Προγενέστερες οδηγίες που δίνουν οι ογκολογικοί ασθενείς τελικού σταδίου

18 Δεκεμβρίου 2020

Παραπάνω έγινε αναφορά στις «προγενέστερες οδηγίες», δηλαδή για τις οδηγίες που δίνει από πριν ο ογκολογικός ασθενής τελικού σταδίου σχετικά με την αντιμετώπιση που επιθυμεί να έχει. Εδώ θα αναφέρουμε αναλυτικά τα χαρακτηριστικά τους.

Έννοια και περιεχόμενο

Οι «προγενέστερες οδηγίες της ζωής» συνιστούν ένα εργαλείο προγραμματισμού, καθώς με αυτές μπορεί ένας ικανός ενήλικας να δώσει τη συναίνεσή του, να ορίσει εκ των προτέρων το είδος και την έκταση της θεραπείας και τις πιθανές ιατρικές πράξεις που αποδέχεται ή, αντίθετα, απορρίπτει αν περιέλθει σε κατάσταση που δεν θα είναι ικανός να εκτιμήσει την κατάστασή του και να εκφράσει τη βούλησή του. Επομένως, συνιστούν μια μορφή παροχής ή άρνησης συναίνεσης σε σχέση με ιατρικές πράξεις. Το πότε ακριβώς επέρχεται το χρονικό σημείο ενεργοποίησης των προγενέστερων οδηγιών, κρίνεται με βάση τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ορθότερο μάλιστα είναι να κρίνεται από περισσότερους από έναν γιατρούς.

Η σπουδαιότητα των προγενέστερων δηλώσεων αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Βιοϊατρική επιβάλλει στους γιατρούς την υποχρέωση «να λαμβάνουν υπόψη» τους τις προηγούμενες εκφρασθείσες επιθυμίες του ασθενούς (Άρθρο 9). Σύμφωνα με την παραπάνω υπόδειξη, τα κράτη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να αναγνωρίζουν στις προγενέστερες επιθυμίες δεσμευτική ή μη ισχύ. Πράγματι, το νομικό καθεστώς των προηγούμενων οδηγιών ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις της κάθε χώρας. Η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης αποδίδει πολύ μεγάλη σημασία σε παρόμοιες επιθυμίες και με τη Σύσταση 11 (2009) αναφορικά με τις αρχές που αφορούν διαρκή πληρεξούσια και προγενέστερες οδηγίες για την περίπτωση έλλειψης ικανότητας, συμβουλεύει τα κράτη – μέλη να «να προωθήσουν τον αυτο-καθορισμό των ικανών ενηλίκων εν όψει πιθανής μελλοντικής τους ανικανότητας μέσω πληρεξουσίων και προγενέστερων οδηγιών». Ορίζει, επίσης, ότι «τα κράτη πρέπει να αποφασίζουν σε ποιο βαθμό οι προγενέστερες οδηγίες έχουν δεσμευτική ισχύ» και συμπληρώνει ότι «οι προγενέστερες οδηγίες οι οποίες δεν έχουν δεσμευτική ισχύ πρέπει να θεωρούνται ως δήλωση επιθυμιών και να αντιμετωπίζονται με τον δέοντα σεβασμό». (Οδηγός, 2014: 22).

Οι οδηγίες μπορεί να είναι προφορικές (ενώπιον μαρτύρων) ή γραπτές, αν και ο γραπτός τύπος είναι προτιμητέος, καθώς εγγυάται περισσότερο την ασφάλεια του δικαίου. Εξάλλου, δεδομένου ότι δεν συντρέχει κάποιος επείγων λόγος, η αποδοχή προφορικής δήλωσης ως δεσμευτικής – και όχι απλώς ως ένδειξη εικαζόμενης βούλησης –  δεν ενδείκνυται, καθώς δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει. Μάλιστα, σε περίπτωση που οι προγενέστερες δηλώσεις είναι γραπτές, θεωρείται σκόπιμο να τηρείται ένα αρχείο τους, έτσι ώστε να είναι ευχερέστερη και η ενημέρωση των γιατρών και των συγγενών πάνω σε ενδεχόμενες αλλαγές τους ή μετατροπές τους. (Μανωλάκου, Βιδάλης, 2006: 14-15).

Οι προγενέστερες οδηγίες αναφέρονται ιδίως σε ιατρικές πράξεις που υποστηρίζουν τις λειτουργίες του οργανισμού και συνήθως αφορούν σε καρδιοπνευμονική ανάνηψη, διατήρηση του καρδιακού παλμού με τη βοήθεια φαρμάκων, καταπολέμηση μικροβιακών λοιμώξεων, χορήγηση οξυγόνου, υγρών και τροφής με τεχνητά μέσα και υποβολή του ασθενή σε αιμοκάθαρση. Παρά το γεγονός ότι αν ληφθούν υπόψη από το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό και τους συγγενείς, αυτό ενδέχεται να οδηγήσει τελικά στο θάνατο του ασθενούς, αυτοί είναι υποχρεωμένοι να τις σεβαστούν, γιατί πολλές φορές είναι δυνατή η διατήρηση της ζωής ως βιολογικού φαινομένου για μεγάλο χρονικό διάστημα με μηχανική υποστήριξη, οπότε ο θάνατος επέρχεται μόνο όταν αυτή διακοπεί. Περιεχόμενο των οδηγιών μπορεί να είναι η συναίνεση ή αντίθετα η άρνηση όλων των παραπάνω μεθόδων, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, και επομένως και η παθητική ευθανασία. (Παπαδοπούλου, 2013: 17-18).

Σχετική ορολογία

Το γεγονός ότι οι προγενέστερες οδηγίες δεν έχουν πάντα το ίδιο περιεχόμενο είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ποικιλίας όρων για την απόδοσή τους. Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία χρησιμοποιείται μερικές φορές και ο όρος «advance statements» (προγενέστερες δηλώσεις) για να καλύψει κάθε είδος και περιεχόμενο, ενώ μερικοί συγγραφείς διακρίνουν μεταξύ «προγενέστερων οδηγιών» και «προγενέστερων αρνήσεων» (advance refusals) για να εξειδικεύσουν την άρνηση της συναίνεσης. Ενίοτε χρησιμοποιούνται και οι όροι «διαθήκη ευθανασίας», «ιατρική διαθήκη» και «ζώσα διαθήκη». Στον εκλαϊκευμένο αγγλόφωνο τύπο προτιμάται ο όρος «living will» που στην ελληνική έχει μεταγραφεί ως «διαθήκη ζωής», όρος που ωστόσο δεν είναι ακριβής (γλωσσικά ακριβέστερη θα ήταν η μετάφραση «διαθήκη εν ζωή»). Εκτός από τη γλωσσική ανακρίβεια, ο όρος «διαθήκη», ωστόσο, μεταφέρεται και χρησιμοποιείται αδόκιμα στα ελληνικά, εφόσον, από την άποψη του αστικού δικαίου, η γνωστή στο κληρονομικό δίκαιο διαθήκη συνιστά μια τυπική μη απευθυντέα μονομερή δικαιοπραξία που εμπεριέχει δήλωση βούλησης, με την οποία κάποιος διαθέτει τα περιουσιακά αγαθά του ή ρυθμίζει συγκεκριμένα ρητά προβλεπόμενα ζητήματα προσωπικής φύσης, π.χ. εκούσια αναγνώριση τέκνου εκτός γάμου. Αντίθετα η «διαθήκη ζωής» αναφέρεται στο τελικό στάδιο πριν από το θάνατο ή έστω κοντά σ’ αυτόν, καθώς η μερική ή ολική απώλεια της συνείδησης και η αδυναμία έκφρασης είναι φαινόμενο που παρατηρείται συχνότερα στην τελευταία φάση της ζωής ενός ανθρώπου. (Παπαδοπούλου, 2013: 18-19).

Πιο ακριβείς είναι οι όροι «προγενέστερες δηλώσεις του ασθενή» (advance directives) ή «οδηγίες του ασθενή για το τέλος της ζωής του». Η έννοια θα μπορούσε να αποδοθεί και συνοπτικότερα ως «επιθανάτιες οδηγίες». Ωστόσο, μερικές φορές ο όρος «προγενέστερες οδηγίες για το τέλος της ζωής» χρησιμοποιείται ως έννοια γένους, με υποσύνολα αφενός τις «διαθήκες ζωής», που εμπεριέχουν ουσιαστικές επιθυμίες για την ιατρική μεταχείριση του ασθενή, και αφετέρου τον ορισμό ενός αντιπροσώπου τον οποίο ο ασθενής εξουσιοδοτεί να αποφασίζει σχετικά με τα θέματα της υγείας του για την περίπτωση ο ίδιος καταστεί ανίκανος να δώσει τη συγκατάθεσή του. (Μανωλάκου, Βιδάλης, 2006: 13).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ