Η ασημουργία στη λαϊκή παράδοση

27 Νοεμβρίου 2020

Πολύ παλιά παράδοση στην λαϊκή παράδοση έχουν η ασημουργία και η χρυσοχοϊκή, γιατί κι αυτές συνεχίστηκαν από τη Βυζαντινή εποχή στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και τον 17ο αιώνα και κυρίως τον 18ο, αιώνα γενικής ακμής της λαϊκής τέχνης, παρουσιάζουν μεγάλη πρόοδο και φτάνουν σε μια άνθηση πραγματικά μοναδική. Δημιουργούνται σημαντικά καλλιτεχνικά κέντρα, που η αίγλη τους απλώνεται σε όλη τη Βαλκανική.

Αυτό γίνεται επειδή, με τις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, πολλοί άνθρωποι, κυρίως έμποροι και ναυτικοί, πλουτίζουν και αρχίζει έτσι να διαμορφώνεται σιγά σιγά μια κάποια αστική τάξη, που αγοράζει χρυσαφικά και ασημικά για να υπογραμμίσει τον πλούτο της και την επιτυχία της. στους προηγούμενους αιώνες κανένας σχεδόν δεν ενδιαφέρονται για τέτοια πράγματα – η φτώχια ήταν γενική.

ΟΙ ΤΕΧΝΙΤΕΣ

Το μέταλλο που κυρίως δουλεύουν εκείνη την εποχή είναι το ασήμι, και οι ασημιτζήδες, αλλά και οι χρυσικοί  ή κοεμτζήδες (και κουγιουμτζήδες), δεν έλειπαν από πουθενά: παντού τους βρίσκουμε, πλανόδιους ή μόνιμα εγκατεστημένους, γιατί αυτοί φτιάχνουν τα πολύτιμα ασημέναι, χρυσά και μαλαματοκαπνισμένα ή φλωροκαπνισμένα ή ντουμπλαρισμένα, όπως τα έλεγαν τότε κοσμήματα που φοριούνταν με τις φορεσιές.

Οι καλύτεροι τεχνίτες βρίσκονται στη Μακεδονία, καθώς επίσης και στην Ήπειρο, όπου άλλωστε ανθίζουν όλες οι λαϊκές τέχνες –η δουλειά που γίνεται στα Γιάννενα και προπαντός στους Καλαρρύτες είναι εντελώς ξεχωριστή. Τα πιο ωραία ασημικά της Νεότερης Ελλάδας τα έχουν φτιάξει Καλαρρυτινοί.

Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΤΟ ΑΣΗΜΙ

Η πιο απλή και εύκολη διακόσμηση για τα ασημικά είναι η «χαραχτή», σχέδια που χαράζονται με το καλέμι, και ακόμα πιο απλή είναι η «χυτή», που γίνεται με καλούπια, και μόνο η τελική επεξεργασία γίνεται με το καλέμι. Πιο διαδομένα όμως είναι τα ασημικά που λέγονται «φουσκωτά» ή «χτυπητά» ή «σηκωτά». Για να φτιάξουν αυτά τα σκεύη λιώνουν το ασήμι και το κάνουν σαν έλασμα. Κατόπιν δίνουν σε αυτό το έλασμα, με τα κατάλληλα εργαλεία, το σήμα που θέλουν και ύστερα το τοποθετούν σε ένα τελάρο γεμάτο πίσσα και το διακοσμούν με το σφυρί και διάφορα καλέμια. Άλλη τεχνική είναι τα «συρματερά»: έφτιαχναν ασημένια σύρματα πολύ λεπτά, πάνω σε ειδική ατσάλινη πλάκα, και ύστερα τα συγκολλούσαν με λιωμένη σκόνη ασημιού ή τα κάρφωναν, σχηματίζοντας τελικά μια ασημένια δαντέλα –από τα παλιά όμως συρματερά δεν έχουν σωθεί παρά μόνον ελάχιστα. Άλλη τεχνική είναι τα «σμιλτάτα». Σ΄ αυτά έβαζαν το σμάλτο σε διαφράγματα από ασημένια σύρματα ή και σε απλά βαθουλώματα του ασημιού. Και τα δύο είδη λέγονται «τζοβαϊρικά σμαλτάτα». Άλλη επίσης τεχνική είναι τα «σαβάτια». «Σαβάτι», που λέγεται αλλιώς και «μαύρο σμάλτο», είναι και η τεχνική και το υλικό που χρησιμοποιείται (ένα μείγμα από ασήμι, χαλκό, μολύβι και κερί του θειαφιού)∙ μια τεχνική που τη συναντάμε πολύ συχνά στη διακόσμηση αντικειμένων από ασήμι, τόσο στην κοσμική όσο και στην εκκλησιαστική ασημουργία.

ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ, ΟΠΛΑ ΚΑΙ ΑΣΗΜΙΚΑ ΤΟΥ ΣΠΙΤΙΟΥ

Οι δυσκολίες και η άγνοια της συναλλαγής ανάγκαζαν τους ανθρώπους της εποχής εκείνης να αποταμιεύουν τις οικονομίες τους αγοράζοντας κοσμήματα. Ήταν ένας τρόπος να μαζέψουν την προίκα της κόρης τους (η φορεσιά μαζί με τα κοσμήματα περνούσε από τη μάνα στην πρωτοκόρη) ή ακόμα, σε δύσκολες στιγμές, όταν έπρεπε να φύγουν από τον τόπο τους για να γλυτώσουν, μπορούσαν, παίρνοντας μαζί τους το βιός τους, να ζητήσουν καταφύγιο κάπου αλλού. Σε μια ανάγκη ήταν επίσης δυνατόν να τα πουλήσουν. Γι  αυτό το λόγο, οι αλυσίδες και τα διάφορα περιδέραια είναι φορτωμένα με νομίσματα απ΄ όλες τις χώρες της Ευρώπης. Στην Κωνσταντινούπολη μάλιστα υπήρχε και ειδικό νομισματοκοπείο για χρυσά και ασημένια νομίσματα, που δεν κυκλοφορούσαν ως νομίσματα, απλώς στόλιζαν μ΄ αυτά τις φορεσιές τους και οι ίδιοι οι Τούρκοι και οι υπόδουλοι. Μαζί με τα νομίσματα, οι αλυσίδες μπορούσαν να έχουν κρεμασμένους και δίσκους συρματερούς. Πολλά από τα κοσμήματα ήταν στολισμένα με πολύτιμους ή ημιπολύτιμους λίθους.

Σήμερα δεν είναι καθόλου εύκολο να ξεχωρίσουμε ποια ήταν τα αρχικά κοσμήματα της φορεσιάς σε κάθε περιοχή, γιατί έχουν πολύ αναμιχθεί, αφ΄ ενός με τις διάφορες μετακινήσεις των πληθυσμών και αφ΄ ετέρου επειδή, όπως είπαμε, οι τεχνίτες ήταν και πλανόδιοι, αλλά και όσοι ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι έστελναν κι αυτοί να πουλήσουν τα κοσμήματά τους και μακριά από τον τόπο τους, σε παζάρια και πανηγύρια, όπως ακριβώς και οι χαλκωματάδες. Έτσι, όχι μόνον βρίσκουμε τα ίδια κοσμήματα σε ελληνικές περιοχές που απέχουν πολύ η μία από την άλλη, αλλά και σε χώρες της βαλκανικής –η φήμη των τεχνιτών ήταν μεγάλη και συχνά έπαιρναν παραγγελίες από μέρη μακρινά. Έτσι όπως έχουν αναμιχθεί τα κοσμήματα από τις διάφορες περιοχές, διαχωρισμός δεν είναι δυνατόν να γίνει παρά μόνον ένας: Κοσμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας και κοσμήματα της νησιωτικής Ελλάδας. Στα νησιά δηλαδή υπάρχουν και κοσμήματα που τα έχουν φέρει ναυτικοί από τη Δύση ή τα έχουν φτιάξει ντόπιοι τεχνίτες, με πρότυπα όμως δυτικά.  Υπάρχει βέβαια και η τουρκική επίδραση, καθώς και η ρωσική, στα είδη της Εκκλησίας.

Τα κοσμήματα φυσικά είναι για τις γυναικείες φορεσιές: σημάδια ή αρματωσιές του στήθους (ασημένια κοσμήματα) γιορντάνια, μπούκλες (στρογγυλές πόρπες), ασημοβέλονα (ασημένιες καρφίτσες ε πόρπη, απ΄ όπου κρέμεται μια αλυσίδα με χρυσό φλουρί που ακουμπάει ανάμεσα στα φρύδια), καρφοβελόνε (καρφίτσες με μεγάλο καφάλι για το στερέωμα της μπόλιας, δηλ του εξωτερικού μαντηλιού του καφαλόδεσμου), σκουλαρίκια, δαχτυλίδια, βραχιόλια, σεντζίρια (αλυσίδες με νομίσματα που στόλιζαν την ποδιά), κομποθηλιές (ασημένιες πόρπες) κτλ. Πολύ χαρακτηριστική είναι η ζώνη που είναι μετάλινη ή από ύφασμα, και τότε τη στολίζει μια πόρπη, που μπορεί να είναι διακοσμημένη με οποιαδήποτε τεχνική. Οι πόρπες, με τη μεγάλη τους ποικιλία, είναι από τα αντιπροσωπευτικά είδη της νεοελληνικής ασημουργίας.  Πολλά από αυτά τα κοσμήματα θεωρούνται σήμερα κειμήλια, γιατί για διαφόρους λόγους, δεν είναι δυνατόν τώρα πια να ξαναφτιαχτούν.

Για τους άντρες, οι τεχνίτες στολίζουν με δουλεμένο ασήμι τα σπαθιά, τα γιαταγάνια, τα καριοφίλια και τις μπιστόλες και φτιάχνουν και κιουστέκια (κόσμημα με πολλές αλυσίδες που συχνά σχηματίζουν σταυρό με μια διακοσμημένη πλάκα στη μέση) ή τσαπράζια, τα μόνα κοσμήματα που φορούν και οι άντρες, που, μαζί με τη φορεσιά τους, φοράνε φυσικά και τα χαϊμαλιά τους (φυλαχτά).

Η ΑΣΗΜΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Εκεί όμως που η ασημουργία φτάνει σε μεγάλο ύψος είναι τα εκκλησιαστικά σκεύη. Υπάρχουν δίσκοι, δισκοπότηρα, μίτρες, σταυροί, αρτοφόρια, λειψανοθήκες, ασημένιες εικόνες, καντήλια, θυμιατά και καλύμματα Ευαγγελίων εξαιρετικής τέχνης και ομορφιάς. Και το λέμε αυτό, παρόλο που δεν έχουν ακόμα μελετηθεί παρά ελάχιστα: Στα θησαυροφυλάκια των εκκλησιών, και προπαντός των μοναστηριών βρίσκονται πραγματικοί θησαυροί, γιατί τον 18ο αιώνα οι εύποροι πιστοί τα πλούτισαν με πλήθος προσφορών. Στα σκεύη αυτά, που προσφέρονται στην εκκλησία, είναι γραμμένο το όνομα εκείνου που τα προσφέρει, καθώς και η χρονολογία, και έτσι, αντίθετα με τα κοσμήματα, στα σκεύη αυτά μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή τους. Παρατηρούμε και κάτι άλλο: οι τεχνίτες, που έχουν επίγνωση της αξίας τους, υπογράφουν τα έργα τους, και οι υπογραφές των Καλαρρυτινών είναι πολλές.

Κάτι που δεν πρέπει να ξεχάσουμε είναι τα τάματα ή αφιερώματα. Όταν οι πιστοί παρακαλούν την Παναγία έ έναν άγιο να τους βοηθήσει, τάζουν  ένα τάμα, που μπορεί να το κρεμάσουν στην εικόνα, μπορεί όμως και αργότερα, αφού εκπληρωθεί αυτό που ζήτησαν. Τα τάματα είναι μικρά φύλλα από ασήμι ή επαργυρωμένο χαλκό και είναι απλοϊκά, χωρίς αξιώσεις τέχνης. Ωστόσο, παρ΄ όλη τη λιτότητά τους, κάποιο αίσθημα τέχνης αποπνέουν και παρουσιάζουν και ένα άλλο ενδιαφέρον, γιατί πολλές φορές τα έχουν χαράξει μόνοι τους οι πιστοί.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Όλη αυτή η άνθηση σταμάτησε απότομα με την Επανάσταση. Πολλοί τεχνίτες έφυγαν, οι Καλαρρυτινοί πέρασαν το 1821 στα Εφτάνησα κι έδωσαν νέα πνοή στην τοπική ασημουργία, άλλοι μετανάστευσαν σε άλλες χώρες της Βαλκανικής και γι  αυτό πολλά είδη της τέχνης αυτής, που βρίσκονται εκεί, δεν έχουν μόνο κοινά σημεία με τα ελληνικά εξαιτίας της κοινής βυζαντινής τους καταγωγής, έχουν και τη σφραγίδα της ελληνικής παράδοσης και τεχνοτροπίας, πολλές φορές μάλιστα είναι εντελώς όμοια με τα ελληνικά. Ουσιαστικά είναι ελληνικά. Άλλοι πάλι έφυγαν ακόμη πιο μακριά, στη Φλωρεντία, στη Ρώμη, στη Βενετία, στην Αίγυπτο, κι έτσι εξηγείται γιατί, ακόμη και σήμερα, πολλά μεγάλα κοσμηματοπωλεία σε πρωτεύουσες ευρωπαϊκές ανήκουν σε χρυσοχόους ελληνικής καταγωγής, και ιδίως σε απογόνους Καλαρρυτινών, αυτών των ίσως κάποτε πλανόδιων χρυσικών.