Αντάμωμα χαμένων αδελφών

16 Οκτωβρίου 2020

Η παρέα όλο και πύκνωνε, όλο και απλωνόταν από την παρουσία μικρών και μεγάλων, που με ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρακολουθούσαν αυτές τις αληθινές ιστορίες, όσο και αν ήσαν συγκινητικές ή τραγικές.

Ο χώρος κάτω από τη βαθύσκια καρυδιά του Άνθιμου γέμισε κόσμο. Άλλοι καθόντουσαν σε μεγάλες πέτρες, άλλοι στο ντουβάρι της ξηρολιθιάς, άλλοι σε σκαμνάκια ή καρέκλες ακόμη και σε κούτσουρα ή κιλίμια, που είχαν στρώσει γι’ αυτό τον σκοπό.

Όταν έγινε και γνωστό, ότι ο Σταύρος συγκεντρώνει στοιχεία, πέρα από τα γεγονότα που ακουμπούν την πατρική του οικογένεια, στοιχεία και πραγματικά συμβάντα, τα οποία είχαν τις ρίζες τους εκεί στις αλησμόνητες πατρίδες και τα κλαδιά τους απλώνονται στην Ελλάδα, ο καθένας που γνωρίζει κάτι, θέλει να το αφηγηθεί. Η υποχρεωτική ή η αναγκαστική φυγή από την Ανατολική Ελλάδα (Θράκη, Πόντος, Καππαδοκία, Ιωνία κλπ.) με τη φοβερή γενοκτονική λαίλαπα, την «μικρασιατική» καταστροφή και την πρώτη στην ιστορία τέτοια προσφυγιά, θέλουν όλοι κάτι να πουν, κάτι να διηγηθούν για την πραγματική οδύσσεια των δικών τους ανθρώπων. Μερικοί παραδίδουν κείμενα, απλοϊκά γραμμένα και εντελώς ανορθόγραφα, αλλά βγαλμένα μεσ’ απ’ την ψυχή της, τα οποία αναφέρονται σε δραματικά και τραγικά γεγονότα, πέρα για πέρα αληθινά, ιστορίες ανθρώπινες, χαραγμένες με δάκρυ κι αίμα, που για κανένα λόγο δεν πρέπει να τις σβήσει ο χρόνος.

Το κάθε γεγονός θα μπορούσε ν’ αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστού πονήματος και αφηγήματος, μένοντας κληρονομιά στις γενεές, που ακολουθούν και που είναι ανάγκη να διατηρήσουν με κάθε τρόπο τις μνήμες αυτής της πραγματικής εθνικής κληρονομιάς, η οποία αποτελεί και μέρος αναπόσπαστο του συνόλου της ιστορίας μας ως λαού. Έτσι μόνο δεν θα χαθεί και δε θα ξεχαστεί στο διάβα του χρόνου.

Αρκετοί απασχόλησαν ιδιαίτερα τον Σταύρο και σε συντομία αναφέρθηκαν σε περιστατικά των δικών τους προγόνων, ενώ άλλοι του παρέδωσαν αφηγήσεις γραμμένες σε κασετόφωνο ή σε σελίδες σχολικού τετραδίου.

Επειδή όμως ο χρόνος του Σταύρου και της οικογένειάς του ήταν περιορισμένος, πλησίαζε δε η μέρα της αναχώρησης τους, έκανε επιλογή των ενδιαφερομένων. Επέλεξε πέρα από την πρώτη περίπτωση του Φελεκίδη, την ιστορία του Μιχάλη Παπαδόπουλου από την Καλλίφυτο, της Παρθένας από την Ψηλή Ράχη και του Δημήτρη Βουτσά από το Τείχος.

***

Με τον Μιχάλη Παπαδόπουλο γνωρίστηκε ο Σταύρος και η Ειρήνη στις επαρχιακές πόλεις Heilbronn και Necharsulm της Βάδης-Βυρτεμβέργης στη Γερμανία, όπου υπηρετούσαν οι δυο τους ως αποσπασμένοι δάσκαλοι για τα ελληνόπουλα της περιοχής. Γνωρίστηκαν οι δύο οικογένειες και οι σχέσεις τους έγιναν στενά φιλικές. Ο Σταύρος είχε μαθήτρια τη μεγάλη τους κόρη Ελένη και η Ειρήνη τη δεύτερη. Η τρίτη κορούλα τους βαπτίστηκε από τους δύο και πήρε τ’ όνομα Ιωάννα. Έτσι η φιλία τους η οικογενειακή, έγινε συγγένεια πνευματική.

Ο πατέρας του Μιχάλη, μεγάλης ηλικίας γέροντας, ζούσε στο χωριό της Δράμας Καλλίφυτος. Όλα τα χρόνια της ζωής του στην Ελλάδα, εδώ και 54 χρόνια, από το 1922, δεν έπαψε να αναζητά τη μικρή του αγνοούμενη αδελφή, εκεί στον Πόντο, όπου την έχασε. Είχαν απομείνει από την οικογένειά του μόνο τα δυο τους, αφού όλοι οι υπόλοιποι δικοί τους άφησαν την τελευταία τους πνοή στο μακελειό, που έγινε στην εκκλησία και στο σχολείο του χωριού του.

Αυτός μεγαλούτσικος τότε, όταν αντιλήφθηκε, ότι πλησιάζουν στο χωριό οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν, άρπαξε την αδελφούλα του και κρύφτηκαν στο στάβλο του Τούρκου γείτονα τους Αλή Εχτιάρογλου, με τον οποίο είχαν καλές σχέσεις, γιατί ήταν καλοκάγαθος άνθρωπος και δεν υπήρχαν μεταξύ αυτού και των ελλήνων χριστιανών του χωριού προβλήματα.

Όταν οι τσέτες πάτησαν το χωριό κι άρχισαν να μαζεύουν μικρούς και μεγάλους και κατάλαβε ο Αλή, τί θα επακολουθήσει, αντέδρασε και τον απείλησαν. Τον πίεσαν μάλιστα να ομολογήσει, αν έχει και πού, κρυμμένους Αρμένιους και Έλληνες χριστιανούς. Φυσικά αρνήθηκε, γιατί δεν είχε ιδέα ο άνθρωπος.

Έπαιρνε να σουρουπώνει. Μπήκαν κι έψαξαν στον αχυρώνα χωρίς αποτέλεσμα. Μετά συνέχισαν το ψάξιμο στον στάβλο. Ευτυχώς όμως (ο πατέρας του Μιχάλη) ο Γιάννης, πήρε την αδελφούλα του Ελενίτσα και από μια πλαϊνή πορτούλα του στάβλου έφυγε μαζί της, από ένα μονοπάτι, που έβγαζε στα χωράφια του χωριού.

Μέσα σ’ αυτά υπήρχαν μικρά κτίσματα, κάτι σαν αποθήκες, για ν’ αφήνουν κάποια πράγματα και εργαλεία οι γεωργοί και ιδιοκτήτες τους. Μπήκαν μέσα σ’ ένα από αυτά. Εν τω μεταξύ σκοτείνιασε, ενώ από τις φλόγες που τύλιξαν το χωριό, φωτίστηκε η γύρω περιοχή. Οι εγκληματίες ολοκλήρωσαν το κακό, αφού έκλεψαν, άρπαξαν, βίασαν και σκότωσαν, τώρα απολαμβάνουν, ως άλλοι Νέρωνες, τα κατορθώματά τους.

Έδωσε εντολή στη μικρή Ελενίτσα, να μην το κουνήσει από τη θέση της, ό,τι κι αν γίνει, μέχρι να ξαναγυρίσει. Θα βάδιζε μέσα στη νύχτα για να πάει σε κάποιο γειτονικό τους χωριό, όπου ζούσαν αρκετοί γνωστοί, φίλοι, ακόμη και συγγενείς, απ’ ό,τι θυμάται, για να ζητήσει βοήθεια και προστασία για τους δύο.

Κάποτε έφθασε, όπου όμως δυστυχώς αντίκρισε ερημιά και καπνίζοντα ερείπια. Ψυχή ζωντανή δεν υπήρχε πουθενά. Φώναξε, αλλ’ απόκριση δεν πήρε. Μόνο σκύλοι ούρλιαζαν και γάτες νιαούριζαν. Δεν ήξερε τί να υποθέσει. Ή όλους τους σκότωσαν ή όλους τους έστειλαν εξορία, καίγοντας τα σπίτια τους, αφού πρώτα βέβαια τα λεηλάτησαν.

Η αγωνία του χαράκωσε το πρόσωπο. Πήρε, τρομοκρατημένος και απογοητευμένος τον δρόμο του γυρισμού, βαδίζοντας προσεχτικά στο ίδιο μονοπάτι, μέσα στη βαθιά σκοτεινιά της νύχτας. Τα μονοπάτια τού ήταν γνωστά και από επισκέψεις που άλλοτε έκαναν σε γνωστούς, συγγενείς και φίλους στα γειτονικά χωριά ή όταν πήγαιναν να καλλιεργήσουν τα χωράφια τους.

Κάποτε επιτέλους έφθασε στο χωράφι και στο γιαπί, όπου είχε αφήσει την αδελφούλα του. Κόντεψε να …σπάσει η καρδιά του, να μείνει στον τόπο από ανακοπή. Είδε το γιαπί να καπνίζει και γύρω τ’ άλλα επίσης αποθηκάκια να καίγονται.

Αισθάνθηκε φρίκη! Άρχισε να την καλεί με τ’ όνομά της. Τίποτε. Καμμία απόκριση. Έψαξε γύρω σε ακτίνα τουλάχιστον 200μ. αλλά και πάλι τίποτε. Περίμενε να ξημερώσει. Ξανάψαξε στα ερείπια και δεν βρήκε τίποτε, ούτε ίχνος της αδελφής του. Αν έμεναν στον αχυρώνα, όπως είδε από μακρυά, θα είχαν καεί ζωντανοί. Ήρθαν εδώ τάχα για ασφάλεια και νάτα τα αποτελέσματα. Θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο και μοναδικό ένοχο, που την έχασε. Έπρεπε να την πάρει μαζί του, τη μοναδική, όπως αποδείχτηκε, που επέζησε μαζί με αυτόν από την οικογένειά του παπα-Σαρή Γιουβάν (τον παπά Ξανθογιάννη), γιατί ήσαν όλοι τους ξανθοκάστανοι και είχαν παπά στο σόι τους. Τους είχε μείνει το παρατσούκλι = σαρή Γιουβάν.

Μέρες τριγυρνούσε σαν το αγρίμι κι έψαχνε. Αισιοδοξούσε, ότι είναι ζωντανή η αδελφούλα του και ας μην ξέρει, τί της συνέβη και πού βρίσκεται.

Έτσι ο Γιάννης έσμιξε με άλλους Έλληνες κι έφτασε πρόσφυγας, ορφανό και ασυνόδευτο παιδί, στην Ελλάδα και κατέληξε στην Καλλίφυτο της Δράμας. Ποτέ του όμως δεν ξέχασε την αδελφή του και δεν έπαψε να ελπίζει στο αντάμωμα τους, όσο ζει, προσευχόμενος καθημερινά, να την ξαναδεί, πριν πεθάνει.

***

Ο γιός του Μιχάλης, εργάτης στην αυτοκινητοβιομηχανία N811 στην Necharslum  (αργότερα Fiat) είχε συναδέλφους Έλληνες, Ισπανούς, Μαροκινούς, Ιταλούς και Τούρκους.

Στα διαλείμματα οι Τούρκοι έρχονταν κοντά του, να φάνε το κολατσιό τους, να πιούν το αναψυκτικό ή τον καφέ τους και να κάνουν το τσιγαράκι τους. Έπιαναν και κουβέντα μαζί του, γιατί

ο Μιχάλης μιλούσε καλά και τα τούρκικα. Τα είχε μάθει από τον πατέρα και τη μάνα του. Όταν είχαν ρεπώ ή ελεύθερο απόγευμα, οι Τούρκοι συνάδελφοι, προτιμούσαν το ελληνικό στέκι ή καφενείο, παρά το γερμανικό ή άλλο ξένο. Εκεί συζητούσαν, έπιναν κανένα τσάι, κανένα τσίπουρο, παίζοντας χαρτιά ή τάβλι. Εκεί και οι Έλληνες μαζί τους κάνοντας το ίδιο πράγμα ή διαβάζοντας οι μεν ελληνικές εφημερίδες, οι δε τουρκικές, κυρίως την Χουριέτ.

Αυτοί που τους συμπαθούσαν ήσαν οι Έλληνες. Γι’ αυτό επιδίωκαν τη δική τους παρέα. Εξάλλου εδώ στα ξένα είχαν κοινή μοίρα. Με τις άλλες εθνικότητες δεν τα πήγαιναν καλά.

Μια μέρα ο Μιχάλης καθόταν με φίλους του στο καφενεδάκι, συζητώντας και πίνοντας την μπύρα τους. Στο διπλανό τραπέζι ήσαν Τούρκοι συνάδελφοι γνωστοί από το εργοστάσιο, που συζητούσαν μεγαλόφωνα, αστειευόταν και πείραζε ο ένας τον άλλον.

-Έλα ρε και εσύ, Σαρή-Γιουβάν, που θα μου πεις ότι….

Λες και ηλεκτρικό ρεύμα χτύπησε τον Μιχάλη. Πετάχθηκε όρθιος και κατευθύνθηκε, σχεδόν τρέμοντας -ίσως να είχε χάσει και το χρώμα του- προς το μέρος της παρέας της διπλανής παρέας των Τούρκων.

–           Συνάδελφοι, συγχωρείστε με. Άκουσα καλά, πριν λίγο; Τι είπατε; Αναφέρατε κάποιο όνομα;

–           Τίποτε κακό, Μιχάλη. Δεν βρίσαμε κανέναν, απλά συζητάμε κι αυτός, όπως συχνά κάνει, επιμένει ότι έχει δίκαιο…

–           Ναι, αλλά τον αποκάλεσες Σαρή-Γιουβάν!

–           Και τί μ’ αυτό. Έτσι τον φωνάζουν στο χωριό.

–           Τι λέτε, βρε παιδιά; Και οι δικοί μου που χάθηκαν εκεί στην περιοχή της Πάφρας της Μαύρης Θάλασσας, αυτό το όνομα είχαν. Ο μόνος που γλίτωσε από τους συγγενείς μου είναι ο πατέρας μου, Γιάννης Παπαδόπουλος ή Σαρή-Γιουβάν. Πήρε το επώνυμο Παπαδόπουλος, γιατί στο σόι μας υπήρχε παπάς.

–           Τη μητέρα αυτού του φίλου μας, έτσι όλοι την ξέρουν στο χωριό μας εκεί στην πατρίδα…

Το τί ακολούθησε δεν περιγράφεται. Έγινε η πιο μεγάλη και απρόσμενη αποκάλυψη, από μία και μόνη φράση: Σαρή-Γιουβάν!

Η Ελενίτσα, μικρό και φοβισμένο κοριτσάκι τότε, όταν ο Γιάννης την άφησε στο γιαπί, πήρε ένα μονοπάτι και κλαίγοντας απομακρύνθηκε απ’ αυτό, παρακούοντας στην εντολή του αδελφού της: να μην το κουνήσει απ’ εκεί. Ευτυχώς κι έφυγε, γιατί είναι γνωστό τί ακολούθησε. Θα είχε «ψηθεί» ζωντανή στο καλυβάκι. Το μικρό βρέθηκε από έναν φιλάνθρωπο Τούρκο, και το τεκνοθέτησε. Το μεγάλωσε μαζί με τα δικά του παιδιά. Το μόνο που έμαθε από το παιδί ήταν το όνομα Σαρή-Γιουβάν. Μετά από μάταιες προσπάθειες του Τούρκου να βρεθούν κάποιοι της οικογένειας της, τελικά την κράτησε μαζί με τα δικά του παιδιά στο σπιτικό του.

Έτσι η Ελένη μικρό κοριτσάκι, μεγάλωσε σε θετή οικογένεια, χωρίς ποτέ της να μάθει το τραγικό τέλος των δικών την και χωρίς να θυμάται, παρά αμυδρά, την περιπέτεια της με τον αδελφό της, που ούτε τ’ όνομά του θυμάται, ούτε τη γενιά της.

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος από την Καλλίφυτο αξιώθηκε, πριν κλείσει τα μάτια του σ’ αυτήν τη μάταια ζωή, να ξανανταμώσει με την αδελφή του Ελένη, που έχασε εκείνο το φοβερό βράδυ μετά τη σφαγή και το χαλασμό στο χωριό τους. Τώρα απελευθερώθηκε από τις ενοχές και τον καημό, ότι έγινε αιτία να χαθεί η αδελφούλα του. Ύστερα από μισό αιώνα και πλέον αξιώθηκαν τα δύο αδέλφια, να σμίξουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

Γνώρισε τα παιδιά και τα εγγόνια της κι εκείνη τα δικά του. Στήθηκε στο εξής γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα σε εκείνους στον Πόντο και σ’ αυτούς εδώ στη Γερμανία και στην Ελλάδα.

Απίστευτα κι όμως αληθινά!

Πηγή: Σταύρου Ν. Παπαδόπουλου, Θυμάται… (Μνήμες βαθιά ριζωμένες στο χρόνο), σελ. 142-147, 1η έκδοση· Σεπτέμβριος 2017, Εκδόσεις Ινφογνώμων www.infognomon.com

ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑΣ: Θερμές ευχαριστίες προς τον πρωτοπρεσβύτερο π. Σταύρο Ν. Παπαδόπουλο και τον κ. Σάββα Καλεντερίδη των Εκδόσεων Ινφογνώμων για την άδεια που μας έδωσαν ώστε να αναδημοσιεύσουμε κάποια αποσπάσματα από το έργο «Θυμάται… (Μνήμες βαθιά ριζωμένες στο χρόνο), εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2017.