Θρησκευτική τελετουργία και μουσικά όργανα μέσα στον ορθόδοξο ναό

26 Νοεμβρίου 2020

Είναι γνωστό ότι η οργανική συνοδεία των θρησκευτικών ύμνων ήταν επιτρεπτή και παραδεκτή τόσο στους ειδωλολατρικούς λαούς της αρχαιότητας,   όσο και στους Εβραίους,   με κορύφωση,   στους τελευταίους,   την εποχή του προφητάνακτα Δαβίδ και του σοφού Σολομώντα, όπου το «αινείτε τόν θεόν εν ηχω σαλπιγγος… εν ψαλτηρίω και κιθάρα…εν τυμπάνω και χορώ…εν χορδαίς και οργάνω… (ψαλμ. 150) βρίσκει την τέλεια και ολοκληρωμένη εφαρμογή του.

Όμως,   η ενόργανη μουσική των Εβραίων,   που ήταν σε χρήση μέσα στο Ναό για να συνοδεύει αποκλειστικά και μόνο τη φωνητική υμνωδία,   τελικά καταργήθηκε ή καλύτερα περιορίστηκε,   μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας (587 π.Χ.), μόνο στο Keren (κέρας, σάλπιγξ).

Στους πρώτους χρόνους της χριστιανικής εκκλησίας,   η εκκλησιαστική μουσική ήταν καθαρά φωνητική,   όχι μόνο γιατί ο φόβος του διωγμού από τους ειδωλολάτρες πολιτικούς άρχοντες ανάγκαζε τους πρώτους χριστιανούς να κρύβονται σε ερημικά μέρη και εκεί,   χωρίς δυνατούς ήχους που θα πρόδιδαν τον τόπο της σύναξης,   να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα,   αλλά και γιατί ο φανατικός εξοστρακισμός,   από την πλευρά των χριστιανών, κάθε ειδωλολατρικής εκδήλωσης αποκλείει τη χρήση οργάνων που αναμφισβήτητα θύμιζαν ειδωλολατρικές εορτές και θεατρικές παραστάσεις.

Ωστόσο,   και μόνος ως εξαιρέσεις,   θα μπορούσαν να αναφερθούν, η περίπτωση ενόργανης συνοδεία στις ψαλμωδίες στους εσπερινούς της «αγάπης» από τους πρώτους χριστιανούς,   η χρησιμοποίηση του αυλού από τους χριστιανούς της εκκλησίας της Αλεξάνδρειας,   των οποίων όμως λίγο αργότερα ο Αλεξανδρείας Κλήμης αντικατέστησε με την άρπα,   και ακόμη  η χρήση κουδουνιών που συνόδευαν τους εκκλησιαστικούς ύμνους των εγκατεστημένων στην Αίγυπτο Χριστιανών της Μιλήτου.

Από την άλλη πλευρά,   οι Πατέρες της Εκκλησίας,   θέλοντας να δικαιολογήσουν και να συσχετίσουν τα όσα αναφέρονται στη Γραφή για σάλπιγγες,   ψαλτήρι,   κιθάρες κλπ με την απαγόρευση της χρήσης τους στη χριστιανική λατρεία,   επιχείρησαν να δώσουν συμβολικές ερμηνείες τόσο στα διάφορα όργανα όσο και στο ηχόχρωμα τους. Έτσι,   ο Μέγας Βασίλειος βλέπει στο δεκάχορδο ψαλτήρι τον συμβολισμό των 10 εντολών. Ο Μέγας Αθανάσιος θεωρεί ότι οι σκέψεις της ψυχής ενεργούν όπως τα κύμβαλα. Για τον Ωριγένη πάλι,   το τύμπανο αντιπροσωπεύει τον εκμηδενισμό της φιληδονίας, ενώ για τον άγιο Αυγουστίνο,   τόσο το τύμπανο όσο και το ψαλτήρι υποδηλώνουν τη σταυρωμένη σάρκα. Όμως,   και ο ήχος της σάλπιγγας συμβολίζει τη δύναμη του θείου λόγου,   ενώ,   κατά τον άγιο Αυγουστίνο,   ο ίδιος ήχος συμβολίζει τον άνθρωπο που υποφέρει υπομονετικά σαν τον Ιώβ.

Αυτές οι ελάχιστα πειστικές ερμηνείες για τα μουσικά όργανα της Γραφής σε σχέση με την κατοπινή απαγόρευση της χρήσης τους,   συχνά αντικαταστάθηκαν με άλλες ερμηνείες,   όπως εκείνη του Ιωάννου Χρυσοστόμου,   σύμφωνα με την οποία ο Θεός επέτρεψε στους ΙΟΥΔΑΊΟΥΣ τη χρήση των οργάνων «ένεκα των αξέστων αισθημάτων αυτών και της αδυναμίας προς παρέκκλισιν αυτόν από των ειδώλων και των θορυβωδών εθνικών εορτών» ενώ,   κατά τον Θοδώρητο,   ο Ιεχωβά επέτρεψε τα όργανα στον Ισραήλ «… ίνα εξ ευαρέστων και εθνικών πραγμάτων αναγάγει αυτόν προς τα σοβαρά».

Όπως και να έχουν οι ερμηνείες που δόθηκαν κατά καιρούς στα όργανα της Γραφής και στη χρήση τους,   γεγονός είναι ότι,   τελικά,   δεν επικράτησε «το δι΄ αψύχων οργάνωνκια κροτάλων υμνείν τον Θεόν, ως τι ίδιον τοις παισίν, ή τοις ατελέσι την διάνοιαν»,  όπως γράφει ο μάρτυρας Ιουστίνος (+166) στην Ανατολική Εκκλησία,   ενώ στη Δυτική Εκκλησία το ίδιο ίσχυσε μέχρι τουλάχιστον τον 8ο αιώνα,   όταν για πρώτη φορά ο Κάρολος ο Μέγας (768-814) εισήγαγε τη χρήση του εκκλησιαστικού οργάνου στους ναούς της Γαλλίας και της Γερμανίας.

Το γεγονός ότι στην Ανατολή η εκκλησιαστική μουσική διαμορφώθηκε σε καθαρά φωνητική δεν σημαίνει ότι αγνοήθηκε ολοκληρωτικά η οργανική συνοδεία από τη θρησκευτική και τελετουργική ζωή των χριστιανών αυτής της περιοχής. Κατά τον Ε. Wellesz, η ενόργανη μουσική αντηχούσε στο ναό την παραμονή των Χριστουγέννων,   όταν η αυτοκρατορική ορχήστρα που την αποτελούσαν σαλπιγκτές, κεραύλεις και κυμβαλιστές συνόδευε τους τραγουδιστές που έψαλλαν στην αυτοκρατορική οικογένεια τα πολυχρόνια,   ενώ σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, η ορχήστρα του θεάτρου μετέβαινε στο ναό κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και υόνιζε τους εκκλησιαστικούς ύμνους,   μέχρι που ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός απαγόρευσε την οργανική συνοδεία των λατρευτικών ύμνων. Στην εποχή μάλιστα της ακμής της βυζαντινής μουσικής,   στον 8ο και 9ο αιώνα. κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά τα μεγάλα εκκλησιαστικά όργανα από Έλληνες και Σύρους τεχνίτες,   που τα χρησιμοποιούσαν για να λαμπρύνουν τις τελετές και τα συμπόσια των βυζαντινών αυτοκρατόρων,   αλλά και να γυμνάζονται οι ψάλτες του ναού της Αγίας Σοφίας και των Αγίων Αποστόλων,   χωρίς όμως ποτέ να χρησιμοποιηθούν στην Λειτουργία.

Τελικά,   το βυζαντινό εκκλησιαστικό όργανο πέρασε στη Δύση,   όταν ο Κωνσταντίνος ο Ε΄ ο Κοπρώνυμος   χάρισε ένα από αυτά στο βασιλιά της Γαλλίας Πιπίνο,   το 757 για να το χρησιμοποιήσει,   ο τελευταίος,   στην αυλή του και όχι βέβαια στη διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Στη Λειτουργία χρησιμοποιήθηκε,   λίγα χρόνια αργότερα,   από τον Κάρολο τον Μέγα,   όπως αμέσως παραπάνω αναφέρθηκε.

Πολλούς αιώνες αργότερα,   στην Κωνσταντινούπολη και πάλι,   κατασκευάστηκε στα 1882,   ύστερα από εντολή της πατριαρχικής επιτροπής,   ένα άλλο όργανο,   το γνωστό Ψαλτήριο,   για να υποβοηθούνται οι ψάλτες στη μελέτη τους,   αφού το όργανο αυτό είχε τη δυνατότητα να αποδίδει τα μικροδιαστήματα της βυζαντινής μουσικής,   και όχι φυσικά για να χρησιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο στη θρησκευτική λατρεία.

  Τις προσπάθειες για κατασκευή οργάνου,   κατάλληλου να αποδίδει τα διαστήματα της βυζαντινής μουσικής,   κλείνει,   στην Ανατολική Εκκλησία,   ο Κωνσταντίνος Ψάχος στα 1920 με το ειδικό πνευστό του όργανο που θα βοηθούσε χωρίς άλλο -κατά τη γνώμη του-τους ψάλτες αποκλειστικά στις ώρες της μελέτης τους και μόνο.