H Μανάκω η Κωνσταντίνα και ο Σημαιοφόρος

16 Δεκεμβρίου 2020

(Φέρνοντας στη μνήμη μου, αυτές τις μέρες, τη βιωματική ιστορία που ακολουθεί, πήρα δύναμη να αισθάνομαι ευτυχής, ως έγκλειστος, λόγω κορωνοϊού, επ΄ αόριστον).

Το σπίτι ήταν όλο κι όλο ένα δωμάτιο. Η παλιά στέγη δεν κρατούσε καλά τη βροχή. Όπου έσταζε, έβαζαν ταψιά στο πάτωμα για να πιάνουν τα νερά. Το πάτωμα! Ποιο πάτωμα! Μερικές σανίδες με μεγάλες χαραμάδες ανάμεσά τους. Στο βορινό τοίχο, που δεν υπήρχε άνοιγμα, ήταν η … εστία. Ποια εστία! Εκεί άναβαν τη φωτιά. Ο τοίχος ήταν ολόμαυρος από τους καπνούς, αφού δεν υπήρχε τζάκι για να τους παροχετεύει έξω.

Ποιοι ήσαν οι ένοικοι; Η μανάκω (γιαγιά) Κωσταντίνα. Από πολλά χρόνια χήρα. Κάτισχνη. Μαυροφορεμένη. Με ένα ραβδί στο χέρι, που δεν το αποχωριζόταν ούτε στον ύπνο της. Με φωνή καθάρια, δυνατή, γεμάτη αγάπη και γλύκα.  Δεν θύμωνε. Δεν  γελούσε. Δεν παραπονιόταν. Μέσα σε αυτό το σπίτι περνούσε μέρες και νύχτες. Ποιες μέρες! Η μανάκωδεν μπορούσε να διακρίνει μέρα και νύχτα. Φως και σκοτάδι. Είχε από χρόνια χάσει το φως της!…

Ανατολικά του σπιτιού στα είκοσι μέτρα βρίσκεται ο Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου του χωριού. Η μανάκω παρακολουθούσε τη λειτουργία από το σπίτι, καθισμένη στο πλαίσιο του παραθύρου. Έμοιαζε με ζωντανή εικόνα. Σαν πραγματική Παναγία που μερικές φορές προτιμάει να παίρνει τη μορφή κάποιας Μανάκως, όπως ο Χριστός εμφανίζεται καμιά φορά ανάμεσά μας, ως φτωχός και άσημος πλησίον.

Στο σπίτι ζούσε και μια άλλη ύπαρξη. Η νύφη της μανάκως, η Χρίσταινα. Ο Χρίστος έχασε τη ζωή του, το 1942, στα 39 του χρόνια. Η Χρίσταινα δε γέλασε ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής της.

Ο μεγάλος γιός ταξίδεψε στην Αθήνα για να βρει δουλειά. Ο μικρός έμεινε στο χωριό με τη μανάκω και τη μάνα του! Ο μικρός δεν ήταν ούτε ενός έτους, όταν έχασε τον πατέρα του.

Στο σπίτι ζούσαν πλέον οι τρεις τους. Ο μικρός πεντάρφανος και πεντάφτωχος, συγκάτοικος με τις δυο μαυροφορεμένες χήρες.

Κάποια μέρα του 1958 η μανάκω βρέθηκε ασάλευτη, σαν πουλάκι, στο σπίτι. Ο μικρός δυσκολεύτηκε να ξεπεράσει το κενό, που άφησε η μανάκω του. Οι τρεις έγιναν δύο. Ηχούσε για καιρό στ΄ αυτιά του εκείνη η φωνίτσα: «Εδώ είσαι Γιωργάκο;», καθώς δίπλα της, με το βιβλίο στα χέρια, διάβαζε σιωπηλά τα μαθήματα για το σχολείο του.

Ο Γιωργάκος διάβαζε μόνο με το φως της ημέρας. Δεν υπήρχε φωτισμός στο σπίτι. Η νύχτα ήταν για τα όνειρα κι΄ ο μικρός, μεγαλώνοντας, σιγά-σιγά, όλο και πλησίαζε να κάνει πράξη τα όνειρά του.

Ήταν το1959. Ο Σύλλογος των καθηγητών στο οχτατάξιο Γυμνάσιο Τροπαίων, βρισκόταν σε αναβρασμό. Από τις βαθμολογίες των μαθημάτων ερχόταν πρώτος ένας μαθητής, που δεν τον ήξεραν καλά-καλά ούτε οι καθηγητές του. Παιδί μαζεμένο, ντροπαλό, …κομμένο από παρέες συμμαθητών και συμμαθητριών. Αυτό το «άγνωστο», το άσημο, το φοβισμένο μαθητούδι, θα κρατούσε τη Σημαία του Γυμνασίου. Θα απολάμβανε τέτοια τιμή και διάκριση. Θα καταξιωνόταν τόσο επίσημα στη συνείδηση καθηγητών, μαθητών και κοινωνίας. Όλα αυτά του επούλωναν όποιες πληγές, είχαν ανοίξει οι «περιστάσεις», στην παιδική ψυχούλα του. Οι προσευχές της μανάκως και η σκέπη της Μεγάλης Μητέρας και Γειτόνισσας είχαν συμβάλει στην πρόοδο του Γιωργάκου.

Σε λίγα χρόνια, καθηγητής φιλόλογος, γύρισε και υπηρέτησε, στο ιστορικό Γυμνάσιο Τροπαίων και υπήρξε έξοχος δάσκαλος, παιδαγωγός και άνθρωπος.

Είναι να απορεί κανείς πώς βρίσκονται στην εποχή μας άνθρωποι της εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένου και κάποιου υπουργού Παιδείας, να υποστηρίζουν, την ανάδειξη του σημαιοφόρου με τη μέθοδο της ρουλέτας, του τζόγου, της τύχης! Ας την εφαρμόσουν πρώτα στην ανάδειξη αρχηγών κομμάτων, υποψηφίων προς υπουργοποίηση, υποψηφίων βουλευτών, κλπ  και μετά συζητάμε!