Ανοσοθεραπεία εναντίον Καρκίνου

15 Νοεμβρίου 2020

Η ανοσοθεραπεία ως τρόπος αντιμετώπισης του καρκίνου, είναι γνωστή εδώ και πολλές δεκαετίες, έστω και εμπειρικά. Ακόμη και στο παρελθόν, οι επιστήμονες αναγνώριζαν ότι το ανοσοποιητικό σύστημα του οργανισμού ήταν η πρώτη γραμμή άμυνας εναντίον του καρκίνου. Αυτή η μέθοδος ονομάζεται ακόμη «βιολογική θεραπεία», «βιοθεραπεία» ή «θεραπεία μετατροπής βιολογικής αντίδρασης». Μπορεί να εφαρμοστεί είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες.

Οι πρόσφατες εξελίξεις στη μοριακή βιολογία έχουν συμβάλει στην πλήρη διελεύκανση της δομής και της λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Η δομή αποτελείται βασικά από ορισμένα κύτταρα, όπως τα Τ και Β λεμφοκύτταρα, τα δενδρικά κύτταρα και τα κύτταρα-φυσικοί φονιάδες. Η δομή αυτή συμπληρώνεται από χημικές ουσίες που υπεισέρχονται στον ανοσοποιητικό μηχανισμό.

Η δημιουργία του καρκινικού κυττάρου αποτελεί ερέθισμα εγρήγορσης του ανοσοποιητικού μηχανισμού. Στην επιφάνειά του υπάρχουν ουσίες που ονομάζονται «αντιγόνα» και προσλαμβάνονται και προσροφώνται από τα δενδριτικά κύτταρα, τα οποία μετά από αυτή τη διαδικασία μεταβάλλονται σε αντιγονοπαρουσιαστικά. Τα κύτταρα αυτά ενεργοποιούν τα Τ-λεμφοκύτταρα, τα οποία μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τα αντιγόνα και χάρη στη γνωριμία αυτή αναγνωρίζουν στη συνέχεια και τα καρκινικά κύτταρα και προσκολλώνται επάνω τους. Κατά την ένωση του Τ-λεμφοκυττάρου και του καρκινικού κυττάρου αναπτύσσονται δυνάμεις που άλλες ενισχύουν αυτήν την ένωση και άλλες την αναστέλλουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται μια ισορροπία, που άλλοτε στρέφεται προς το μέρος του Τ-λεμφοκυττάρου και το ισχυροποιεί με αποτέλεσμα το καρκινικό κύτταρο να καταστρέφεται, και άλλοτε στρέφεται κατευθείαν προς το μέρος του καρκινικού κυττάρου, με αποτέλεσμα το τελευταίο να διαφεύγει.

Οι δυνάμεις αυτές γίνονται και ελέγχονται μέσω ορισμένων ρυθμιστικών «σημείων» που έχουν διάφορα ονόματα. Τα πλέον γνωστά και μελετημένα είναι το PD-1, PD-L1, CTLA-4, που παίζουν ρόλο ανασταλτικό στην καταστροφή των καρκινικών κυττάρων από τα Τ-λεμφοκύτταρα. (Κοσμίδης, 2018).

Η σύγχρονη ανοσοθεραπεία έχει εκμεταλλευθεί αυτήν τη γνώση και με τη βοήθεια της κλινικής έρευνας έχει αναδειχτεί πλέον σε σημαντικό παράγοντας θεραπείας του καρκίνου. Ανοσοθεραπευτικά φάρμακα αναστέλλουν τη λειτουργία των ρυθμιστικών σημείων PD-1, PD-L1, CTLA-4 ενισχύοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη λειτουργία των Τ-λεμφοκυττάρων, και χάρη στην ενίσχυση αυτή, τα καρκινικά κύτταρα καταστρέφονται. Τα ανοσοθεραπευτικά αυτά φάρμακα είναι μονοκλωνικά αντισώματα, πολλά εκ των οποίων έχουν εγκριθεί από τις αρχές και μπαίνουν σιγά-σιγά στην καθημερινή κλινική εφαρμογή. Είδη καρκίνου, στα οποία μέχρι τώρα η ανοσοθεραπεία αποδείχτηκε αποτελεσματική είναι του πνεύμονα, του νεφρού, της ουροδόχου κύστης, καθώς επίσης το μελάνωμα και κακοήθειες του αιμοποιητικού συστήματος.

Όμως τα φάρμακα της ανοσοθεραπείας, παρά την αποτελεσματικότητά τους, έχουν το μειονέκτημα του υψηλού κόστους. Έτσι, αδυνατούν να ανταποκριθούν στην αγορά τους οι ασθενείς που ανήκουν στα μεσαία και στα κατώτερα οικονομικά στρώματα, ειδικά σε εποχές οικονομικής κρίσης. Σε τέτοιες περιόδους, ο προϋπολογισμός των ασφαλιστικών ταμείων επιβαρύνεται ασφυκτικά. Υπάρχουν δυσκολίες στην έγκριση διακίνησης των φαρμάκων υψηλού κόστους. Για το λόγο αυτό, η επιστημονική κοινότητα επιχειρεί να αντιμετωπίσει τους ασθενείς εκείνους που θα έχουν τη μεγαλύτερη πιθανότητα να βοηθηθούν, ώστε να δικαιολογείται το κόστος των φαρμάκων της ανοσοθεραπείας. Ο εντοπισμός αυτός επιτυγχάνεται με τη χρήση βιοδεικτών, κάτι που μπορεί να συμβεί και με φάρμακα άλλων θεραπειών.

Οι βιοδείκτες είναι ουσίες που ανιχνεύονται στη βιοψία του καρκίνου ή στο αίμα και η παρουσία τους μπορεί να προβλέψει τη θετική, αποτελεσματική έκβαση της θεραπείας. Οι βιοδείκτες αποτελούν κλειδί σήμερα στην αντιμετώπιση του καρκίνου, όταν μάλιστα χρησιμοποιούνται ιδιαίτερα ακριβά φάρμακα.

Η στρατηγική αυτή αποτελεί τη βάση για εξοικονόμηση πόρων προς όφελος των ασθενών, διότι τα ακριβά φάρμακα χρησιμοποιούνται μόνο σε εκείνους τους ασθενείς για τους οποίους υπάρχει η πιθανότητα να θεραπευτούν. (Κοσμίδης, 2018).

Στην ανοσοθεραπεία, και ιδιαίτερα όταν αυτή εφαρμόζεται για τη θεραπεία του καρκίνου του πνεύμονα, ο βιοδείκτης που εντατικά ερευνάται σήμερα είναι το PD-L1. Πρόκειται για μια χρώση που λαμβάνει χώρα στο κομμάτι του όγκου που έχει αφαιρεθεί, προκειμένου να πραγματοποιηθεί η βιοψία. Εκφράζεται στα καρκινικά κύτταρα και είναι από τα πλέον σημαντικά «ρυθμιστικά σημεία» που συμβάλλουν στην ένωση καρκινικού κυττάρου με το Τ-λεμφοκύτταρο. Έτσι ονομάζεται το σημείο όπου δρουν τα αντι-PD-1 και αντι-PD-L1 ανοσοθεραπευτικά φάρμακα. Αν και η αξία του αποτελέσματος της έκφρασης του PD-L1 δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί, ωστόσο υπάρχουν μελέτες που θεωρούν ότι όσο πιο θετική είναι η χρωστική έκφραση του PD-L1, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα οφέλους του ασθενούς με καρκίνο από την ανοσοθεραπεία. Βεβαίως, απαιτείται η εύρεση περισσότερων στοιχείων για να τεκμηριωθεί η παραπάνω διαπίστωση. Εφόσον όμως αποδειχθεί η αξία του βιοδείκτη, τότε οι ρυθμιστικές κρατικές αρχές θα έχουν την δυνατότητα να δικαιολογήσουν το αυξημένο κόστος σε σχέση με το όφελος που θα προσφέρεται σε συγκεκριμένους ασθενείς με καρκίνο. (Κοσμίδης, 2018).

Από τα παραπάνω προκύπτει σαν συμπέρασμα ότι η ανοσοθεραπεία, μολονότι έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει, ωστόσο έχει μπει πλέον στην κλινική πράξη, έχοντας μάλιστα κάνει αρκετά αισθητή την παρουσία της.

Τα βασικά σημεία της ανοσοθεραπείας είναι τα παρακάτω:

α) Η δράση της ανοσοθεραπείας επιτυγχάνεται με την ενεργοποίηση και την ενίσχυση του ανοσοποιητικού μηχανισμού που συντελεί στην εξαφάνιση του καρκίνου.

β) Οι παρενέργειες της ανοσοθεραπείας είναι συνήθως ήπιες και έτσι οι ασθενείς τις αποδέχονται σχετικά εύκολα.

γ) Η δυνατότητα επιλογής των ασθενών είναι μία σημαντική παράμετρος για να δικαιολογηθεί το ακριβό κόστος των φαρμάκων ανοσοθεραπείας.

δ) Οι βιοδείκτες αποτελούν σημαντικό εργαλείο για την επιλογή και η χρώση PD-L1 είναι πολλά υποσχόμενη. (Κοσμίδης, 2018).