Θα πρέπει να λειτουργούμε κεκλεισμένων των θυρών;

10 Νοεμβρίου 2020

Δεν είναι η πρώτη φορά που τελέσαμε την αναίμαικτον θυσίαν κεκλεισμένων των θυρών. Δυστυχώς! Το γευτήκαμε κι αυτό!

Η λειτουργία κεκλεισμένων των θυρών θα μπορούσε να είναι εικόνα της κολάσεως και όχι εικόνα της Βασιλείας του Θεού, που είναι η θεία λειτουργία. Δεν είναι όμως. Εν προκειμένω, υπό τας παρούσας δηλαδή περιστάσεις, δεν είναι. Γιατί;

Εν τη Δευτέρα του Χριστού Παρουσία θα συναχθή επί το αυτό ο διεσκορπισμένος κόσμος, η κτίσις ολάκερη. Κέντρον θα είναι ο Χριστός. Πέριξ αυτού θα συναχθή ο κόσμος.

Τούτο εξεικονίζει οντολογικώς η θεία λειτουργία. Επάνω εις το άγιον δισκάριον τίθεται ο Χριστός (αμνός), η Παναγία μητέρα του, οι άγγελοι, οι άγιοι, ο επίσκοπος, οι πρεσβύτεροι, οι διάκονοι, οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι χριστιανοί — η άλογος κτίσις αντιπροσωπεύεται, ούτως ειπείν, διά του άρτου και του οίνου. Επί του αγίου δισκαρίου δηλαδή οράται ο άκτιστος Θεός και ο κτιστός κόσμος, σύμπας. Έχουμε πλήρη εικόνα της ουρανίου βασιλείας, της συναγωγής εις εν (μία ποίμνη, εις ποιμήν).

Εικών του Χριστού εν τη συναγωγή (συνάξει) ταύτη είναι ο επίσκοπος, ως εις τύπον και τόπον Χριστού ιστάμενος, μετά των πρεσβυτέρων, που εικονίζουν τους αποστόλους, και των διακόνων, που εικονίζουν τους αγγέλους· του λαού εικονίζοντος τους αγίους, του δε άρτου και του οίνου υπομιμνήσκοντος την και κτιστή διάσταση της Βασιλείας.

Του επισκόπου όμως μη πανταχού παρόντος, στις περισσότερες ευχαριστιακές συνάξεις προΐσταται ο πρεσβύτερος.

Έτσι η ενορία (η το μοναστήρι) γίνεται εικών του σύμπαντος κόσμου, της οικουμένης, εκ των περάτων της οποίας ο διεσκορπισμένος λαός του Θεού συνάγεται επί το αυτό, εις ένα τόπον, εν τω ναώ, πέριξ του πρεσβυτέρου (ο οποίος βεβαίως λειτουργεί εν ονόματι του επισκόπου).

Στην ευχαριστιακή σύναξη κεκλημένοι είναι πάντες οι βεβαπτισμένοι (και οι κατηχούμενοι). Άλλο κριτήριο μετοχής δεν υπάρχει.

Αν προς στιγμήν θέλαμε να τελέσουμε μία λειτουργία αποκλειστικώς και μόνον για μία ομάδα πιστών, αποκλείοντας τους άλλους (π.χ. μόνον για τους λευκούς, με αποκλεισμό των μαύρων)· αν δηλαδή τα κριτήριά μας ήταν φυλετικά, ρατσιστικά κ.λπ., τότε θα καταρτίζαμε όχι την εικόνα της βασιλείας των ουρανών, αλλά μίαν εικόνα της κολάσεως, ήτοι όχι εικόνα συνάξεως, αλλά εικόνα διασκορπισμού, διαιρέσεως, αποκλεισμού, μονώσεως. Αν κλείναμε τις θύρες του ναού, αποκλείοντας κάποιους εκ των πιστών, η λειτουργία μας θα ιστορούσε εικόνα της κολάσεως.

Τώρα όμως δεν κάνουμε κάτι τέτοιο. Οι θύρες κλείνουν όχι γιατί το θέλουμε, όχι γιατί το επιλέγουμε, όχι με κριτήρια αποκλεισμού, αλλά διότι το επιβάλλει μία ανάγκη.

Απουσιάζουμε επίσης από τον ναό όχι οικεία βουλήσει. Πάντα κάποιοι απουσιάζουν από τις ακολουθίες, για πολλούς και διαφόρους λόγους. Άλλοτε αινούμε τον Κύριον «εν εκκλησία πολλή, εν λαώ βαρεί» (ψαλμ. λδ΄ 18) και άλλοτε συνερχόμεθα ως «το μικρόν ποίμνιον». Ποτέ δεν είμαστε όλοι. Και στα μοναστήρια ακόμη κάποιοι βρίσκονται σε αναγκαία διακονήματα κατά την ώραν μιάς ακολουθίας. Γι’ αυτό και η Εκκλησία προσεύχεται «υπέρ των δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντων».

Σήμερα δυστυχώς εις τους δι’ ευλόγους αιτίας απολειφθέντας ανήκουμε όλοι. Δεν ανήκουν μόνον οι ασθενείς, οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, οι αστυνομικοί κ.λπ. Σήμερα το εκκλησίασμα συρρικνώθηκε δραματικά.

Στοιχειδώς όμως και πάλι, με τον παππά έστω, τον ψάλτη, τον νεωκόρο, τον επίτροπο, καταρτίζουμε την εικόνα της Βασιλείας. Και αυτό είναι σημαντικό. Είναι θεμελιώδες. Η εικόνα της Βασιλείας καταρτίζεται και με τους πολλούς και με τους λίγους. Η μήπως σε ένα μοναστήρι, όπου εγκαταβιούν ελάχιστοι μοναχοί, όταν τελείται η θεία ευχαριστία, δεν εικονίζεται η Βασιλεία; Ακόμη και με ένα πιστό ο ιερεύς μπορεί να τελέσει την λειτουργία. Από την στιγμή που και διά του πρεσβυτέρου καταρτίζεται η εικόνα της Βασιλείας, η θεία λειτουργία τελείται και με στοιχειώδες εκκλησίασμα.

Γι’ αυτό λοιπόν κατά τις δύσκολες αυτές ημέρες, τις οποίες ευχόμαστε να κολοβώσει ο καλός Θεός, θα πρέπει να τελούμε την θεία ευχαριστία.

Είναι άχαρο θέαμα οι άδειες καρέκλες. Σίγουρα. Ας σκεφτούμε όμως ότι ίσως να μην είναι και τόσο άδειες όσο νομίζουμε. Ίσως κάποιοι εκ των πιστών να παρίστανται πνευματικώς. Κάποτε στο άγιον Όρος ένας μοναχός είδε εν οράματι την Παναγία να θυμιάζει κατά την ώρα της ιεράς ακολουθίας. Θυμίαζε κάποια άδεια στασίδια, ενώ προσπερνούσε χωρίς να θυμιάσει παρόντες μοναχούς. Προφανώς πολλοί εκ των ευρισκομένων εις τα διακονήματά των ήσαν εν πνεύματι παρόντες, ενώ εκ των σωματικώς παρόντων πολλοί ήσαν πνευματικώς απόντες.

Μη ξεχνούμε ότι προηγούνται οι ψυχές μέσα στην θεία λειτουργία. Αυτές κοινωνούν πρώτες, αυτές δηλαδή πρώτες γεύονται του αχράντου σώματος και αίματος του Χριστού, και μετά τα σώματά μας.

Μη ξεχνούμε επίσης, και αυτό είναι εκτάκτως σημαντικό, ότι πρώτοι κοινωνούν εν τη εκκλησία οι νεκροί, κατά τον ιερόν Καβάσιλα, και μετά εμείς οι ζώντες. Τούτο είναι συναφές προς το ανωτέρω: πρώτα κοινωνούν οι ψυχές.

Μήπως λοιπόν σήμερα που λειτουργήσαμε, και μέσα στην εκκλησία είμασταν μετρημένοι στα δάχτυλα, κοινώνησαν κάποιοι εκ των εν πνεύματι παρόντων αδελφών, τρόπω μυστικώ και αρρήτω, ον Κύριος οίδε;

Πάντως εκ των κεκοιμημένων αμέτρητοι κοινώνησαν και σε αυτήν την θεία λειτουργία… κι ας είμασταν εμείς εκεί μέσα μετρημένοι στα δάχτυλα!

Έχουμε λοιπόν δικαίωμα να στερούμε από αυτούς την θεία μετάληψη; Ασφαλώς όχι!

Γι’ αυτό ταπεινώς φρονώ ότι η θεία λειτουργία θα πρέπει να τελείται και κεκλεισμένων έστω των θυρών. Μπορεί να μην έχει την ίδια χάρη χωρίς τους πιστούς. Όπως και στην τέχνη και στον αθλητισμό· δεν έχει την ίδια χάρη χωρίς το κοινό. Όμως εδώ προεχόντως το θέμα δεν είναι αισθητικό η ψυχολογικό, είναι οντολογικό, πνευματικό, θεολογικό, εκκλησιολογικό.