεκτή και ως απόδειξη έχουμε την δημιουργία μοναστικών χορών με υμνωδία λιτή και μάλλον αντιφωνική. Από τα κείμενα όμως διαπιστώνουμεπως, κατά τους ηγέτες της μοναστικής ζωής, οι μουσικοί κανόνες βάζουν σε τάξη το συναίσθημα των αρχαρίων, δεν αφορούν όμως τους τέλειους στα πνευματικά, οι οποίοι υπακούουν πλέον σε κανόνες μιας καρδιακής αρμονίας, διαμορφωμένους από τις πνευματικές τους αναβάσεις.

Έρχονται όμως και στιγμές, όπως στην «ΞΗ΄ Ομιλία στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο», όπου παρασύρεται από το κάλλος τού ήχου των χορών των μοναχών της εποχής εκείνης και τους παρομοιάζει με αγγέλους, ενώ συγχρόνως αντιπαραβάλλει τα πνευματικά αυτά άσματα με την εξαλλοσύνη και τους χορούς των κοσμικών ύμνων που τού θυμίζουν «σκύλους και χοίρους που ουρλιάζουν».

Σταθερή θέση του αγίου Ιωάννου τού Χρυσοστόμου είναι πως, από μόνη της η μουσική δεν επαρκεί, ώστε να επιτευχθεί η εσωτερική αλλοίωση, πολλώ δε μάλλον όταν εκτελείται μηχανικά και χωρίς συνείδηση των μελοποιημένο κειμένων. Εφιστά την προσοχή των χριστιανών, ώστε να συνδυάζουν την απόλαυση τής μουσικής με την πίστη, διαφορετικά προειδοποιεί πως η μουσική «μαλακώνει το νευρώδες τής διάνοιας και κατασυντρίβει τη γενναιότητα τής ψυχής».

Για τον άγιο Ιωάννη, η μουσική είναι στενά συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση και είναι μάταιο η ψυχή να θελήσει να απαλλαγεί από την ευχαρίστηση που αυτή προκαλεί. Με το δεδομένο αυτό, θεωρεί πως το ερώτημα δεν είναι, ναι ή όχι στη μουσική, αλλά το ποια μουσική θα κατακλύσει την ψυχή. Προτείνει λοιπόν διακριτική μεν αλλά διαρκή την αρμόζουσα μουσική υπόκρουση στην πνευματική ζωή, ώστε να μην μείνει χώρος για κοσμικά και πορνικά άσματα. Βλέπει επίσης τη μουσική να μπορεί να αποτελέσει χαλινό στη λαιμαργία και στις άλλες υλικές απολαύσεις («ΝΕ΄ Ομιλία στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο»), αλλά και ανώτερο υποκατάστατο των θρήνων και των κοπετών μπροστά στο γεγονός τού θανάτου («Εις τας Αγίας μάρτυρας Βερενίκην και Προσδόκην παρθένους και Δομνίναν την μητέρα αυτών»).

Ακούγοντας τα εκκλησιαστικά άσματα τής εποχής του, διαπιστώνει πως η μουσική ενώνει τους ανθρώπους και εξαλείφει τις διακρίσεις μεταξύ τους, καθώς «δεν υπάρχει εδώ η διάκριση δούλου και ελεύθερου, ούτε πλούσιου και φτωχού, ούτε άρχοντα και παρακατιανού, αλλά όλοι συγκροτούν επίγειο χώρο ο οποίος μιμείται τον επουράνιο».

Μέγας Βασίλειος, Μέγας Αθανάσιος και Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι απόψεις των οποίων για τη μουσική αποτέλεσαν το υλικό τής τριλογίας μας «Η θεία καταγωγή της μουσικής. Από τους αρχαίους Έλληνες στους Πατέρες τού τέταρτου αιώνα», είναι σαφές πως διαπιστώνουν ότι η μουσική δεν μπορεί να αποξενωθεί, ούτε από την λατρεία ούτε από την καθημερινότητα των πρώτων χριστιανών. Απέναντί της είναι επιφυλακτικοί, όχι ως προς την ουσία της αλλά ως προς τη χρήση της και με τον τρόπο του ο καθένας, δίνει τις προϋποθέσεις ανάμειξής της στη ζωή τής Εκκλησίας. Μέχρι και σήμερα, ένα παραμένει το αδιαμφισβήτητο γεγονός: Η μουσική, από τη φύση της, παρακάμπτει τη λογική και απευθύνεται σε εσωτερικές δυνάμεις τού ανθρώπου. Ανάλογα με την ποιότητα τής πνευματικότητας εκάστου αλλά και με την πνευματική καθοδήγηση, η μουσική μπορεί να αποβεί παράγων συγκρότησης τής ψυχής και αρμονίας των ψυχικών δυνάμεων, η οποία ετοιμάζει με τον καλύτερο τρόπο την πνευματική πρόοδο τού πιστού.