Προσευχή χωρίς… διαπληκτισμούς!

16 Δεκεμβρίου 2020

Ο δρ. Αναστάσιος Ιωαννίδης, είναι Πολιτικός Μηχανικός, Σύμβουλος Υπουργείου Άμυνας ΗΠΑ, τέως καθηγητής αμερικανικού πανεπιστημίου, δρ. Πολυτεχνείου, ΜΑ Θεολογίας.

Φίλοι προτεστάντες, που επισκέπτονται την ορθόδοξη εκκλησία μας, με ρωτάνε μερικές φορές: «Γιατί προσεύχεστε μόνο από κειμένου, κι όχι από καρδιάς»; Όντως, όταν κι εγώ με τη σειρά μου επισκέπτομαι τις δικές τους εκκλησίες, παρατηρώ ότι σχεδόν όλες οι προσευχές τους είναι από στήθους, χωρίς τη βοήθεια οποιουδήποτε βιβλίου. Αντιθέτως, σε ρωμαιοκαθολικές, λουθηρανικές, αγγλικανικές, κι άλλες εκκλησίες, η πράξη μοιάζει πολύ περισσότερο με την ορθόδοξη, παρά με τις προτεσταντικές εκκλησίες των φίλων που ανέφερα.

Κι όμως, δικαιολογημένα μπορεί κανείς να διερωτηθεί, αφού κι ο Παύλος προτρέπει: «το Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε» (Α’ Θεσ. 5, 19-20), δηλαδή «Τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που είναι φως και φωτιά, μη τα σβήνετε και μη τα αχρηστεύετε. Μη εξουθενώνετε τας προφητείας, που το Άγιον Πνεύμα αποκαλύπτει διά μέσου των πιστών». Εξ άλλου, η φράση «το Πνεύμα μη σβέννυτε», εδώ και ένα δύο χρόνια, είναι αναρτημένη πάνω από την κεντρική πύλη του κτηρίου της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ.

Για καιρό, δεν είχα εμπεριστατωμένη απάντηση στο ερώτημα αυτό, και ούτε τώρα θα ‘λεγα ότι έχω. Τώρα, όμως, έχω εμπειρική απάντηση, που μου ήρθε κατά νουν μετά από ένα συμβάν κατά την διάρκεια προσευχής μεταξύ ορθοδόξων, ευτυχώς όχι μέσα σε ναό, σε κάποιο φιλικό σπίτι. Εκεί, λοιπόν, που προσευχόμασταν, ένας από τους παρόντες μάς διέκοψε, λέγοντας: «Αυτό δεν το ανέχομαι! Φεύγω! Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…».

Τι συνέβη; Και γιατί δεν το πρόσεξα; Όταν καταλάγιασαν το οξυνθέντα πνεύματα, πληροφορήθηκα ότι η δέηση που ανέπεμψε ο τελευταίος προσευχόμενος «για ειρήνη και γαλήνη στα σπίτια μας», είχε θεωρηθεί από τον διακόψαντα ως προδοσία της εμπιστοσύνης του προς τον προσευχόμενο, αφού μια μέρα νωρίτερα του είχε εκμυστηρευθεί, ότι η γυναίκα του κι ο ίδιος είχαν διαφωνήσει πολύ έντονα σχετικά μ’ ένα σοβαρό οικονομικό δίλημμα που αντιμετώπιζαν.

Θυμήθηκα την αρχαία εκκλησία και την πράξη της της δημόσιας εξομολόγησης. Ο λόγος που καθιερώθηκε η προσωπική εξομολόγηση στον ιερέα ήταν ακριβώς η προστασία του απορρήτου του εξομολογουμένου, και η αποφυγή σκανδάλου μέσα στην κοινότητα. Θυμήθηκα επίσης τις επιφυλάξεις του Παύλου σχετικά με την γλωσσολαλιά, εν συγκρίσει με την προφητεία: «μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις» (Α Κορ. 14, 5), δηλαδή «Διότι από απόψεως πνευματικής οικοδομής και εξυπηρετήσεως των πιστών, είναι ανώτερος εκείνος, που προφητεύει και διδάσκει, από εκείνον που ομιλεί ξένας γλώσσας τας οποίας κανείς δεν κατανοεί».

Μήπως, όμως, δεν θα μπορούσαμε να εφαρμόσουμε το πνεύμα των οδηγιών του Παύλου λέγοντας: «Διότι από απόψεως πνευματικής οικοδομής και εξυπηρετήσεως των πιστών, είναι ανώτερος εκείνος που προσεύχεται από κειμένου και διδάσκει αυτά που οι αρχαίοι υμνογράφοι κατέγραφαν, από εκείνον που προσεύχεται με τα ιδικά του λόγια και δυνατόν να παρεξηγηθεί, να σκανδαλίσει ή και να παρασυρθεί εις αίρεσιν ή σχίσμα»;

Η Εκκλησία ανέκαθεν ανεγνώριζε και ενεθάρρυνε δύο τύπους προσευχής, τον δημόσιον και τον κατ’ ιδίαν. Μου φαίνεται αξιοσημείωτον ότι για τον μεν πρώτον τύπον (της δημοσίας προσευχής), οι Πατέρες μας άφησαν αυστηρές, λεπτομερείς και συχνά πολύπλοκες οδηγίες, τις οποίες σήμερα αποκαλούμε το «Τυπικόν». Για τον δεύτερο, όμως τύπον, της κατ’ ιδίαν προσευχής, το εύρος επιλογής που περέχεται στους πιστούς είναι πολύ μεγαλύτερο.

Υπάρχουν, βέβαια, εγχειρίδια υποβοηθητικά και για την περίπτωση της κατ’ ιδίαν προσευχής, ενώ από τα μοναστήρια μανθαίνουμε για την «προσευχή της καρδιάς» ή την «προσευχή του Ιησού»: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησον με τον αμαρτωλόν». Τέτοιες οδηγίες, όμως, δεν μετέχουν της αυστηρότητας του «Τυπικού».

Όλα αυτά δεν είναι, βεβαίως, τυχαία. Ανάγονται και κληροδοτήθηκαν στην Εκκλησία από την εμπειρία της «στειρευούσης εκκλησίας», δηλαδή της Ιουδαϊκής κοινότητας. Οι ακολουθίες και όλα τα τελούμενα μέσα τον Ναό της Ιερουσαλήμ είχαν αυστηρές προδιαγραφές, τις οποίες επέβαλλε ρητά η Παλαιά Διαθήκη, το «τυπικό» δε του Ναού ήταν υπό την συνεχή επιτήρηση του Αρχιερέως και τον περί αυτόν Λευιτών.

Η «προσευχή του Ιησού», μάλιστα, δεν είναι παρά η προσευχή του Τελώνου της σχετικής παραβολής: «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» (Λουκά 18, 12), δηλαδή «Θεέ μου, σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό». Ακόμη και στην κατ’ ιδίαν προσευχή του, ο Χριστιανός δέον να εστιάζει στον εαυτόν του και μόνον, αγνοώντας τα σφάλματα ή την περιφρόνηση των άλλων. Ακριβώς επειδή αυτή η απλή υποχρέωση είναι συχνά δυσβάστακτη, η Εκκλησία υιοθέτησε την από κειμένου προσευχή, τουλάχιστον μέσα στον ναόν, αν όχι και «όπου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι» (Ματθ. 18, 20), δηλαδή «όπου είναι δυο ή τρεις μαζεμένοι».

Προσοχή, λοιπόν, στην προσευχή μας όπου και να είμαστε. Τα λειτουργικά κείμενα διδάσκουν, φωτίζουν, ενθαρρύνουν, γαληνεύουν, όχι για να εξαλείψουν τον αυθορμητισμό, αλλά για να τον παιδαγωγούν, να τον ανυψώνουν, να τον καρυκεύουν, και να τον ημερεύουν.

Αυτό που χρειάζομαι τώρα είναι κάποιον τρόπο να εξηγήσω τα πιο πάνω σε τρεις γραμμές ή λιγότερο, αν είναι ποτέ δυνατόν, στους προτεστάντες επισκέπτες της εκκλησίας μας. Ίσως, το «έρχου και ίδε» (Ιωάννη 1, 47), δηλαδή «έλα και δες», να είναι η ιδεατή λύση.