Είδες τον αδελφόν σου; Είδες Κύριον τον Θεόν σου!

18 Νοεμβρίου 2020

Εικόνα της Αναστάσεως, (Λεπτομέρεια)

Καθώς όλες αυτές τις μέρες εξερχόμεθα έντρομοι, εν πολλοίς, και κυκλοφορούμε, πλέον, με καλυμμένα τα πρόσωπά μας, κατηφείς και δυσφορούντες εις το μέσον της επιμένουσας πανδημίας, σκέφτομαι ξανά εκείνο των Γερόντων: «Είδες τον αδελφόν σου; Είδες Κύριον τον Θεόν σου!» έτσι, όπως το βρίσκουμε στο «Γεροντικόν» και σε όσα αναφέρονται μεταξύ άλλων και στον Γέροντα Απολλώ:
«Ο αυτός είπε περί της υποδοχής των αδελφών, ότι δει ερχομένους τους αδελφούς προσκυνείν· ου γάρ αυτούς, αλλά Θεόν προσκυνούμεν· είδες γαρ φησι τον αδελφόν σου, είδες Κύριον τον Θεόν σου· και τούτο, φησί, παρά Αβραάμ παρειλήφαμεν…» (Το Γεροντικόν, ήτοι αποφθέγματα αγίων Γερόντων, επιστασία Παύλου μοναχού, Αστήρ, Αθήνα 1960, σ. 20).

Είναι πρωτίστως εδώ η δυναμική του βλέμματος και η μαγεία της οράσεως. Το πρόσωπο του αδελφού μας, που είναι κατ’ εικόνα Θεού. Που μας πάει στο πρόσωπο του Θεού. Που μας οδηγεί στον τόπο της χαράς.

Σκέφτομαι, ακόμα, μαζί μ’ αυτά, πως κόλαση, είναι ο χωρισμός, η αποκοπή από τη δυνατότητα του κοινωνείν. Η αδυναμία μας να ιδούμε ή να βλέπουμε το πρόσωπο του Θεού. Και μαζί το πρόσωπο του αδελφού μας. Και συγχρόνως η αποξένωσή μας από την κοινότητα και συνακόλουθα η είσοδός μας στον απάνθρωπο και εφιαλτικό τόπο της ερημίας ή της απουσίας του προσώπου.

Αντιγράφω, λοιπόν, και πάλι από το «Γεροντικόν», σε σχέση με την κόλαση, ως κατάσταση, εκείνο του αββά Μακαρίου και την απόκριση του ιερέως των ειδώλων στο ερώτημα του Γέροντος περί κολάσεως και παραμυθίας:

«Ποία εστίν η παραμυθία και τις η κόλασις; λέγει ο αυτώ· όσον απέχει ο ουρανός από της γης τοσούτον εστι το πυρ το υποκάτωθεν ημών, από ποδών έως κεφαλής εστηκότων ημών μέσον του πυρός· και ουκ έστι πρόσωπον προς πρόσωπον θεάσασθαί τινα· αλλά ο νώτος εκάστου προς ετέρου νώτον κεκόλληται· ως ουν εύχη υπέρ ημών, εκ μέρους τις θεωρεί το πρόσωπον του ετέρου· αύτη εστίν η παραμυθία.» (Το Γεροντικόν, ό.π., σσ. 70-71).

Όσα βιώνουμε σήμερα, ως οικουμένη, αλλά και ως Χριστιανοί, έντρομοι και περιδεείς, εν φόβω, αποκομμένοι ο ένας από τον άλλο, συνιστούν, θα έλεγα, μια «πρόγευση» της κατάστασης ή της εμπειρίας της κολάσεως. Γι’ αυτό και μας είναι όλα αυτά βασανιστικά και εφιαλτικά. Γιατί είμαστε όντα εν αναφορά και εν κοινωνία προς τους ανθρώπους και προς τον Θεό.

Ύστερα από όλα αυτά, πιστεύω πως μόνο εκκλησιαστικώς μπορούμε να προσλαμβάνουμε όσα πειρασμικώς μας επισυμβαίνουν, για να δυνηθούμε να εισέλθουμε, μέσα από τη δοκιμασία των παθών του κόσμου τούτου, στον τόπο της χαράς και της πανηγύρεως, που είναι μια αντίστοιχη πρόγευση του παραδείσου.

Η εκκλησία, ως ευχαριστιακή σύναξη και ως κοινωνία των πιστών, ως μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας με τη Θεία Κοινωνία, παραπέμπει στον τόπο της χαράς. Όλα τα άλλα είναι εφιαλτικά και θλιβερά. Γι’ αυτό και κατά την Ευχαριστιακή Σύναξη είναι εξόχως «η Χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος… μετά πάντων ημών». Και όλοι μας εισερχόμαστε λειτουργικώς, κατά τρόπο μυστικό, στην Ευλογημένη «Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Που είναι ο Παράδεισος.

Χάρις, λοιπόν, και χαρά. Όλα λάμπουν και είναι χαρμόσυνα. Όχι χαρωπά, όπως τον εκκοσμικευμένο βίο. Λυτρωτικά και χαρμόσυνα και πανηγυρικά, κατά τρόπο μυστικό. Έχουμε την πασχάλια εμπειρία, τη διαπόρευσή μας και την είσοδό μας στον τόπο της χαράς. Στον τόπο της αναστάσεως. Στον τόπο του Φωτός, όπου καταλάμπει το πρόσωπο του Θεού. Χάρις και πανήγυρις και χαρμόσυνο μήνυμα της αναστάσεως του Κυρίου, και λύτρωσις και σωτηρία. αλλά και χαρμολύπη. Κι αυτό πρέπει να το θυμόμαστε πάντοτε.

Αυτή η απουσία του προσώπου, που είναι εικόνα Θεού, μας οδηγεί στην αίσθηση μιας καταθλιπτικής ερημίας. Στην αίσθηση της απουσίας και του υπαρκτικού κενού. Αυτό το υπαρκτικό κενό βιώνουμε σήμερα, με καλυμμένα τα πρόσωπά μας, αδυνατούντες να δούμε το πρόσωπο του αδελφού μας και να εισέλθουμε στη χαρά της κοινωνίας και επικοινωνίας με τον πλησίον. Γι’ αυτό και η απάνθρωπη εν πολλοίς κατάσταση, την οποία βιώνουμε.

Δεν είναι τυχαία η διαχρονική πρόσκληση – πρόταση και το ερώτημα πότε θα ιδωθούμε. Αυτό ζητούν οι άνθρωποι. Να ιδωθούν. Να δει ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Και να εισέλθουν μαζί στον τόπο της χαράς. Όλα τα άλλα είναι θλίψη και ερημία. Και δοκιμασία εν τω κόσμω, την οποία καλούμεθα εν υπομονή και καρτερικώς να διέλθουμε.