«Εγώ την Εκκλησία την θέλω…»

2 Νοεμβρίου 2020

Πολλές φορές ακούμε τη φράση αυτή, ειπωμένη συνήθως από ανθρώπους που έχουν μηδαμινή ή εντελώς περιθωριακή σχέση με την Εκκλησία, ενώ αποκαλύπτει μία μετάθεση του κέντρου βάρους της χριστιανικής συνείδησης αυτού που την εκφράζει. Αντί δηλαδή ο συγκεκριμένος χριστιανός να ζει και να κινείται ως μέλος του σώματος του Χριστού που είναι η Εκκλησία, άρα να υπόκειται ο ίδιος στο σώμα και να υποτάσσεται στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας, αυτός αντιθέτως, ως να είναι υπερκείμενός της και συνεπώς κριτής της, ζητά να την «κανονίσει». Και κυρίως με τη φράση αυτή τι ζητά; «Να μην έχει πολύ κόσμο όταν πάει στο ναό» – το ναό συνήθως εννοεί ως Εκκλησία. «Να μη φορούν πολυτελή άμφια οι παπάδες και οι δεσποτάδες» – οι κληρικοί γι’ αυτόν συνιστούν την Εκκλησία. «Να καλύψει η Εκκλησία το οικονομικό έλλειμμα της πατρίδας» – το κοινωνικό έργο και η φιλανθρωπία είναι η μόνη κατ’ αυτόν αποστολή της Εκκλησίας∙ διότι ζει αυτός με τον μύθο της άπειρης περιουσίας της, την οποία νέμονται οι παπάδες και δεν την προσφέρουν στον κόσμο.

Χωρίς καμμία διάθεση ωραιοποίησης ιδίως του ανθρωπίνου της Εκκλησίας πρέπει να σημειώνουμε κάθε φορά τα αυτονόητα:

(1) Ότι Εκκλησία δεν είναι οι κληρικοί. Οι κληρικοί αποτελούν και αυτοί μέλη της Εκκλησίας, όπως και οι λαϊκοί, που σημαίνει ότι μπορεί να στέκουν στην πίστη ή να εκπίπτουν από αυτήν. Η Εκκλησία αποτελεί το ζωντανό σώμα του Χριστού, με κεφαλή τον ΄Ιδιο, η αγιότητά της άρα οφείλεται σ’ Εκείνον και όχι σε κάποια από τα μέλη της, και κατά συνέπεια στον Χριστό πιστεύουμε και όχι σε ανθρώπους, έστω και παπάδες. Η μετατόπιση της προσοχής στους κληρικούς, σαν να εξαρτάται η πίστη από αυτούς, αν δεν φανερώνει παχυλή άγνοια, αποκαλύπτει την «πονηρία» ορισμένων, που θέλουν στην πραγματικότητα να δικαιολογήσουν το δικό τους έλλειμμα στην πίστη και στο χριστιανικό βίωμα. Συνιστά δηλαδή ένα άλλοθι, για να εφησυχάζουν την ένοχη συνείδησή τους και τη χαλαρότητα του τρόπου της ζωής τους.

(2) Ότι ο ναός δεν είναι η Εκκλησία. Ονομάζουμε κατ’ επέκταση Εκκλησία και το ναό, το κτίσμα, γιατί εκεί συναθροίζεται ο λαός του Θεού – ο λαός ως σώμα Χριστού αποτελεί τον αληθινό ναό – επειδή διευκολύνεται στην προσευχή και την τέλεση των μυστηρίων και των ακολουθιών. Ως τόπος συνάθροισης λοιπόν του λαού του Θεού δεν μπορούμε να έχουμε την απαίτηση να μην υπάρχει κανείς άλλος μέσα σ’ αυτόν, πλην…ημών! Η απαίτηση ή έστω και η απλή επιθυμία για κάτι τέτοιο φανερώνει ότι δεν νιώθουμε συνδεδεμένοι με τους άλλους πιστούς – απουσιάζει παντελώς η αγάπη, άρα και ο Θεός, από τη ζωή μας – συνεπώς επιλέγουμε μία ατομική θρησκευτικότητα (εγώ με τον «Θεό» μου) καταστρατηγώντας στην πράξη αυτό που είναι η Εκκλησία και ίδρυσε ο Χριστός.

(3) Ότι η Εκκλησία δεν έχει αμύθητα πλούτη. Ό,τι περιουσία έχει απομείνει στην Εκκλησία είναι στην πραγματικότητα δεσμευμένο και μη αξιοποιήσιμο, «σαν οικόπεδα μέσα στη θάλασσα!», ενώ το ελάχιστο εναπομείναν είναι προς κάλυψη των φιλανθρωπικών και λοιπών ιδρυμάτων της. Όσοι επιμένουν, μετά από τόσα που έχουν δημοσιευθεί για το θέμα αυτό, απλώς πετούν «πυροτεχνήματα» προς εντυπωσιασμό, συνεπώς κινούνται εκ του πονηρού. Κι από την άλλη, θα πρέπει κάποτε να κατανοηθεί η αλήθεια ότι το κύριο έργο της Εκκλησίας δεν είναι το φιλανθρωπικό και κοινωνικό, αλλά η σύνδεση του ανθρώπου με τον Θεό – ό,τι ήλθε να φέρει ο Χριστός στον κόσμο, που «ενηνθρώπησε ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»! Οπότε η Εκκλησία βεβαίως επιτελεί κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο αλλά ως συνέχεια και επέκταση της καθαυτό αποστολής της: της ένωσης του ανθρώπου με τον Τριαδικό Θεό.

pgdorbas.blogspot.com