Σκέψεις για την ποιοτική αναβάθμιση της τελετής του γάμου

20 Νοεμβρίου 2020

Είναι πλέον δεδομένο ότι ο αριθμός των πολιτικών γάμων και των συμφώνων συμβίωσης που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα, ξεπερνά τον αντίστοιχο των θρησκευτικών γάμων σταθερά τα τελευταία πέντε χρόνια (Καθημερινή, 27/1/2019).

Ως Εκκλησία καλούμαστε να εξετάσουμε το φαινόμενο αυτό, να ανακαλύψουμε τις αιτίες και να προτείνουμε ποιμαντικές κατευθύνσεις προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την συρρίκνωση του αριθμού των θρησκευτικών γάμων, έχοντας βέβαια επίγνωση ότι το ρεύμα του σύγχρονου αντιεκκλησιαστικού πνεύματος είναι πολύ δύσκολα αναστρέψιμο. Πρωτίστως, όμως και πέρα από τη δεδομένη τάση αποφυγής του θρησκευτικού γάμου από τα νέα ζευγάρια, θα πρέπει προβληματιστούμε πάνω σε ένα πιο σημαντικό φαινόμενο: την υποβάθμιση της ποιότητας του τρόπου τέλεσης του μυστηρίου, στο βαθμό που το μυστήριο, εκτός από την λειτουργική διάσταση, έχει σαφέστατα και ποιμαντικό αντίκτυπο, τουλάχιστον στους ανθρώπους που παρευρίσκονται σε αυτό. Κατά τη γνώμη μας η υποβάθμιση της ποιότητας του τρόπου τέλεσης του μυστηρίου είναι συγκοινωνούν δοχείο με την μείωση του αριθμού των θρησκευτικών γάμων στην Ελλάδα.

Αν και πιθανότατα, η εξεύρεση των αιτιών του φαινομένου δείχνει να είναι απλή υπόθεση, μάλλον είναι αρκετά περίπλοκη. Και αυτό διότι κάθε ζευγάρι που αποφασίζει να παντρευτεί αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, έχει τις δικές του προϋποθέσεις, τις δικές του αντιλήψεις, τη δική του κοσμοθεωρία και τη δική του θέση απέναντι στην Εκκλησία και την κοινωνία. Επομένως, παρά το γεγονός ότι για μεθοδολογικούς λόγους μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τα ζευγάρια ανάλογα με τις αιτίες που τους οδηγούν στον πολιτικό γάμο ή στο σύμφωνο συμβίωσης, είναι παραπλανητικό και αναποτελεσματικό να εφαρμόσουμε την ομαδοποίηση αυτή στην ποιμαντική πράξη. (Στην παρούσα συνάφεια θα κάνουμε λόγο μόνο για τις περιπτώσεις ζευγαριών που κατοχυρώνουν νομικά τη συμβίωσή τους, αφήνοντας συνειδητά κατά μέρος τα ζευγάρια που απλώς συζούν. Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό πόσο πολύ μεγαλώνει ο αριθμός των ζευγαριών που δεν προσέρχονται στο Ναό για να δεχτούν την ευλογία της Εκκλησίας).

Πριν ασχοληθούμε με τις αιτίες του φαινομένου αυτού, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι πλέον οι ποιμένες της Εκκλησίας συναντώνται και μπορούν να ασκήσουν ποιμαντική αναφορικά με το γάμο, μόνο με τα ζευγάρια που αποφασίζουν να παντρευτούν με θρησκευτικό γάμο –δηλαδή τα λιγότερα σε αριθμό. Αν και γίνεται πολύς λόγος για τις ευκαιρίες ποιμαντικής διακονίας στις συναντήσεις αυτές μεταξύ ζευγαριού και εφημερίου, μας διαφεύγει σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι ποτέ δε θα συναντήσουμε τα ζευγάρια που επιλέγουν τον πολιτικό γάμο ή το σύμφωνο συμβίωσης –δηλαδή τα περισσότερα σε αριθμό–  και που ήδη έχουν αποφασίσει να απαρνηθούν συνειδητά το εκκλησιαστικό στοιχείο της συμβίωσής τους. Είναι λοιπόν αποφασιστικής σημασίας η δράση που πρέπει να αναλάβουμε ως στελέχη της Εκκλησίας για να αντιστραφεί η κατάσταση.

Αιτίες

Αναφέρουμε επιγραμματικά πιθανές αιτίες που ωθούν τα ζευγάρια μακριά από τον θρησκευτικό γάμο:

Α. Αθεΐα.

Β. Έλλειψη εμπιστοσύνης στον οργανισμό της Εκκλησίας και στον κλήρο.

Γ. Έξοδα που αφορούν την τέλεση του μυστηρίου και των κοινωνικών υποχρεώσεων που ακολουθούν.

Δ. Προγαμιαία εγκυμοσύνη / βιαστική νομική κατοχύρωση του παιδιού.

Ε. Διαζευγμένο μέλος του ζευγαριού ή και τα δύο μέλη / μεγάλη ηλικία του ζεύγους / ύπαρξη παιδιών (παράγοντες που αποτρέπουν τους ανθρώπους από τον θρησκευτικό γάμο).

ΣΤ. Έλλειψη κατήχησης περί του γάμου και έλλειψη σεβασμού στο μυστήριο που θεωρείται μια παρωχημένη τελετή.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις είναι διαδεδομένες μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον της Ελλάδας, είτε συμφωνεί κανείς με το περιεχόμενό τους είτε όχι. Τι μπορεί, λοιπόν, να γίνει για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω αιτίες αποφυγής του θρησκευτικού γάμου; Κάποιες από τις αιτίες, όπως οι δύο πρώτες, καταλαβαίνει κανείς ότι ξεφεύγουν από τα όρια του παρόντος κειμένου, διότι αποτελούν ένα πολύ ευρύ ζήτημα που έχει σχέση αφενός με τις σύγχρονες διανοητικές τάσεις και αφετέρου με τη γενικότερη ποιμαντική εργασία της Εκκλησίας. Οι υπόλοιπες αφορούν ανθρώπους που θεωρούν τους εαυτούς τους μέλη της Εκκλησίας λίγο ή πολύ, αλλά η έλλειψη κατήχησης καθώς και η λανθασμένη ανάμειξη ή και ταύτιση πολλές φορές, των ‘‘θρησκευτικών’’ υποχρεώσεων με τις κοινωνικές υποχρεώσεις που ενδεχομένως συνεπάγεται ένας γάμος, οδηγούν τη σκέψη των ανθρώπων μακριά από τον Ναό.

Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να λάβει η Εκκλησία, είτε με κεντρική κατεύθυνση είτε ‘‘εκ των κάτω’’, ορισμένες πρωτοβουλίες αποκατάστασης της σημαντικότητας του μυστηρίου και της σοβαρότητάς του. Η αλήθεια είναι πως όταν τα στελέχη της Εκκλησίας αντιμετωπίζουμε το μυστήριο του γάμου και τα περί αυτό, όχι ως απλή γραφειοκρατική διαδικασία, αλλά με τη δέουσα σοβαρότητα, τότε και οι υπόλοιποι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι δεν πρόκειται απλώς για μια νομική ή κοινωνική σύμβαση με θρησκευτικό μανδύα, αλλά για σπουδαίο και αναγκαίο εκκλησιαστικό γεγονός.

Προτάσεις

Ως προς τη γενικότερη κατήχηση περί του γάμου, δεν έχουμε σκοπό να επεκταθούμε λόγω της φύσης του άρθρου. Θα αρκεστούμε όμως στην επισήμανση ότι χρειάζεται να τονιστεί η εκκλησιολογία του μυστηρίου. Διότι έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι ο γάμος είναι υπόθεση της οικογένειας, με τη στενή ή με την ευρύτερη έννοια. Έχει ατονήσει η εκκλησιολογική διάσταση του γάμου και συνεπώς και η χριστοκεντρική διάσταση. Ο γάμος τίθεται στη σωστή του βάση όταν γίνεται αντιληπτός ως μυστήριο μέγα «εἰς Χριστὸν καὶ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν». Έτσι το κέντρο βάρους μετατίθεται από το προσωπικό-οικογενειακό πλαίσιο (δεν εννοούμε τον αριθμό των προσκεκλημένων) στο εκκλησιαστικό πλαίσιο και αυτό συνεπάγεται την αίσθηση ότι κάτι όντως μεγάλο είναι ο γάμος, με αναφορά σε κάτι υπερβατικό, στον Θεό, και όχι μόνο ένα κοσμικό γεγονός. Ευχής έργον θα ήταν να επανασυνδεθεί το μυστήριο του γάμου με την Θ. Λειτουργία –πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο με τα σημερινά δεδομένα.

Πρακτικά τώρα, προκειμένου να τονιστεί η σοβαρότητα του μυστηρίου καθώς και η εκκλησιολογική του διάσταση, θα μπορούσαν να αναληφθούν όλες ή κάποιες από τις εξής πρωτοβουλίες (προφανώς θα υπάρχουν και άλλες προτάσεις που θα βοηθούσαν στην βελτίωση της κατάστασης):

Α. Κατάργηση της τέλεσης του γάμου κατά το Σάββατο, τουλάχιστον τις απογευματινές ώρες. Το μήνυμα που εκπέμπεται με τους γάμους του Σαββάτου είναι ότι η Κυριακάτικη Θ. Λειτουργία δεν είναι και τόσο σημαντική.

Β. Κατάργηση των υπερβολικών στολισμών τόσο εκτός, όσο κυρίως εντός του ναού. Σκοπός είναι να μην δίνεται η εντύπωση κάποιου είδους κοσμικής φιέστας.

Γ. Ελαχιστοποίηση ή και εκμηδένιση από την πλευρά των Μητροπόλεων και των ενοριών των εξόδων που απαιτούνται για την έκδοση άδειας γάμου.

Δ. Κατάργηση της ‘‘ταρίφας’’ και συνακόλουθα και της εκζήτησης ‘‘τυχερών’’ για την τέλεση του μυστηρίου.

Ε. Αποτροπή των φαιδρών συνηθειών της αργοπορίας της νύφης, του ρυζιού εντός του ναού και του πατήματος του ποδιού μετά από προσυνεννόηση του ιερέα με το ζεύγος.

ΣΤ. Επιμελημένη τέλεση του μυστηρίου με καθαρή, όχι βιαστική ούτε υπερβολικά αργή, ανάγνωση των ευχών και με ιεροπρέπεια.

Ζ. Περιστολή των αλλεπάλληλων γάμων στον ίδιο ναό που έχει ως αποτέλεσμα την βιαστικότατη (σχεδόν βιομηχανική) τέλεση του μυστηρίου.

Κάποιες από τις παραπάνω προτάσεις ίσως φαίνεται ότι θα λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τα ζευγάρια που επιθυμούν να παντρευτούν θρησκευτικά. Θεωρούμε όμως ότι έστω και μακροπρόθεσμα θα αναζωογονήσουν στην ουσία του το μυστήριο του γάμου και θα μεταδώσουν την αίσθηση της σοβαρότητας του γεγονότος της εκκλησιαστικής ένωσης δύο ανθρώπων. Εξάλλου, όπως ήδη αναφέρθηκε, μεγαλύτερη σημασία έχει η ποιοτική αναβάθμιση του μυστηρίου και όχι τόσο η ποσοτική του. Επίσης με την εφαρμογή των παραπάνω, τουλάχιστον, προτάσεων, θα φανεί ότι η Εκκλησία δεν ενδιαφέρεται τελικά τόσο για το χρήμα ή την κοινωνική προβολή και επιβολή, αλλά κυρίως για να δείξει ποιος είναι ο πιο λειτουργικός τρόπος ζωής για τους ανθρώπους με κέντρο την Εκκλησία του Χριστού.