«Μήτηρ δε άλλη μεν άλλου· κοινὴ δε πάντων, πατρίς»
14 Οκτωβρίου 2020Η αξία της ιδιαίτερης ή και της διευρυμένης πατρίδας ευρίσκεται και στα χριστιανικά δογματικά κείμενα. Κατά τα Ευαγγέλια, ο Χριστός ως άνθρωπος είχε σταθερή σχέση με την πατρίδα του, στην οποία επέστρεψε και έζησε συνεχώς μετά την προσωρινή διαμονή του στην Αίγυπτο, χωρίς να μετακινηθεί ποτέ σε μακρινές αποστάσεις. Μάλιστα ο ίδιος κηρύσσει ότι έχει (επίγεια) πατρίδα (Μτ. 13,57, Ιω. 4,44).
Αυτό έχει σημασία είτε εξετάζουμε το Ευαγγέλιο ως ιστορικό κείμενο είτε ως Διαθήκη του Θεού. Και στις δύο περιπτώσεις είναι συμβατό με την Παλαιά Διαθήκη, η οποία είναι και μια εξιστόρηση της σχέσης ενός λαού (του Ισραήλ) με την πατρίδα του, με τους άλλους λαούς και με τις πατρίδες των άλλων. Για τη διαφορά των Ευαγγελίων από την Π.Δ. ως προς τη νομιμοποίηση του πολέμου, και τη χριστιανική επανασημασιοδότηση του «Ισραήλ» θα αναφερθώ πιο κάτω.
Το ότι στην κλασσική και ρωμαϊκή αρχαιότητα ως πατρίς και patria νοείται συνήθως η τοπική πατρίδα, πιθανώς σχετίζεται με κάποια πρακτικά ζητήματα της εποχής, όπως οι περιορισμοί στις επικοινωνίες και η κυριαρχία των επαγγελμάτων που ήταν δεμένα με τη σταθερή κατοίκηση. Υπενθυμίζω ότι η λέξη στην κυριολεξία σημαίνει την πατρική γη, και εννοιολογικά και ετυμολογικά σχετίζεται με τους προγόνους (parens), τους συγγενείς (πατριά), και τα πατρο-παράδοτα[9]. Στην τελευταία κατηγορία περιλαμβάνεται η λατρεία των οικογενειακών («πατρώων») θεοτήτων, τα ξόανά τους, οι τάφοι των προγόνων κτλ.
Στην ελληνιστική, ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή υπήρξαν συνθήκες γεωπολιτικής ενοποίησης, δηλαδή μεγάλες επικράτειες με έναν ηγεμόνα, ένα νομικό σύστημα, ένα νόμισμα, μια επίσημη γλώσσα κτλ. Αυτό διευκόλυνε τη γεωγραφική επέκταση της σημασίας της πατρίδας, ενώ ταυτόχρονα διατηρήθηκε (μέχρι και σήμερα) και η σημασία της ιδιαίτερης τοπικής πατρίδας. Ταυτόχρονα όμως η τότε «παγκοσμιοποίηση» διευκόλυνε και την επαφή κάθε εθνότητας με άλλους, και συνεπώς τη συνειδητοποίηση ότι ο κόσμος είναι χωρισμένος σε εθνότητες, γλώσσες, θρησκείες και ήθη. Αυτό πρέπει να ήταν ένας παράγων που ενίσχυσε τα εθνικά συναισθήματα, ώστε μετά τη διάλυση των αυτοκρατοριών ήλθε σαν ομαλή εξέλιξη η δημιουργία ή απόπειρα δημιουργίας εθνικών κρατών/πατρίδων.
Ο Χριστιανισμός έδρασε παγκοσμιοποιητικά και ενοποιητικά με πολλούς τρόπους. Έφερε ορισμένες θρησκευτικές καινοτομίες, όπως η σύγχρονου τύπου θρησκευτική πίστη (fide), τα δογματικά κείμενα, και η έννοια της κοινής «ουράνιας πατρίδας»[10]. Η πίστη αναφέρεται στην προσωπική, σταθερή και έμμονη σχέση του ανθρώπου με έναν «ζηλότυπο» Θεό ο οποίος απαιτεί την αποκλειστικότητα, κάτι που δεν απαιτούσαν οι παγανιστικές θεότητες του παρελθόντος. Το δόγμα αυτό οδήγησε στη συγκρότηση των Χριστιανών σε μια μεγάλη «φαντασιακή κοινότητα», όπου όλοι, ανεξάρτητα της μεταξύ τους γεωγραφικής και κοινωνικής απόστασης, διάβαζαν ή ακροώνταν το ίδιο δογματικό βιβλίο, αποτελούσαν ένα Νέο Ισραήλ, είχαν κοινούς Πατέρες και Πατριάρχες, μια κοινή ουράνια πατρίδα, και όλοι ήταν μέλη του Μυστικού (=Μυστηριακού) Σώματος (Corpus Μysticus) του Χριστού. Αυτό βοήθησε και στην εδαφική ενοποίηση πολλών μικρών πατρίδων έτσι ώστε, για παράδειγμα, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή η Ρωσία αναφέρονται ως πατρίδες όπως θα δούμε.
Ιδέες περί διευρυμένης πατρίδας υπήρχαν και πριν τη χριστιανική εποχή, οι οποίες αποδίδονταν σε διαφόρους φιλοσόφους. Για παράδειγμα, στον Δημόκριτο αποδίδεται η άποψη ότι «ψυχής αγαθής πατρίς ο ξύμπας κόσμος»[11]. Τον 2ο μΧ αιώνα ο Λουκιανός πιστεύει ότι «όσα σεμνά και θεία νομίζουσιν άνθρωποι, τούτων πατρίς αιτία και διδάσκαλος»[12], όπερ υποννοεί ότι πληθυσμοί με κοινούς θεούς και ήθη μπορεί να έχουν κοινή πατρίδα. Έτσι η διευρυμένη πατρίδα δεν ήταν κάτι ξένο για τον πρώιμο Χριστιανισμό. Τον 4ο αιώνα ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός φαίνεται να θεωρεί κοινώς αντιληπτή και αποδεκτή την έννοια της διευρυμένης (γήινης) πατρίδας, αφού την αναφέρει σε μια επιστολή του σε σχέση με κάποιο κοσμικό ζήτημα[13].
Η ύπαρξη επίγειων πατρίδων με υλικές ανάγκες και κινδύνους έφερε τους Χριστιανούς μπρος σε ένα σοβαρό θεολογικό ερώτημα, όταν αυτοί ανέλαβαν τις ευθύνες διοίκησης του ρωμαϊκού κράτους: Είναι [;] σωστό και δίκαιο για τον Χριστιανό να συμμετέχει σε πόλεμο; Στον προχριστιανικό ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο, ο πόλεμος (και επομένως και αυτός υπέρ της πατρίδας ή των ιερών) ήταν κατ’ αρχήν κάτι αποδεκτό. Για τους Εβραίους επίσης είναι επιτρεπτός ο πόλεμος. Στην Παλαιά Διαθήκη είναι σαφές ότι «ο Κύριος είναι δυνατός πολεμιστής» (Εξ. 15,3) και σε πλείστες περικοπές επιτρέπει την εξολόθρευση των αντιπάλων με πόλεμο[14]. Όμως στην Καινή Διαθήκη δεν ευρίσκονται σημεία όπου ρητά αναφέρεται ο πόλεμος ως κάτι επιτρεπτό, χωρίς όμως και να απαγορεύεται (π.χ. Λκ. 3,33), ενώ ορισμένα σημεία μπορούν να ερμηνευθούν ως αντιπολεμικά (π.χ. Ιω. 18,35, Ιακ. 4, 1-3)[15]. Έτσι, τουλάχιστον κάποιοι από τους πρώτους Χριστιανούς Πατέρες (όπως ο Τερτυλιανός) ήταν αντίθετοι προς κάθε πόλεμο. Ο πρώτος Πατέρας της Εκκλησίας που προσπάθησε να συμβιβάσει τον πόλεμο με τη χριστιανική ζωή ήταν ο Άγιος Αμβρόσιος (2ο μισό του 4ου αιώνα), ο οποίος τόνισε και την έννοια του «δίκαιου πολέμου». Αυτή την έννοια διεύρυνε ο Άγιος Αυγουστίνος (354-430)[16] και την επεξεργάστηκαν πολλοί άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας και θεολόγοι αργότερα. Από τις ελάχιστες συναφείς περικοπές που υπάρχουν στο Ευαγγέλιο, ο Αυγουστίνος παραπέμπει στο περιστατικό όπου ο Πέτρος (ή κάποιος άλλος μαθητής) είναι έτοιμος να υπερασπιστεί τον Χριστό με το μαχαίρι (Μτ. 26,51, Λκ. 22,50). Αυτό οδήγησε στην ερμηνεία ότι και ο Χριστιανός μπορεί να υπερασπιστεί την πίστη του με τα όπλα[17]. Στην ίδια περίπου εποχή εμφανίζεται το λατινικό απόφθεγμα pugna pro patria (μάχου υπέρ πατρίδος), το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ τον Μεσαίωνα, συνήθως με την προσθήκη και της πίστης (fide). Βρίσκεται σε μια συλλογή λατινικών αποφθεγμάτων, τα «Δίστιχα», που αποδίδονταν σε κάποιον Διονύσιο Κάτωνα (Dionysius Cato), του 3ου ή 4ου αιώνα μ.Χ.