Ένα σύνθημα χιλίων χρόνων στο Βυζάντιο και τη Δυτική Ευρώπη

28 Οκτωβρίου 2020

Η χρήση συνθημάτων για αγώνα υπέρ θρησκείας και πατρίδας ήταν αρκετά διαδεδομένη στη Ρωσία, και ειδικά στο στρατό, κατά τους Ναπολεοντείους πολέμους. Είναι σίγουρο ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης που υπηρέτησε εκείνη την εποχή στο Ρωσικό Στρατό, όπως και άλλοι Έλληνες που είτε υπηρέτησαν επίσης είτε είχαν άλλες επαφές με τη Ρωσία, γνώριζαν αυτά τα συνθήματα πριν το 1821. Αλλά και στους υπόλοιπους Έλληνες το σύνθημα του Υψηλάντη ήταν ευνόητο λόγω της Ορθόδοξης παράδοσης. Έτσι υιοθετήθηκε αβίαστα, και στη διάρκεια της Επανάστασης αυτό επαναλαμβάνεται, άλλοτε αυτούσιο και άλλοτε περιφραστικά. Για παράδειγμα:

«Δύω χρόνους σχεδόν αγωνιζόμεθα εις τον ιερόν τούτον αγώνα τον υπέρ πίστεως και πατρίδος», (Π. Ζαφειρόπουλος προς Μινίστρο του Πολέμου, 16/3/1823)[63].

Σε πολλά έγγραφα εμφανίζεται όχι ως προσωπικός τρόπος του εκάστοτε γράφοντος αλλά ως παράγγελμα ή αγωνιστικός χαιρετισμός από διοικητικά όργανα, και δείχνει να είναι ευρύτερα αντιληπτό:

«Σας παραγγέλομεν το μάχεσθαι υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος και γυναικών και τέκνων» (Μινίστρος των Εσωτερικών προς Χίους, 1/4/1822),

«… σας παραγγέλλομεν το ‘Μάχεσθε υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος’ και σας ευχόμεθα ελληνικήν ανδρείαν …» (3 Μαρτίου «και πρώτω της Ανεξαρτησίας» [1822], Γερουσιαστές της Δυτικής Ελλάδος προς Καπητάνους, προκρίτους και λοιπούς ομογενείς κατοίκους Θεσσαλίας)[64].

Η αναζήτηση στα ψηφιοποιημένα Αρχεία Εθνικής Παλιγγενεσίας δίνει περί τα 45 αποτελέσματα με μικρές ορθογραφικές και συντακτικές παραλλαγές του συνθήματος, κυρίως «υπέρ (της) πίστεως και (υπέρ της) πατρίδος», ή «διά (την) πίστιν και (την) πατρίδα» ή «υπέρ πατρίδος και πίστεως» κτλ. Ενίοτε συναντάται και ο όρκος «μα τον Θεόν και την πατρίδα» (Φροντιστηριακή Εφορία Σαλαμίνος, προς τους εν Ερμιόνη πληρεξουσίους, 1827). Σε επιστολή πέντε επισκόπων της Πελοποννήσου προς την Εθνική Συνέλευση, αναπτύσσεται η αξία του αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος το οποίο και «διακελεύεται» προς κάθε Χριστιανό. Η επιστολή αρχίζει ως εξής:

«Αναφέρομεν, ότι η πίστις προς τον Θεόν και η αγάπη εις την πατρίδα, ότι είναι τα τιμιώτατα εις τον άνθρωπον, υπάρχει πασίδηλον. Διά τοι τούτο διακελεύεται έκαστος των χριστιανών, ένεκα τούτων, πίστεως και πατρίδος, αντιπραττόμενος να μάχηται μέχρι θανάτου.» (Ερμιόνη, 21/2/1827)[65].

Λογικά το σύνθημα διαδίδονταν κυρίως προφορικά μεταξύ των επαναστατών, σε μια εποχή όπου η εγχώρια τυπογραφία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και ο οιονεί κρατικός μηχανισμός πολύ ανίσχυρος για να το αναπαράγει. Είναι δεδομένο ότι η Επανάσταση είχε έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα και ότι οι επαναστάτες είχαν στόχο την απελευθέρωση μιας υπαρκτής πατρίδας, κάτι που διατυπώνεται και σε κείμενα όπως ο όρκος των Φιλικών και οι διακηρύξεις των Εθνοσυνελεύσεων.

Μεταξύ της ρωσικής και της ελληνικής περίπτωσης υπάρχει μια σημαντική διαφορά: Από την εποχή του Μ. Πέτρου η έννοια της ρωσικής πατρίδας είναι στενά δεμένη με το ρωσικό κράτος και τον τσάρο, ενώ οι Έλληνες δεν έχουν δικό τους ελεύθερο εθνικό κράτος ούτε εθνικό ηγεμόνα. Φαίνεται όμως ότι μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων υπήρχε η πίστη σε μια κατεχόμενη μυστική πατρίδα, λόγος για τον οποίο άλλωστε οι Τούρκοι αποκαλούνταν «αγαρηνοί», δηλαδή αποβλητέοι ξένοι χωρίς δικαιώματα. Αυτή η πατρίδα, ελληνο-βυζαντινή σε χαρακτήρα, είχε τα βασικά στοιχεία ενός σκαιώδους κράτους, με ηγέτες (Πατριάρχη, διαδόχους αυτοκρατορικών οικογενειών), πρωτεύουσα (Κωνσταντινούπολη), περιφερειακές διοικητικές δομές (κοινότητες, δημογεροντίες, ενορίες), εθνική-θρησκευτική ενότητα, επίσημη γλώσσα, και τους νόμους «των αειμνήστων Χριστιανών αυτοκρατόρων» όπως αναφέρεται στις πρώτες εθνοσυνελεύσεις. Πέρα από τη λαϊκή βούληση, όλα αυτά είχαν και ισχυρή θρησκευτική νομιμοποίηση, μέσω κατάλληλης ερμηνείας των Γραφών και των μεσσιανικών προφητειών που αναπαράγονταν από ανθρώπους της Εκκλησίας. Η Ιερουσαλήμ και οι υπόδουλοι Ισραηλίτες ήταν μια συνηθισμένη αλληγορία για την ελληνική πατρίδα και το έθνος/γένος, που συναντάται και σε επαναστατικές ομιλίες[66]. Σύμφωνα με τον Κολοκοτρώνη, «Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα. […] Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά»[67]. Ο Κολοκοτρώνης τονίζει και την ιεραρχία των λέξεων («πρώτα πρώτα είπαμε υπέρ Πίστεως και ύστερα υπέρ Πατρίδος»). Στις προκηρύξεις του Υψηλάντη η ελληνική πατρίδα φαίνεται να προσδιορίζεται γεωγραφικά στα Νότια Βαλκάνια και σαφώς διαχωρίζεται από τη Μολδαβία και τη Ρουμανία τις οποίες θεωρεί πατρίδες των Μολδαβών και των «Δακών»:

«Άνδρες Δάκες! Σήμερον αφήνω την ευλογημένην γην της Μολδαϋίας και πατώ εις το έδαφος της αγαπητής σας πατρίδος. […] Άνδρες Δάκες! Πορευόμενος όπου η φωνή της πατρίδος μου με προσκαλεί, …» (Ιάσιο, 3/3/1821)[68].

Στην προκήρυξη προς τους Έλληνες που φέρει τον τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», υπάρχουν ισορροπημένες αναφορές στην ελληνική πατρίδα, την αρχαία ιστορία, τα πολιτικά δικαιώματα και τα θρησκευτικά δικαιώματα. Γίνεται αναφορά στους καταπατημένους ναούς, το Σταυρό, την Ορθόδοξη πίστη, τους ιερείς και το σέβας προς την ιερά θρησκεία. Η τελευταία παράγραφος της προκήρυξης καλεί για «ελευθερία εις την κλασικήν γην της Ελλάδος».

Συμπέρασμα
Το επαναστατικό σύνθημα του ’21 «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» έχει προϊστορία τουλάχιστον μιας χιλιετίας στο Βυζάντιο και τη Δυτική Ευρώπη, όπως τεκμηριώνεται από τις γραπτές πηγές. Οι καταβολές του πιθανώς είναι ακόμα αρχαιότερες, όπως διαφαίνεται από τις λίγες προ-μεσαιωνικές ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές που σώζονται. Οι δύο ιδεολογικοί στυλοβάτες του, δηλαδή η έννοια της πατρίδας (με όποιες αποχρώσεις είχε κατά καιρούς) και η πίστη στην ύπαρξη θείων και ιερών οντοτήτων, είναι επίσης αρχαίοι. Στον ελληνικό χώρο το σύνθημα παύει να ακούγεται μετά την Άλωση, αλλά έχει μια λαμπρή συνέχεια στη Ρωσία, όπως και στη Δυτική Ευρώπη. Το σύνθημα περίπου όπως μας είναι γνωστό από την προκήρυξη του Υψηλάντη και τα έγγραφα της Επανάστασης ήταν πολύ διαδεδομένο στη Ρωσία μετά την εποχή του Μεγάλου Πέτρου. Στην επαναστατημένη Ελλάδα είχε επίσης μια φυσική αποδοχή, που λογικά οφείλεται στην προφορική και κρυφή εθνική κατήχηση που γινόταν στη διάρκεια της τουρκοκρατίας.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

[63] Αρχεία Ελλ. Παλιγγενεσίας. τ. 1, σ. 434.
[64] Ό.π., τ. 1, σ. 406 και σ. 463 αντίστοιχα.
[65] Ό.π., τ. 3, σ. 341.
[66] Για παράδειγμα, βλ. ανάλυση της ομιλίας του Παλαιών Πατρών Γερμανού την 8/20 Μαρτίου 1821 στην Αγ. Λαύρα, στο Γ. Λουκίδης, Δύο ομιλίες …, 2017.
[67] Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, Καταγραφή Γ. Τερτσέτη,επιμέλεια Τάσος Βουρνάς, Αθήνα 1983, σ.178. Αναφέρεται στο Κολιόπουλος Ι. κ.ά., Ιστορία …, βιβλίο μαθητή ΣΤ’ Δημοτικού, τ. 2, σ. 29. ● Αναφορές του Κολοκοτρώνη όπως «Η Γαλλική επανάστασις και ο Ναπολέων έκαμε κατὰ την γνώμην μου να ανοίξη τα μάτια του κόσμου …» πρέπει να είναι παρεμβάσεις του Τερτσέτη (ο οποίος κατέγραψε τα απομνημονεύματα), αφού είναι απίθανο ότι η μεγάλη μάζα του λαού (και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης) ήταν σε θέση να γνωρίζει ή να κατανοεί τα της Γαλλ. Επανάστασης. Είναι χαρακτηριστική η ισχνή παρουσία στην Ελλ. Επανάσταση συνθημάτων περί ισότητας, δημοκρατίας και συναφών εννοιών οι οποίες ήταν κεντρικές στη Γαλλική Επανάσταση.
[68] Φωτεινός Ηλίας, 1846, σ. 36.