Προβληματισμός επί του ζητήματος της τεκνογονίας και της Εγκυκλίου της Ελλάδος (1937)

12 Νοεμβρίου 2020

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΤΕΚΝΟΓΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (1937)1

Το πρώτο πράγμα που θα αναρωτιόταν κάποιος απλός αναγνώστης και ενδιαφερόμενος για το θέμα, αλλά μη ειδικός επιστήμων, θα ήταν μάλλον το ζήτημα της γνώμης της ιατρικής και όχι μόνον επιστήμης επί των θεμάτων της αντισύλληψης κυρίως πάνω στα σημερινά επιστημονικά δεδομένα 80 χρόνια μετά. Και τούτο γιατί από την Εγκύκλιο, χρησιμοποιείται σφόδρα η γνώμη της τότε επιστήμης ως επιχείρημα κατά των τότε μεθόδων αντισύλληψης, και μάλλον επιλεκτικά.

Το επόμενο θα ήταν η απορία σχετικά με το βασικό ηθικό επιχείρημα της Εγκυκλίου, εκείνο δηλαδή που παρουσιάζεται η ανεμπόδιστη τεκνογονία και παιδοποιία ως εντολή Θεού! Και θα δημιουργούσε απορία διότι ο σημερινός άνθρωπος δεν λειτουργεί υπό την κατάσταση εντολών που δεν εξηγούνται στην ουσία τους και στην σημασία τους ως προς την σπουδαιότητα του περιεχομένου τους. γιατί δηλαδή εντέλλεται κάτι τέτοιο ο Θεός; Ποιο το όφελος για τη ζωή του ανθρώπου; Ποίες οι τότε συνθήκες όπου εγράφησαν οι Γραφές και υπό ποίο πρίσμα πρέπει να μελετηθούν σήμερα τέτοιου είδους εντολές; Άλλωστε όσον αφορά στο «αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», είναι πια γενικά παραδεκτό στην σύγχρονη ερμηνευτική επιστήμη, ότι λειτουργεί περισσότερο σαν ευλογία και παροχή δυνατότητας συνδημιουργίας, παρά ως επιτακτική εντολή. Ακόμη και το γενικευμένο «θέλημα του Θεού» όπως προτάσσεται η παιδοποιία αλλά περισσότερα η πολυτεκνία σε κάθε περίπτωση ζευγαριού, δημιουργεί προφανώς πρόβλημα διότι από άλλη έποψη, γνωρίζουμε ότι το θέλημα του Θεού για κάθε άνθρωπο, άρα και για κάθε ζευγάρι είναι διαφορετικό, ανάλογα με τα τάλαντα και τις δυνατότητες κάθε ατόμου και κάθε ζεύγους.

Διαφορετικά θα δημιουργούταν θεολογικό πρόβλημα σε σχέση με τα άτεκνα ζευγάρια που θέλουν αλλά δεν απέκτησαν παιδιά, ή και με ολιγότεκνα ζευγάρια που δεν τους έδωσε ο Θεός άλλα παιδιά. Σημασία εξάλλου έχει η καλλιτεκνία κι όχι η πολυτεκνία. Για την πρώτη εύχεται πολλάκις η Εκκλησία και στην ακολουθία του γάμου. Εκείνο που σώζει τους γονείς όσον αφορά την ιδιότητά τους είναι η ανατροφή των τέκνων τους κι όχι φυσικά ο αριθμός τους που ούτως ή άλλως δεν βρίσκεται στα δικά τους χέρια.

Εκείνο πάλι που θα ξένιζε τους σημερινούς χριστιανούς αναγνώστες της Εγκυκλίου είναι το σε πολλά σημεία και σύμφωνα βέβαια με τις αντιλήψεις της εποχής, απειλητικό και ηθικό ύφος του κειμένου. Οι σημερινοί ορθόδοξοι χριστιανοί γνωρίζουν και έχουν συνηθίσει πια από τις πνευματικές τους εμπειρίες στη σύγχρονη Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία σε αυθεντικό εν πολλοίς αγαπητικό και οντολογικό ύφος (κηρύγματα, κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής, αναγνώσματα, Εγκύκλιοι).Μια σημερινή Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος [2] θα έπρεπε  να προσέξει πολύ τα επιχειρήματά της που θα αναφέρονταν στον υπερπληθυσμό της γης ή στην εξαφάνιση της λευκής φυλής, διότι σήμερα δεν θα δικαιολογούνταν μια τόσο στενή θεώρηση των πραγμάτων.

Η Ελληνική Εκκλησία δεν θα πρέπει να σκέφτεται πια σαν Ελλαδική Εκκλησία που ποιμαίνει μόνο περί τα δέκα εκατομμύρια Έλληνες Ορθοδόξους, αλλά ως οικουμενική ορθοδοξία, διότι ουσιαστικά τα σύνορα των χωρών έπεσαν χάρη στην τηλεπικοινωνία και το διαδίκτυο, και οι πνευματικοί της ορίζοντες πρέπει να φτάνουν και σε δυνάμει Εκκλησίες, όπως θα ήταν, ας πούμε, εκείνη της Κίνας με ενάμισι δισεκατομμύρια κατοίκους. Το 1937 υπολογιζόταν ότι η γη θα μπορούσε να θρέψει εξαπλάσιο πληθυσμό. Τον αριθμό αυτό τον φτάσαμε σήμερα. Σε είκοσι χρόνια όμως όπου ο πληθυσμός θα έχει πάλι εξαπλασιαστεί θα μπορούμε να πούμε το ίδιο; Ήδη αναφέραμε την Κίνα. Η χώρα δεν μπορεί να θρέψει άλλους κατοίκους. Το κράτος απαγορεύει ρητώς το δεύτερο παιδί. Τι λόγο θα άρθρωνε σε αυτή την περίπτωση η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κίνας;

Η Εγκύκλιος απευθύνεται πρωτίστως στους χριστιανούς γονείς ή γενικότερα στα χριστιανικά ζευγάρια. Προτείνει πλήρη άφεση στα χέρια του Θεού. τούτο όμως χρήζει  εκκλησιολογικής προπαιδείας. Για να αφεθείς για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα στα χέρια του Θεού! Πρέπει να έχεις μεγαλώσει, για να μην πω «εκπαιδευτεί» έτσι ώστε από μικρός, και για τα πιο μικρά πράγματα να αφήνεσαι με εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Έτσι όλη σου τη ζωή με τα μικρά και μεγάλα της περιστατικά Του την αφιερώνεις, και η Θεία Χάρις θεραπεύει τα ασθενή και αναπληροί τα ελλείποντα.

Η σημερινή Εκκλησία πρέπει να εργαστεί πολύ και προς αυτή την κατεύθυνση αλλά και να γνωρίζει ότι το θέμα της θεολογίας της Οικονομίας για τα ασθενέστερα μέλη της πρέπει να τίθεται ίσως διακριτικά και σε κείμενα Εγκυκλίων. Ανάλογης παιδείας όμως πρέπει να τύχουν και οι πνευματικοί πατέρες, οι εξομολόγοι κληρικοί, πάνω σε τέτοια θέματα, διότι η Εγκύκλιος αναφέρεται και σε αυτούς επιφορτίζοντας τους με βαρεία ευθύνη.Έτσι, όπως φαντάζομαι σήμερα, η Εκκλησία δεν κάνει κάποιον ιερέα πνευματικό δίνοντας του μόνο το «Ιερόν Πηδάλιον», αλλά τον επιμορφώνει και εξετάζει και τα πνευματικά του χαρίσματα [3]. Άρα και για το θέμα της τεκνογονίας δεν πρέπει να τον αφήσει μόνο με μια τέτοιου τύπου και αναγκαστικά περιορισμένου βεληνεκούς εγκύκλιο.

     Βρίσκομαι επίσης σε θέση να γνωρίζω, ότι σήμερα, τέτοιου είδους σοβαρές εγκυκλίους, η Ιερά Σύνοδος δεν τις συντάσσει μόνη της, αλλά προϋπάρχουν επιτροπές από ειδικούς που γνωμοδοτούν και εισηγούνται λύσεις και προτάσεις. Έτσι για παράδειγμα, μια τέτοια εγκύκλιο θα έπρεπε να την είχαν προσυζητήσει επιστήμονες, ιατροί, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, θεολόγοι, έγγαμοι και άγαμοι κληρικοί, γονείς πολύτεκνοι ή άτεκνοι κλπ. Σε εποχές σαν το 1937, τα θέματα περιοριζόντουσαν στις συζητήσεις τους μόνο στην ιεραρχία ή το πολύ σε μια μικρή επιτροπή αποτελούμενη από επισκόπους και ίσως αγάμους λογίους κληρικούς. Το θέμα δε που δυσκολεύει πολύ έως σήμερα το όλο πρόβλημα είναι μάλλον το θέμα της αντισύλληψης, όπου επίσημα η Εκκλησία το δέχεται μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου κινδυνεύει η ψυχοσωματική υγεία της μητέρας, με ως μόνη τέτοια μέθοδο την άκρα και απόλυτη εγκράτεια του ζευγαριού στις γενετήσιες τους σχέσεις. Επειδή όμως το όλο ζήτημα η Εγκύκλιος το έθεσε ηθικά, γεννάται ευθύς το ερώτημα: Γιατί ενώ η αντισύλληψη γενικά δεν είναι ηθική, η αντισύλληψη ως εγκράτεια ειδικά είναι ηθική; Η προφύλαξη και οι μέθοδοί της γιατί απορρίπτονται ως ανήθικα; Έχει σχέση το όλο θέμα με τη σχέση ηδονής και οδύνης; [4] Τα ερωτήματα αυτά γεννούνται μεν, αλλά ως είναι φυσικό δεν μπορούν να απαντηθούν σε μια εγκύκλιο.

Πιο ρεαλιστική θα έπρεπε να είναι μια σημερινή Εγκύκλιος και σε ό, τι αφορά στο επιχείρημα του άνισου καταμερισμού του πλούτου. Δυστυχώς η κατάσταση ήταν πάντοτε έτσι (λίγοι πλούσιοι, πολλοί φτωχοί) και δεν πρόκειται να αλλάξει έως της συντελείας του αιώνος, όπως λένε και τα προφητικά κείμενα των Γραφών, διότι δεν θέλουν οι ίδιοι οι άνθρωποι (οι κρατούντες τον πλούτον) να την αλλάξουν. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, για να μπορέσει ο πλανήτης να ανταπεξέλθει τροφικά και καταναλωτικά στον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό της γης, θα καταφεύγουμε συνεχώς σε τεχνικές και μέσα παραγωγής που όπως έχει αποδειχθεί και είναι και επίκαιρο, θα επιβαρύνουν συνεχώς το οικοσύστημα και το περιβάλλον.

Το ίδιο ρεαλιστικά, δρώντας ίσως και πιο θεολογικά θα έπρεπε να χειριστεί το όλο θέμα, αλλά ειδικότερα εκείνο της αντισύλληψης, του «νεομαλθουσιανισμού» όπως το αναφέρει, θίγοντας τη σημασία που έχουν στην όλη πράξη, όπως και σε κάθε πράξη του ανθρώπου άλλωστε, τα κίνητρα που τον ωθούν στην εκτέλεσή της. φαινομενικά κάτι μπορεί να είναι άγιο ή αμαρτωλό, αρετή ή πάθοςž όμως αν τα κίνητρα είναι αντίθετα με το αποτέλεσμα, τότε αναποδογυρίζονται τα πάντα στα «μάτια» του Θεού. Έτσι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση, κίνητρο για την αντισύλληψηείναι η αγνή αγάπη προς την-τον σύζυγο, τα άλλα παιδιά, την υπόλοιπη κοινωνία και τον ίδιο το Θεό κατά περιπτώσεις, κι όχι βέβαια, ο φόβος, η απιστία, η δειλία, η νωθρότητα, η πλεονεξία, η ηδονή, ο εγωισμός, τότε, όπως έχουμε κατηχηθεί και βιώσει τόσα χρόνια τώρα στη ζωή της Εκκλησίας μας, το όλο ζήτημα δεν πρέπει να ειδωθεί στενά, ηθικιστικά και αυστηρά, αλλά με συμπάθεια, συγχωρητικότητα και ευρύτητα πνεύματος και χριστιανικής αγάπης.

Θεολογικά λοιπόν, αν και ομολογουμένως είναι πολύ δύσκολο να χωρέσει σε μια εγκύκλιο, πρέπει κάπως να τίθεται και να παρουσιάζεται και το θέμα της οικονομίας της Εκκλησίας μας σε τέτοια ζητήματα, διότι, άλλωστε, ολόκληρη η κτίση και η ιστορία της, στην οικονομία της θείας δημιουργίας υπάγεται κι όχι στην απόλυτη και άρρητη θεολογία της Αγίας Τριάδος. Αναγνωρίζουμε βέβαια το γεγονός, ότι όταν εκφράζεται επίσημα η διοικούσα Εκκλησία πρέπει να είναι φειδωλή στα θέματα της οικονομίας (επιείκειας), διότι επισήμως εκφράζεται γενικά, ενώ η οικονομία αφορά ειδικά σε συγκεκριμένα κάθε φορά πρόσωπα και καταστάσεις. Αλλά με κάποιο τρόπο, πρέπει διακριτικά να αφήνει την ευχέρεια σε όσους χειρίζονται τέτοια θέματα να ασκούν την θεολογία της οικονομίας κατά περίπτωση και με διάκριση. Τα επίσημα κείμενα της Εκκλησίας, όπως Εγκύκλιοι, πρέπει να εκφράζονται, κατά τη γνώμη μου, όχι όπως τα επίσημα νομικά κείμενα του κράτους που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή με τη μορφή υπαγορευομένων καθηκόντων προς τους πολίτες και τα μέλη της, αλλά με τη μορφή προτάσεων και συμβουλών που λειτουργούν ως προτάσεις πεπατημένης ασφαλούς ζωής και βίου και ως δείκτες αγιότητος.

Πάντως, για να επανέλθω συγκεκριμένα στην Εγκύκλιο του 1937, πρέπει  να ομολογήσω ότι ήταν μια καλή προσπάθεια για τα δεδομένα της εποχής της, και η Εκκλησία ανταποκρίθηκε ως μητέρα στο καθολικό πλέον αίτημα του ποιμνίου της να ομιλήσει για τα δύσκολα αυτά θέματα, που ως τότε λύνονταν ή περιπλέκονταν ακόμα περισσότερο μέσα στο εξομολογητήριο, και μόνον κατά βούληση και κατά προαίρεση.Η Εκκλησία δεν άργησε να μιλήσει, όπως την κατηγόρησαν πολλοί, διότι η Εκκλησία γνωρίζει ότι τέτοια θέματα στην ορθοδοξία δεν μπορούν να τεθούν και να λυθούν τελειωτικά, δηλαδή μιας και δια παντός. Και οι λύσεις δεν μπορούν να μπουν σε καλούπια. Όμως επειδή προηγήθηκαν οι επίσημες θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και της Αγγλικανικής [5], η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία πιέστηκε και αποφάσισε για την Εγκύκλιο του 1937.Γι’ αυτό πρέπει να θεωρηθεί υπό τις χωρο-χρονικές  προϋποθέσεις, καταστάσεις και εξελίξεις των δύσκολων εκείνων χρόνων με τις κοσμοϊστορικές αλλαγές και την ταχύτητα που της χαρακτήριζε.

Σημαντικό όμως πρέπει να θεωρηθεί και το πόνημα του καθηγητού κου Α. Μ. Σταυρόπουλου, το σχετικό με την Εγκύκλιο της Εκκλησίας της Ελλάδος και το πρόβλημα της τεκνογονίας [6], ο οποίος με την επιστημονική μεθοδολογία που τον διακρίνει εξέτασε και προσέγγισε το ζήτημα προσεκτικά και με διάκριση ώστε να γίνει ακουστός από τους ιθύνοντες, αλλά και συνέβαλλε, πιστεύω καταλυτικά, στον εντοπισμό και των μεθοδολογικών προβλημάτων που διέπουν την σύνταξη της, ώστε να αποφευχθούν τοιαύτα ανάλογα του «τότε», στο εγγύς και στο απώτερο μέλλον.

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ

 

Παραπομπές:

  1. Ολόκληρο το κείμενο της Εγκυκλίου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, περί του ζητήματος της Τεκνογονίας, είναι δημοσιευμένο στο βιβλίο του αρχιμανδρίτη Σεραφείμ Παπακώστα, Το ζήτημα της Τεκνογονίας, εκδόσεων αδελφότητος θεολόγων η «ΖΩΗ», σελ. 139-150.
  2. Υπάρχει μια νεώτερη και πολύ μικρότερη , η εγκύκλιος 2488 του 1989, της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά εντοπίζει πολύ στενά το θέμα στο ζήτημα του Δημογραφικού Προβλήματος της Ελλάδος, κρούοντας μόνον τον κώδωνα του κινδύνου για το Έθνος μας λόγω δραματικής μείωσης των γεννήσεων, και δεν μπαίνει σε άλλα ζητήματα σχετικά με την τεκνογονία.
  3. Ένα σημαντικό επιμορφωτικό σεμινάριο «τρέχει» αυτή τη στιγμή στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, και συγκεκριμένα στο Εργαστήριο Τοπικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Οικονομικού Τμήματος του Πα. Πει. Είναι ενταγμένο στο εξ’ αποστάσεως (e-learning) Πρόγραμμα με τίτλο «Κοινωνία-Πολιτισμός – Θρησκεία», διδάσκει ο γράφων το παρόν (Σταμάτιος Ζούλας) και απευθύνεται σε όλους όσους ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με την ποιμαντική του γάμου και της οικογένειας στον 21ο αιώνα ή απλά να ενημερωθούν. Υπάρχει στο LINK: http://www.etopa.gr/index.php/buy-lessons/και έχει τίτλο: «Η θεολογική διάσταση του Γάμου και της Οικογένειας».
  4. Ὁ ἅγιος Μάξιμος στὰ «διάφορα κεφάλαια περὶ θεολογίας, οἰκονομίας, ἀρετῆς καὶ κακίας», μεταξὺ τῶν ἄλλων, ἀναφέρεται καὶ στὴν δυαδικὴ σχέση μεταξὺ ἡδονῆς καὶ ὀδύνης. Βλ. Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου, Ἡ δυαδικὴ σχέση ἡδονῆς καὶ ὀδύνης, ΠΗΓΗ: περ. «ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ» Ἱ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγ. Βλασίου, τ. 172, Νοέμβρ. 2010.
  5. Της Ρ/καθολικής στο CastiConnubii 1930 και της Αγγλικανικής στο συνέδριο του Λάμπεθ το 1930 επίσης.
  6. Α. Μ. Σταυροπούλου, Το πρόβλημα της τεκνογονίας και η Εγκύκλιος της Εκκλησίας της Ελλάδος (1937). Συμβολή εις την ποιμαντικήν της τεκνογονίας εξ επόψεως ορθοδόξου. Αθήναι 1977.