Το αξίωμα του Αρχιερέα στην Παλαιά και την Καινή Διαθήκη

8 Οκτωβρίου 2020

Αρχιερέας
Το αξίωμα του αρχιερέα (Κοέν χα-γκαντόλ ή κόεν χα-ρος) δεν ήταν το σημαντικότερο μόνο μέσα στο Ναό, αλλά και σε όλη την κοινωνία της Ιουδαίας στην μεγάλη ιστορία της[46]. Ο αρχιερέας ηγείτο όλους του ιερείς και λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος των Ιουδαίων.

Οι πρώτοι αρχιερείς αναφέρονται ότι ήταν ο Σαδδώκ και ο Αβιαθάρ κατά τον καιρό του Δαυίδ[47]. Οι αρμοδιότητες τους εκτός από λειτουργικές ήταν και κυβερνητικές κάτι που άκμασε ιδιαίτερα στην Ασμοναϊκή περίοδο, όμως με τον ερχομό των Ρωμαίων αρκετή από την δύναμη και την αίγλη των αρχιερέων χάθηκε[48]. Το δικαίωμα του αρχιερέα ήταν κληρονομικό και όπως μας αναφέρει ο Ιεζεκιήλ μόνο αυτοί που προέρχονταν από τον οίκο Σαδδώκ και ήταν μεγαλύτεροι από είκοσι ετών μπορούσαν να αναλάβουν την θέση, βέβαια το Σανχεντρίν με απόφαση του θα μπορούσε να κάνει δεκτούς και νεότερους αρχιερείς[49]. Ο αρχιερέας ήταν η κεφαλή του Σανχεντρίν και όλοι άκουγαν τον λόγο του. Ο αρχιερέας θεωρείτο ότι διακατεχόταν από σοφία και κατείχε το προφητικό χάρισμα, μια ιδιότητα που την λάμβανε από την σύνδεση που είχε με τον Θεό-Γιαχβέ.

Η ενδυμασία των αρχιερέων ήταν ιδιαίτερη και περίτεχνη. Ο αρχιερέας φορούσε πρώτα τα τέσσερα λευκά άμφια που φορούσαν όλοι οι ιερείς και αποτελούνταν από την μίτρα, τον χιτώνα, την ζώνη και το σαλβάρι. Έπειτα, φορούσε το λινό εφώδ που ήταν ένα είδος ποδιάς, ίδιο με αυτό που φορούσε ο βασιλιάς Δαβίδ. Επίσης, φορούσε έναν μακρύ μανδύα με κεντητά σχέδια ροδιών και κουδουνιών στην άκρη και ονομαζόταν μέιλ. Με την σειρά περνούσαν το χοσέν στο στήθος τους, όπου πάνω σε αυτό ήταν ραμμένοι οι δώδεκα πολύτιμοι λίθοι με τα ονόματα των φυλών, εκεί πίστευαν ότι βρίσκονταν τα ουρίμ και τα θουρίμ[50]. Τέλος, ο αρχιερέας στο μέτωπο του φορούσε το τζιτζ, επιμετωπίδα που ανάγραφε: «Άγιος τω Κυρίω»[51].

Από την ενδυμασία του αρχιερέα του δευτέρου Ναού απουσίαζαν τα ουρίμ και τα θουρίμ. Όμως, η ακριβή χρήση των αντικειμένων αυτών μας είναι άγνωστη, πολύ πιθανόν ο αρχιερέας προσαρτούσε τα αντικείμενα στο χοσέν με τους λίθους και με την βοήθεια τους προσπαθούσε να πάρει κάποια απάντηση από τον Θεό για τα προβλήματα που απασχολούσαν τον λαό.

Ο αρχιερέας ήταν όπως αναφέραμε ο μόνος που μπορούσε να μπει στα Άγια των Αγίων του Ναού. Η διαδικασία η οποία προετοίμαζε τον αρχιερέα να εισέλθει στα Άγια των Αγίων ήταν περίπλοκη και διαρκούσε μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης, είχε και ένα μεγάλο ποσοστό κινδύνου. Όταν εισερχόταν μέσα προσέφερε το ιερό τετραγράμματο όνομα του Θεού-Γιαχβέ, τελετή η οποία γινόταν μετά από εξαγνισμό πολλών εβδομάδων[52].

Κατά τη διάρκεια της τέλεσης του απαιτητικού τελετουργικού, ο αρχιερέας είχε τον κίνδυνο να λιποθυμήσει ή να αποβιώσει. Γι’ αυτό τον λόγο, όταν εισερχόταν μέσα στα Άγια των Αγίων, δενόταν με σχοινί σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι στον αρχιερέα να μπορούσαν να τον τραβήξουν έξω από τον χώρο οι υπόλοιποι ιερείς. Ο αρχιερέας ήταν ο φορέας όλων των αμαρτημάτων του λαού[53]. Όσο για την καθιερωμένη θυσία που λάμβανε χώρα κάθε μέρα, θα μπορούσε να την αναθέσει στον σαγκάν ή σε κάποιον άλλο ιερέα[54].

Παρόλα όμως τα προτερήματα όπως και οι ιερείς έτσι και ο αρχιερέας είχε ακόμη περισσότερους περιορισμούς για να διαφυλάσσετε η τελετουργική καθαρότητα. Δεν επιτρεπόταν να συμμετέχει στην θρηνήσει κάποιου νεκρού, αλλά ούτε και να έρθει σε επαφή με κάποιο νεκρό σώμα η με λεπρό. Επίσης, σε αντίθεση πάλι με τους απλούς ιερείς, ο αρχιερέας μπορούσε να παντρευτεί μόνο γυναίκα που δεν είχε νυμφευτεί ξανά και ήταν παρθένος[55].

Ο αρχιερέας κατά την περσική περίοδο ασχολούνταν με κοινωνικές και πολιτικές υποχρεώσεις. Αυτές οι υποχρεώσεις επιβάρυναν τους αρχιερείς, διότι ο Ιουδαϊκός λαός ήταν υπόδουλος. Ο θεσμός του αρχιερέα κατά την εποχή των Ασμοναίων και πρίν από αυτήν ήταν ισόβιος και προερχόταν από τον οίκο Σαδδώκ. Όμως, κατά την ρωμαϊκή περίοδο στην θέση του αρχιερέα διορίστηκαν εικοσιοκτώ άνδρες. Βέβαια, η κάθε κυβέρνηση διόριζε και καθαιρούσε τους αρχιερείς ανάλογα με το ενδιαφέρον και τα συμφέροντα τους, κάτι που παρουσιάζει το φαινόμενο της ύπαρξης πρώην αρχιερέων εν ζωή. Μια τέτοια περίπτωση είναι η αναφορά του Άννα και του Καϊάφα στο ευαγγέλιο του Ιωάννη[56]. Ο πρώτος υπηρέτησε το διάστημα μεταξύ 6-15 μ.Χ. και ο δεύτερος μεταξύ 18-36 μ.Χ. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο αρχιερέας που είχε υπηρετήσει κάποτε σε αυτή την θέση διατηρούσε την επιρροή του και το κύρος του[57]. Τέλος, η θέση του αρχιερέα έπαυσε να υπάρχει μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ το 70 μ.Χ. και την καταστροφή του Ναού[58].

[46] Schürer, et al., The history of the Jewish people in the age of Jesus Christ (175 B.C.-A.D. 135). Σελ. 227.
[47] Β΄ Σαμ. 17:15. 19:12. 20:25.
[48] Schürer, et al., The history of the Jewish people in the age of Jesus Christ (175 B.C.-A.D. 135).
[49] «καὶ ἡ ἐξέδρα ἡ βλέπουσα πρὸς βορρᾶν τοῖς ἱερεῦσι τοῖς φυλάσσουσι τὴν φυλακὴν τοῦ θυσιαστηρίου ἐκεῖνοί εἰσιν οἱ υἱοὶ Σαδδουκ οἱ ἐγγίζοντες ἐκ τοῦ Λευι πρὸς κύριον λειτουργεῖν αὐτῷ» Ιεζ. 40:46. Ζάρρας, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης. Σελ. 259.
[50] Τα δύο αντικείμενα αυτά ήταν πιθανόν τεραφίμ, μικρά δηλαδή, ειδώλια προγονικών ή άλλων θεών, τα οποία κρατούσα σε ιδιωτικά ιερά σε όλη την Ιουδαία και τη Συρία τουλάχιστον μέχρι την καταστροφή του πρώτου Ναού. Κατά την θρησκευτική μεταρρύθμιση του ο Ιωσίας περιόρισε την χρήση τους. Στον Ιεζεκιήλ ο βασιλιάς της Βαβυλώνας φαίνεται να τα χρησιμοποιεί για μαντικούς σκοπούς: «διότι στήσεται βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὁδὸν ἐπ᾽ ἀρχῆς τῶν δύο ὁδῶν τοῦ μαντεύσασθαι μαντείαν τοῦ ἀναβράσαι ῥάβδον καὶ ἐπερωτῆσαι ἐν τοῖς γλυπτοῖς καὶ ἡπατοσκοπήσασθαι ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ» Ιεζ. 21:26.
[51] Ζάρρας, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης. Σελ. 259.
[52] Schiffman, Understanding Second Temple and rabbinic Judaism.
[53] «ὰν μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ὁ κεχρισμένος ἁμάρτῃ τοῦ τὸν λαὸν ἁμαρτεῖν καὶ προσάξει περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ ἧς ἥμαρτεν μόσχον ἐκ βοῶν ἄμωμον τῷ κυρίῳ περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ» Λευ. 4:3 και «ἐὰν δὲ ὁ ἄρχων ἁμάρτῃ καὶ ποιήσῃ μίαν ἀπὸ πασῶν τῶν ἐντολῶν κυρίου τοῦ θεοῦ αὐτῶν ἣ οὐ ποιηθήσεται ἀκουσίως καὶ ἁμάρτῃ καὶ πλημμελήσῃ» (Λευ. 4:22).
[54] Schürer, et al., The history of the Jewish people in the age of Jesus Christ (175 B.C.-A.D. 135). Σελ. 227.
[55] Ferguson, Backgrounds of early Christianity. Σελ. 532.
[56] Ιω. 18:13.
[57] Schiffman, Understanding Second Temple and rabbinic Judaism.
[58] Ζάρρας, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης. Σελ. 262.