Αναμνήσεις από το πρωινό εκείνο

27 Οκτωβρίου 2022

Το πρώτο τρίωρο

Στις 3:55 το πρωί (ήταν πια 28 Οκτωβρίου) στο σπίτι του φαντάρου κτύπησε το τηλέφωνο. Από ημέρες τώρα –κατόπιν διαταγής– είχε το τηλέφωνο πλάι στο κρεβάτι του. Τα άρπαξε πριν ξυπνήσουν οι δικοί του, είπε το όνομά του, και άκουσε τρεις μόνο λέξεις, μια καμπάνα που ηχοβόλισε δαρμένη από τον άνεμο –… «σχέδιον Α΄ επείγον». Τίποτε άλλο. Μόνο που η φράση «σχέδιον Α΄ επείγον» επαναλήφθηκε δυο φορές. Ένα «κλικ». Σιωπή τώρα εις το τηλέφωνο– μία αιωνιότης άρχιζε.

Ο φαντάρος μας, (το θυμάται ακόμα πεντακάθαρα και ας πέρασαν τόσα χρόνια) σηκώθηκε βιαστικός, και βιαστικά ήπιε ένα ποτήρι νερό. Τόσο βιαστικά που κόντεψε να πνιγεί. Ντύθηκε βιαστικά, φόρεσε το περιβραχιόνιο που του είχαν δώσει να βάλει μόλις άκουγε τη συνθηματική φράση, ένα περιβραχιόνιο λευκό με κόκκινα γράμματα Γ.Σ., (δηλαδή Γενικό Στρατηγείο) και για πρώτη φορά, αφότου ήταν φαντάρος, έβαλε, φόρεσε τις αρβύλες του, μέσα στο σπίτι και αδιάφορος, αν θα ξυπνούσε τους δικούς του, κατέβηκε στο δρόμο τρέχοντας.

Το θέμα ήταν: πώς να πάει στο Γενικό Στρατηγείο, δηλαδή στα Παλαιά Ανάκτορα. «Το σχέδιον Α΄» σήμαινε «άφιξις στο επιτελείο με το γρηγορότερο μέσον». «Ίσως στην οδό Πατησίων να βρω μέσον», σκέφτηκε ο φαντάρος ανηφορίζοντας την οδό Ιθάκης. Θυμάμαι πως σκέφτηκε ακόμα:

– Φοβάσαι;

– Δεν ξέρω!

– Είναι πόλεμος άραγε;

– Θα το μάθει σε λίγο.

– Και τότε;

Μια απάντηση δεν έλαβε ο φαντάρος από τον εαυτό του.

Στο βάθος της οδού Πατησίων δυο φώτα αυτοκινήτου έσκιζαν το σκοτάδι. Ο στρατιώτης μ΄ ένα κλεφτοφάναρο φώτισε το καινούργιο του περιβραχιόνιο. Ένα μεγάλο ιδιωτικό αυτοκίνητο (Πακάρ ήταν το αυτοκίνητο) έσκουξε τα φρένα του και μια φωνή ακούστηκε:
«Τέτοια ώρα στο δρόμο, τι γυρεύεις, φαντάρε;»

Ήταν ο υπουργός Διοικητής Πρωτευούσης Κώστας Κοτζιάς που έσπευδε και αυτός προς το πρώτο Υπουργικό Πολεμικό Συμβούλιο, μετά από επείγον τηλεφώνημα που είχε δεχθεί. Είπε στο φαντάρο που τον γνώριζε από άλλοτε:

– Δεν ξέρω αν θα νικήσουμε, δεν γνωρίζω καν, αν θα ζήσουμε. Μα, κάτι μου λέει ότι ούτε η στολή, ούτε οι στρατοί, τα Μπλίτς, τα Στούκας, τα τανκς νίκησαν τη Γαλλία. Είναι κάτι άλλο, κάτι εντελώς άλλο.

– Όμως υπάρχει η Νορβηγία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Πολωνία που κι αυτά έπεσαν.

– Αγαπητέ μου, είπε ο Κοτζιάς, αυτά έγιναν με τον πόλεμο κεραυνό, με την έκπληξη και με τους αλεξιπτωτιστές. Όμως η Γαλλία είναι κάτι άλλο. Ο λαός, η διοίκηση, οι κυβερνήσεις δεν ήθελαν.

– Και εμείς;

-Εμείς, καλό μου φανταράκι, πάντοτε πολεμούμε μόνοι. Πάντοτε πολεμούμε χωρίς ελπίδα. Και να σου πω, επειδή δεν έχουμε ελπίδα ίσως γι’ αυτό δοξάζομαστε.

-Άλλες εποχές, άλλα μέσα.

– Λάθος, κάθε εποχή έχει τα δικά της μέσα κάθε πόλεμος τα δικά του όπλα. Πάντοτε, από τον Τρωϊκό πόλεμο στο ΄22, στη μικρά Ασία, όλες οι μάχες των πολέμων χρειάζονται θυσία, ανθρωποθυσία. Νικάει, ή τουλάχιστον δοξάζεται όποιος έχει ψυχή. Και να σου πω;

Από ψυχή –δόξα σοι ο Θεός– οι Έλληνες παρέχουμε.

– Και φτάνει ψυχή για να πολεμήσει στον άξονα

– Δεν ξέρω… δεν ξέρω…, κάτι μου λέει πως φθάνει. Να δεις που θα ξαναγίνουμε Ζάλογγο.

– Δηλαδή, θάνατος και καταστροφή με μόνη ακέραια την τιμή;

– Και αυτό, το βρίσκεις λίγο;

Προλάβει ο Μιχαηλίδης

Είναι πια έξι το πρωί. Στο ξενοδοχείο της μεγάλης Βρετανίας –Γενικό Στρατηγείο– όλοι εργάζονται, σα μια κυψέλη μέλισσες. Κυψέλη, όμως, χωρίς κηφήνα.

Στις 10 το πρωί σημαίνει ο πρώτος συναγερμός. Τα ιταλικά αεροπλάνα φτάνουν στην Αθήνα. Με τάξη, χωρίς θόρυβο, δίχως ανακατωσούρα, όλο το συγκρότημα κατεβαίνει στα καταφύγια –στα ειδικά δωμάτια– και η δουλειά συνεχίζεται, εκεί. Την άλλη μέρα, στις 10 το βράδυ, μια φράση του Μεταξά, αρπάζει ο φαντάρος μας. Την έλεγε ο πρωθυπουργός στο Γεωργίο Βλάχο (στον πάρα πολύ σπουδαίο δημοσιογράφο που, εκείνο κι όλας το πρωί, είχε γράψει στην «Καθημερινή» το πρώτο από τα πολλά και έξοχα πολεμικά του άρθρα με τίτλο: ΤΟ ΣΤΙΛΕΤΟ)…

Έλεγε λοιπόν ο Μεταξάς στον Γεωργίο Βλάχο:

– Αν ο Μιχαηλίδης επιτύχη εντός δύο εβδομάδων να τελειώσει το έργο του, ε φίλε μου –τι να σου πω– έχω … έχω πολλές ελπίδες…ελπίδες σου λέω να … ρίξουμε τους ιταλούς στη θάλασσα!

Ποιος είναι αυτός ο Μιχαηλίδης, σκέφτηκε ο φαντάρος μας.

Σ’ ένα απ’ τα 200 τραπέζια –γραφεία της πρώην τραπεζαρίας του ξενοδοχείου– δηλαδή του Γενικού Στρατηγείου –ανάμεσα στους άλλους αξιωματικούς, εργάζεται ένας μικρόσωμος αδύνατος, μαυριδερός αντισυνταγματάρχης. Είναι ο Μιχαηλίδης. Άρχισε «έργον του» στις 4:50 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου, και δεν έφυγε (από το γραφείο– τραπέζι) ούτε για να φάει, ούτε για να κοιμηθεί, ως τις 12 Νοεμβρίου. Στις 3:15 το πρωί της 12ης Νοεμβρίου.

Ο φαντάρος μας παρακολουθήσε τον άνθρωπο –το ανθρωπάκι αυτό– όλες τις ημέρες και όλα τα βράδια. Είδε να κοκκινίζουν τα μάτια του από την αϋπνία, είδε να ρυτιδιάζει ακόμα περισσότερο το αδύνατό πρόσωπό του, είδε να φουσκώνουν, να βγαίνουν οι φλέβες (να πετάγονται) από τα χέρια του, από το λαιμό του, τον είδε «να μπαίνει» –πραγματικά να μαζεύει– μέρα με τη νύχτα. Νύχτα μέρα, ο Μιχαηλίδης σούφρωνε!

Στις 12 Νοεμβρίου –από τις 28 Οκτωβρίου– ο Μιχαηλίδης πήγε να κοιμηθεί. Είχε προλάβει την επιστράτευση. Είχε προλάβει να στείλει επάνω το στρατό, είχε προλάβει να τον ενισχύσει με εφόδια. Εξάλλου το έλεγε το ανακοινωθέν, το πρώτο χαρμόσυνο ανακοινωθέν μας.

Ασφαλώς τέτοια παραδείγματα θα υπάρχουν πολλά. Ο φαντάρος μας αυτό είδε κι έζησε και αυτό διηγείται… ένα από τα πολλά που συνέθεσαν την εποποιία του 40.