Χριστούγεννα: πέρα από την αυτάρκεια και την ανάγκη

21 Δεκεμβρίου 2020

«Όλους ν΄ αγαπάς και κανέναν μην αγαπάς» Γέροντας Ιερώνυμος της Αιγίνης

Ο κόσμος αυτός δεν είναι για συναντήσεις. Στον αέρα του παλεύουν η αυτάρκεια και η ανάγκη. Προτάσεις για σχέσεις υπάρχουν πολλές, ομολογημένες ή ανομολόγητες και δίψα της ψυχής για άλλες τόσες, και αυτές ομολογημένες ή ανομολόγητες.

Όμως, σχέση, όταν συμβεί, δεν τη λες γιατί οι ψυχές δεν έχουν αποφασίσει αν χρειάζονται την επαφή ή εάν η επαφή τους είναι βάρος. Θέλουμε όλοι τον άλλον και όλοι μισούμε αυτή την ανάγκη.  Ο άλλος, όταν μπει στην αυλή μας, παίρνουμε γρήγορα απόφαση εάν καλύπτει μία ανάγκη μας ή εάν δεν μας παραβιάζει την βολική μας μόνωση. Πολλές φορές ένα από τα δύο απαντιέται: Κάποιος μας χρησιμεύει ή έστω δεν ενοχλεί, οπότε δεν είναι και κακό να περάσει. Αν όμως και τα δύο απαντιούνται αρνητικά – και με ενοχλείς και δεν σε χρειάζομαι- τότε οι σχέσεις μαραίνονται η παραμένουν μόνον και μόνον για να  μην διαταραχθεί μία κοινωνική ισορροπία φερμένη από τα παλιά.

Ποτέ δεν παύει η δίψα της ελευθερίας. Και κάθε σχέση που παραβιάζει την αυτάρκεια είναι ένας υποψήφιος παρείσακτος που ενοχλεί. Αλλά η αυταπάτη δεν κρατά πολύ. Σύντομα η αυτάρκεια γίνεται αυτοσκοπός και μεταβάλλεται στον χειρότερο δυνάστη. Η πιθανότητα της απώλειάς της γεννά διαρκώς φόβο και αγωνία, μήπως κάποια στιγμή δεν μπορέσει να αντισταθεί στην έλξη αυτού που όλο σου το «είναι» βοά πως σου λείπει.

Το κλείσιμό σου, ποθητό και μισητό μαζί. Το ίδιο, ποθητός και μισητός κι ό άλλος. Η λύτρωση κι η κόλασή σου. Ελπίδα κι απειλή, αθώωση και καταδίκη σου. Κι όταν πια διέξοδο δεν βλέπεις να υπάρχει, οι δρόμοι δεν οδηγούν πουθενά και βυθίζεσαι σε ένα εθιστικό περίπατο χωρίς σκοπό και χωρίς υποχρέωση σε τίποτε και σε κανέναν. Ακούγεται ελκυστικό, μα δεν διαρκεί πολύ. Σύντομα έρχεται το απαθές κενό, όπου ζωή και θάνατος δεν έχουν καμμία διαφορά. Κι εκεί, ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική παραίτηση και δέκατα του δευτερολέπτου πριν την ολοκληρωτική κατάρρευση, στο μυαλό δε μένουν παρά μόνον μορφές που κάποια στιγμή πέρασαν από τη ζωή και όσο κοντά τους κι αν βρέθηκες, βάρος δεν αισθάνθηκες ποτέ, ούτε απειλή. Και τους θυμάσαι αυτούς τους ανθρώπους και αναρωτιέσαι τι είχαν και η αγάπη τους δεν πίεζε και η είσοδος τους στο προσωπικό σου χώρο δεν παραβίασε τίποτα. Είναι οι μορφές εκείνες που ήξεραν να περνούν κλειστές πόρτες και τοίχους χοντρούς όπως ο Αναστάς Χριστός βρέθηκε εκεί, στα υπερώα του φόβου,  σε πείσμα των κλειδαριών και των τσιμέντων. Ναι, είναι η ώρα να πειστείς πως υπάρχει ένα είδος ανθρώπων πέρα από την αυτάρκεια και την ανάγκη.

Πώς καταφέρνουν αυτοί οι άνθρωποι να παραβιάζουν το χώρο σου χωρίς να περνιούνται για διαρρήκτες; Πώς είναι δυνατόν να τους δέχεσαι εσύ που φανατικά κλείδωνες τις πόρτες κι όταν τους είδες μπροστά σου έπαψες να ενδιαφέρεσαι για κλειδαριές και για αμπάρες; Μία είναι η απάντηση και δεν είναι μυστικό: Η αυτάρκειά τους. Όχι όμως σαν τη δική σου∙ όχι σαν αυτή που σε σκότωσε. Μια αυτάρκεια άλλη, αυτάρκεια χαράς που υπήρχε ούτως ή άλλως και χωρίς εσένα, μιας χαράς που ήταν πλήρης, έστω κι αν δεν συναντιόσασταν ποτέ. Μια άλλη αυτάρκεια, όχι κεντρομόλα και μίζερη, αλλά φυγόκεντρος και δοτική που τη δέχτηκες γιατί δεν είχε απειλή, αν ήθελες να συνεχίσει να αυτοπεριορίζεσαι, ούτε όμως και αυτοακύρωση, αν αποφάσιζες να εξέλθεις των ορίων σου.

Είναι φανερό! Ανεξήγητο αλλά ολοφάνερο πως έλαβες εκ μέρους τού εξαιρετικού και σπάνιου αυτού ανθρώπου, πιθανόν ενός και μοναδικού σε όλη τη ζωή σου, την απάντηση στην αντίφαση ανάμεσα στην πληρότητά της χαράς που προϋπήρχε πριν από σένα και την ολόκαρδη ευφρόσυνη που εξέπεμπε με λίγες λέξεις αλλά με χίλιους δυο άλλους τρόπους πως η συνάντηση μαζί σου ήταν αυτό που περίμενε από τότε που γεννήθηκε.

Είμαστε σαν τους αμαρτωλούς, αμήχανοι μπροστά στη διαβεβαίωση Εκείνου, πώς με την επιστροφή έστω και ενός αμαρτωλού, οι ουρανοί πανηγυρίζουν. Κι αναρωτιέσαι: εμένα χρειαζόντουσαν οι ουρανοί για να ευφρανθούν; Και χωρίς εμένα θα έλειπε ένα κομμάτι ουρανού; Έτσι αμήχανο σε αφήνουν οι άνθρωποι αυτοί, συνήθως αφανείς, σε κελιά ή σε ασήμαντες εργασίες, που τους συναντάς σε περιστάσεις εκτός προγράμματος. Μικρά, μικρότατα κομμάτια ενός κόσμου που όμως τον περικλείουν ολόκληρο και πάλι λειψοί γιατί εσύ δεν ήσουν μέχρι τώρα μαζί τους.

Πώς γίνεται, δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως ο τρόπος τους είναι ο μόνος δρόμος για σχέσεις χωρίς βάρος, χωρίς ένοχη και χωρίς καθήκον. Άνθρωποι με σχέσεις που δικαιούνται να διεκδικούν τη λέξη της αγάπης και που δεν καταλαβαίνουν από φίλους και εχθρούς γιατί είναι πέρα από τις έννοιες αυτές και πέρα από τις κατηγορίες του κόσμου μας. Ο πλήρης, ούτε φίλους έχει ούτε εχθρούς. Φίλοι και εχθροί είναι ζυμωμένοι πια σε μία ύπαρξη που γεφύρωσε τις αντιφάσεις και τώρα γνωρίζει πώς να πορεύεται, συγχρόνως πλήρης και διαρκώς σε αναζήτηση του άλλου.

Τίποτε δεν το αποδεικνύει, υπάρχει όμως ένα μήκος κύματος που γίνεται αντιληπτό στα βάθη όλων τον  απελπισμένων καρδιών. Ένα μήκος κύματος και ένας τρόπος ζωής που δεν διδάσκεται, μόνον φανερώνεται. Κι όταν τον γνωρίσεις, είσαι βέβαιος πως αυτό δεν είναι για σένα, πως αποκλείεται να το προσεγγίσεις. Είσαι βέβαιος πως ο τρόπος αυτός θα παραμείνει για σένα ξένος για πάντα. Μα δε σε νοιάζει. Σου αρκεί να το γεύεσαι σιωπηλός, όπως ο μοναχός που του αρκούσε μόνον να κοιτά τον Άγιο Αντώνιο. Και μένεις και δεν φεύγεις, έστω κι αν κανείς δεν έχει να σου υποσχεθεί τίποτε. Κι όταν σου ζητούν να περιγράψεις τι σε κράτα εκεί, δεν μιλάς γιατί φοβάσαι μήπως οι λέξεις καταστρέψουν αυτό που κάποια στιγμή σε διαπότισε λυτρωτικά μέχρι μυελού οστέων.

Η νηστεία που διανύουμε και μας χτυπάει την πόρτα είναι πρόσκληση για ελευθερία από την ανάγκη και από την αυτάρκεια, στο όνομα ενός Θεού άπειρα χορτάτου και άπειρα διψασμένου για την αθλία μας ψυχή.  Αυτό είναι το μυστήριο των Χριστουγέννων: Να μην καταλαβαίνεις τι του έλειπε του Θεού για να κυνηγήσει έτσι τον άνθρωπο και την ίδια ώρα να μην καταλαβαίνεις, ψηλαφώντας την απτή Του αγάπη,  πώς άντεξε τόσους αιώνες χωρίς εμάς.

«Μα είναι δυνατόν;» ρωτάς. «Πώς θα γεφυρωθούν αυτά παράλογα;»

Μη ρωτάς τι θα γίνει. Η μόνη μας αποστολή είναι να αδειάσουμε το χώρο. Το «τι» και «πώς» θα τον γεμίσει θα το μάθουν μόνον οι απελπισμένοι απ΄ των πραγμάτων την παρηγοριά κι απ’ των  τραυμάτων την ηδονική οδύνη.