Έφυγε με γεμάτα χέρια. Μητροπολίτης Καστορίας Σεραφείμ (1957-†2020)

31 Δεκεμβρίου 2020

Σεραφείμ ἐκλέλοιπε τῆς Ἐκκλησίας,

Σεραφείμ τοῖς Ἀγγέλοις συνηριθμήθη.

Ὁ φιλοκαλικός Ἐπίσκοπος, ὁ ὑψιπέτης ἀετός τοῦ Πνεύματος, ὁ διακατεχόμενος ἀπό τό ἡρωϊκό φρόνημα τοῦ προκατόχου του Γερμανοῦ Καραβαγγέλη καί τοῦ ἥρωος Παύλου Μελᾶ, ὁ φίλος τῶν Ἁγίων, τῶν Μαρτύρων καί τῶν Ὁσίων, ὁ ἀνύστακτος Λειτουργός τῶν Θείων Μυστηρίων, τό ἔκτυπον τῆς ἀγάπης καί φιλανθρωπίας, ὁ ἀκέραιος περί τήν πίστιν, ἄνοιξε τά φτερά του γιά νά πετάξει στούς παμφώτους τῶν οὐρανῶν αἰθέρες, νά μεταβεῖ «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (Ἰωάν. ε΄ 24).

Ὁ μακαριστός ἤδη Ἅγιος Καστορίας, κυρός Σεραφείμ, πέταξε ἐνωρίς, ἀφοῦ «ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς» (Σοφ. Σολομ. δ΄ 10). Ἡ ἄδολη καί ἀνεξίκακη ψυχή του θά συμπανηγυρίζει σήμερα μαζί μέ τά ἄδολα καί ἀνεξίκακα Νήπια, τά σφαγιασθέντα ἀπό τόν Ἡρώδη στήν Βηθλεέμ. Θά τελεῖ χωρίς περιορισμούς τήν Θεία Λειτουργία στό ἐπουράνιο θυσιαστήριο, αὐτήν πού σχεδόν καθημερινά τελοῦσε στήν γῆ συμπαρισταμένων, ὄχι μόνον τοῦ ποιμνίου του καί τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν, ἀλλά τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων.

Ὁ Ἅγιος Καστορίας μεταδημότευσε ἀπό τήν βυζαντινή ἐπαρχία τῆς Καστοριᾶς γιά τήν βυζαντινή αὐτοκρατορία τοῦ οὐρανοῦ μέ τό πλῆθος τῶν Καστοριέων Ἁγίων, αὐτῶν πού ἀνέδειξε καί τίμησε. Γνώριζε τήν ἀναχώρησή του, εἶχε τό εἰσιτήριο χωρίς ἐπιστροφή στό χέρι. Τό εἰσιτήριο τῆς ἐπιστροφῆς στήν οὐράνια πατρίδα τό εἶχε  ἐξασφαλίσει μέ τό ὁλοκληρωτικό δόσιμό του στήν ὑπηρεσία τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τό γνήσιο, ἀρωματισμένο χριστιανικό του φρόνημα, τήν ἄοκνη διακονία του στήν Μητρόπολη τῆς Καστοριᾶς, τήν ἀγάπη του γιά τήν μυστηριακή ζωή καί τήν ὑπομονή του στά ἔμπονα ποιμαντικά του καθήκοντα, στά προβλήματα πού ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά ἀντιμετωπίσει, καί ὅπου ἔλαμψεν «ὡς χρυσές ἐν χωνευτηρίῳ» (Σοφ. Σολομ. γ΄ 6).

Δέν παρουσιάσθηκε στόν Χριστό μας ὁ Ἅγιος Καστορίας μέ ἄδεια χέρια. Εἶχε σφραγισμένα διαπιστευτήρια. Ἦταν τά χέρια του γεμάτα μέ διαμάντια πολύεδρα, ἀρετῶν, φιλανθρωπίας, ἀγάπης, φιλοξενίας, ψυχωφελῶν κηρυγμάτων καί πλήθους πνευματικῶν του παιδιῶν, γιά τά ὁποῖα καυχόταν λέγοντας: «Ἰδού ἐγώ καί τά παιδία, ἃ μοί ἔδωκεν ὁ Θεός» (Ἑβρ. β΄ 13).

* Παρουσίασε στόν Χριστό μας τό μικρό του, ἀλλά ἁγιόλεκτο, μητροπολιτικό κοινόβιο, στό ὁποῖο συνέτρωγε μέ τά παιδιά του καί τούς φιλοξενουμένους του, ἀναπαύοταν ψυχικά καί σωματικά, καί τό ὁποῖο στήριζε μέ τήν ράβδο τῶν θεόπνευστων διδαχῶν του.

* Παρουσίασε στόν Χριστό μας τήν ἄνθηση τῆς Μητροπολεώς του, τήν μέριμνα γιά τά Μοναστήρια της, τήν φροντίδα του γιά ὅλους τούς Ναούς, μικρούς, μεγάλους, ἀρχαίους καί νεόδμητους, γιά τόν Ἅγιο Νικάνορα στήν Χλόη, γιά τον Ἅγιο Νεκτάριο στό Ἄργος Ὀρεστικό.

* Παρουσίασε στόν Κύριο τόν ἐνιαύσιο κύκλο τῶν λειτουργιῶν του καώ τῶν ἀκολουθιῶν τοῦ εἰκοσιτετραώρου, ἀπό τίς ὁποῖες δέν ἀπεῖχε παρά τόν φόρτο τῶν καθηκόντων του καί ἐνίοτε τῶν προβλημάτων ὑγείας του.

* Παρουσίασε στόν Κύριο τούς φακέλλους πού ἔστειλε στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο γιά τίς ἁγιοκατατάξεις τῶν Ἁγίων τῆς ἐπαρχίας του καί αὐτούς τῶν ἱερῶν τους Ἀκολουθιῶν πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ὅπως, τῆς Ὁσίας Σοφίας, τῆς Κλεισούρας, τοῦ Ἱερομάρτυρος Βασιλείου ἀπό τό Χιλιόδενδρο καί τῶν προσφάτων, τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων τῆς Καστοριᾶς, Μάρκου Κλεισουριέως, Γεωργίου καί Ἰωάννου, τῶν Καστοριέων καί Πλάτωνος, νέου ἱερομάρτυρος, τοῦ Ἀϊβαζίδου,  ἔχοντας τούς Ἁγίους αὐτούς πρεσβεύοντας πρός τόν Ὕψιστον ὑπέρ αὐτοῦ.

* Παρουσίασε στόν Κύριο τίς ἐλεημοσύνες του, οἱ ὁποῖες εἶχαν προπορευθεῖ καί ἀνεβεῖ ἐνώπιόν Του, ὅπως τοῦ Κορνηλίου τοῦ Ἑκατοντάρχου, ἂν καί ἀκολουθοῦσε τήν ἀρχή τοῦ «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξία σου» (Ματθ. στ΄ 3).

* Παρουσίασε στόν Κύριο τήν ἀφανῆ του μέριμνα γιά τούς φτωχούς, τούς ἐμπεριστάτους, τά ὀρφανά, τήν αὐγή τῆς ζωῆς, τήν νεότητα, καί τά τίμια γηρατειά, γιά τήν ἄνετη διαβίωση τῶν ὁποίων ἰδιαιτέρως μοχθοῦσε.

Καί ὁ Κύριος, «ὁ σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα δέ πιστῶν» (Α΄ Τιμ. δ΄ 9), τόν ὑποδέχθηκε μέ οὐράνιες τιμές καί τόν κατέστησε οὐρανοπολίτη.

Σεβαστέ μου, Ἅγιε Καστορίας, τήν προπαραμονή τῆς εἰσαγωγῆς σου στήν ΜΕΘ, ὅταν ξαφνικά ἀνέβασες πυρετό, μέ πῆρες τηλέφωνο, γιά νά σοῦ εὐχηθῶ γρήγορα νά ἐξέλθεις νικητής ἀπό τήν περιπέτειά σου. Τώρα πού βλέπω μέ ἄλλο ὀπτικό πρίσμα τά πράγματα, δέν νομίζω ὅτι εἶχες ἀνάγκη ἐγώ ὁ ἀνάξιος νά εὐχηθῶ γιά σένα, ὅταν σέ κάλυπταν οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς στρατευομένης καί τῆς θριαμβεύουσας. Μέ πῆρες, γιά νά μέ ἀποχαιρετήσεις προβλέποντας τό μεγάλο σου ταξίδι. Και ἐγώ κλίνοντας γόνυ σώματος καί καρδίας τώρα σέ ἀποχαιρετῶ καί σέ παρακαλῶ, ἐκεῖ στήν γειτονιά τῶν Ἀγγέλων πού βρίσκεσαι, μήν παύσεις νά εὔχεσαι στόν Κύριο τῆς δόξης γιά τό λογικό σου ποίμνιο, γιά ὁποῖο ἔδωσες κάθε σου ἰκμάδα, καί γιά ἐμᾶς πού σέ ἀγαπήσαμε καί ὠφεληθήκαμε ἀπό τήν πνευματική μαζί σου συναναστροφή. Τήν εὐχή σου νά ἔχουμε!