Πατερική Θεολογία και Θεοεγκατάλειψη

5 Νοεμβρίου 2020

Όπως η θεωρία της υποταγής του Υιού στον Πατέρα δεν μπορεί να γίνει δεκτή από την Ορθόδοξη πατερική παράδοση, έτσιτο αυτό ισχύει και για την σύγχρονη θεωρία την θεοεγκατάλειψης των προτεσταντών, έτσι όπως εκφάστηκε από τονJ. Moltmann.Η προαναφερθείσα θεολογική άποψη, προεκειμένου να ερμηνεύσει με κάποιον τρόπο την οδύνη των αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων εκείνης της εποχής, υποστηρίζει πως ο Θεός συμμετέχει στο πάθος και στην οδύνη του κτιστού κόσμου. Ο J. Moltmann θεωρεί πως η απόλυτη απάθεια του Θεού είναι μία επιρροή από την ελληνική φιλοσοφία, η οποία φιλοσοφούσε περί ενός αναιτίου υπερκείμενου όντος, όν το οποίο δεν επιθυμεί – θέλει κάτι από τα αιτιατά όντα και το οποίο δεν αγαπά κάτι άλλο εκτός του εαυτού του, διότι είναι πλήρες. 

Ο προαναφερθείς θεολόγος θεωρεί μεν τον Θεό απαθή, λόγω της οντολογικής του τελειότητας, αλλά όχι με τρόπο απόλυτο και αμετάβλητο, καθώς ο Θεός είναι συνάμα και εμπαθής, λόγω της υπέρμετρης αγάπης του, την οποία δείχνει προς τα κτίσματά του. Την στιγμή λοιπόν του πάθους του Ιησού Χριστού, ο Πατήρ εγκαταλείπει τον Υιό του επάνω στον Σταυρό, υποφέροντας τοιουτοτρόπως τόσο ο Πατήρ, όσο και ο Υιός από αυτόν τον επώδυνο αποχωρισμό[1]. Έπειτα από τις ανωτέρω παρατεθείσες θέσεις της θεοεγκατάλειψης, αρμόζει να παρατεθούν και ορισμένες απόψεις οι οποίες εμφανίζονται στον σύγχρονο ορθόδοξο χώρο, ενώ παράλληλα θυμίζουν την θεολογία του Σταυρού.

Σύμφωνα με τον μητροπολίτη Περγάμου « Η κραυγή Θεέ μου, Θεέ μου ίνα τι με εγκατέλιπες» την οποία εξεφώνησε ο Ιησούς Χριστός, την στιγμή της προσευχής Του στο όρος των Ελαιών, αποτελεί την πιό βαθιά εξήγηση της έννοιας του θανάτου στη Βίβλο.  Ο Χριστός βιώνει το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου, διά του θανάτου του πάνω στον Σταυρό.  Με άλλα λόγια, για τον Ιωάννη Ζηζιούλα, ο θάνατος χωρίζει τον Χριστό από τον Θεό[2].  Η ανωτέρα λεκτική διατύπωση του μητροπολίτου Περγάμου θυμίζει την θεωρία της θεοεγκατάλειψης των προτεσταντών και πιο συγκεκριμένα τον θεολογικό τρόπο σκέψης του J.Moltmann.  Ο θάνατος όμως, για την πατερική διδασκαλία, δεν διασπά την υποστατική ένωση, καθώς ο Υιός βρίσκεται αιωνίως πλησίον του Πατρός, πρίν, κατά τη διάρκεια και μετά την σάρκωση. Για τον π. Βασίλειο Θερμό ο Χριστός, πάνω στον σταυρό, αισθάνεται εγκαταλελειμμένος από τον Πατέρα Του προς τον Οποίο καταφεύγει με αγωνιώδεις δεήσεις.  Σύμφωνα με τον προαναφερθέντα συγγραφέα, ο Υιός – Χριστός έδειξε απόλυτη εμπιστοσύνη στον Πατέρα Του και αυτή η εμπιστοσύνη δικαιώθηκε με την Ανάσταση[3]. Κάθε άνθρωπος καλείται να γίνει εικόνα αυτής της εμπιστοσύνης Υιού – Πατρός, ώστε να υπερβεί τον θάνατο με την δύναμη του Χριστού[4].  Αυτές οι ανωτέρω παρατεθείσες σύγρονες ερμηνείες διαφοροποιούνται από τα συγγράματα των αγίων πατέρων της Εκκλησίας, ενώ παράλληλα θυμίζουν και προσεγγίζουν την θεωρία των προτεσταντών περί της θεοεγκατάλειψης.  Ο Χριστός, σύμφωνα με τους αγίους πατέρες, δεν εγκαταλείπεται ποτέ από τον Πατέρα, διότι είναι ομοούσιος με Αυτόν κατά την θεότητα και άρα άρρηκτα συνδεδεμένος μαζί Του.  Επομένως δεν είναι δυνατόν να γίνεται λόγος για εμπιστοσύνη του Υιού προς τον Πατέρα, διότι τα δύο θεία πρόσωπα ταυτίζονται κατά την ουσία, κατά την βούληση, κατά την ελευθερία και κατά την ενέργεια.  Η πίστη και εμπιστοσύνη είναι κατάσταση και τρόπος ζωής του ανθρώπου και μάλιστα πολλές φορές αμφιταλαντεύεται, χάνεται και ξανακερδίζεται μέσω οδύνων και ωδυνών, μέσω δακρύων και πόνων, μέσω της ασκητικής, καθαρτικής και φωτιστικής οδού.  Εάν γίνει δεκτός ο ισχυρισμός πως ο Υιός εμπιστεύεται τον Πατέρα,είναι σαν να γίνεται παραδεκτό το γεγονός ότι υπάρχει κάποιου είδους αποξένωση μεταξύ του Πατρός και του Υιού, η οποία αποξένωση για να υπερβαθεί, θα πρέπει ο Υιός να δείξει απόλυτη εμπιστοσύνη στο θέλημα του Πατρός.  Εξ ορθοδόξου απόψεως όμως τον μόνο που μπορεί να γίνει δεκτό είναι πως το ανθρώπινο θέλημα του Χριστού υποτάσσεται στο θείο θέλημα του Πατρός, το οποίο δεν είναι άλλο από τον ίδιο τον Υιό και Λόγο του Θεού.

Η υποστατική ένωση δεν είναι δυνατόν να αρθεί και να καταργηθεί ποτε, διότι εάν θεωρηθεί ότι ο Πατήρ αφαιρεί την θεότητα του Υιού του πάνω στον Σταυρό, τότε αναγκαστικά θα πρέπει να υποστηριχθεί ότι ο Υιός δεν είναι Θεός κατά φύσιν, αλλά έχει λάβει την θεότητα του ως δώρημα – χάρισμα από τον Πατέρα[5].  Επίσης, εάν θεωρηθεί ότι ο Υιός έλαβε την θεότητά Του κατά χάριν από τον Πατέρα, τότε ο υποστηριχτής τηςθεωρίας αυτής θα οδηγηθεί στην παραδοχή της αρειανικής αίρεσης.   Δεν εγκατέλειψε λοιπόν ο Πατήρ τον Υιό Του, ούτε ο Υιός κενώθηκε, με την έννοια ότι απέβαλλε ή εγκατέλειψε την θεότητα Του[6].  Σύμφωνα με τον αγ. Γρηγόριο τον Θεολόγο, ο Υιός δεν εγκαταλείπεται από τον Πατέρα, ούτε από την θεότητά του, η οποία δήθεν φοβήθηκε το πάθος και απετραβήχτηκε από τον πάσχοντα.  Αντιθέτως εμείς οι άνθρωποι είμαστε οι εγκαταλελειμμένοι και οι παραπεταμένοι και σώθηκαμε διά των παθών του απαθούς Υιού του Θεού[7].Στοιχείο επίσης της μη διάσπασης της υποστατικής ενώσεως είναι το γεγονός πως ο Ιησούς Χριστός ανεφώνησε «τετέλεσθαι», πρίν αφήσει εκουσίως το πνεύμα Του. Αυτό αποδεικνύει ξεκάθαρα και με σαφήνεια το γεγονός ότι ο ίδιος ο Χριστός είναι ο Κύριος της ζωής και του θανάτου και πως ο ίδιος επιθυμεί να πεθάνει πάνω στον Σταυρό, δεν Του το επέβαλλε και ούτε Τον εξανάγκασε κάποιος να το πράξει.  Επιπροσθέτως, στην Αγία Γραφή αναφέρεται το γεγονός πως βρισκόμενος ο Ιησούς Χριστός πάνω στον σταυρό, πρώτα έκλινε την κεφαλήν Του και μετά απεβίωσε, δείχνοντας πάλι το γεγονός πως εκούσια ο Ιησούς επεθύμησε τον θάνατόν Tου.

 

Σημειώσεις:

[1]RosinoGibelini, Η Θεολογία του εικοστού αιώνα, Μετάφραση: Παναγιώτης Υφαντής, εκδόσεις Άρτος Ζωής, Αθήνα 2016, σελ. 361 – 366

[2]Ιωάν. Ζηζιούλας, Ελευθερία και Ύπαρξη, Η μετάβαση από τον αρχαίο στον χριστιανικό Ελληνισμό, Πέντε μαθήματα στο Ίδρυμα Γουλανδρή – Χόρν, Αθήνα 2018, Εκδόσεις Δόμος, σελ. 111

[3]π. Β. Θερμός, Μουσικές για την ψυχή και τον κόσμο, Συμφωνίες δωματίου αλλά και ανοιχτού χώρου για τα καίρια, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2018, σελ.61

[4]Ο.π.

[5]Γ. Καραλής, Η μωρία του Θεού και η σοφία του ανθρώπου, διαδρομές μεταξύ Θεολογίας και    πνεύματος της εποχής, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2017, σελ. 119

[6] Η κένωση, σύμφωνα με τους πατέρες, δεν σημαίνει απαλλαγή της υποστάσεως του Υιού από την θεότητά της, αλλά σημαίνει το γεγόνος της πρόσληψης της ανθρωπότητας.  Έπίσης ο όρος κένωση δηλώνει την μακροθυμία και συγκατάβαση του Θεού και όχι την τροπή της θεότητας.  Αυτό σημαίνει ότι η σάρκωση έγινε αποκλειστικά για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και όχι για να ελευθερωθεί ο Υιός από την ανάγκη της θείας ουσίας, διά της ελευθέρας Του επιλογής να υπάρχει ως κτιστό όν.  Η άποψη ότι ο Θεός ελευθερώνεται από την ουσία του υπάρχωντας ως άνθρωπος δεν ευσταθεί.

[7]Γρηγόριος ο Θεολόγος, Λόγος Λ’, PG 36, 109ΑΒ