Προβληματισμοί νομικής φύσεως για τους ογκολογικούς ασθενείς τελικού σταδίου

9 Δεκεμβρίου 2020

Η αρχή της αυτονομίας του ογκολογικού ασθενούς σε καταστάσεις τέλους ζωής

Στο προηγούμενο κεφάλαιο, στους προβληματισμούς ιατρικής φύσεως, αναλύσαμε το ερώτημα αν ο ογκολογικός ασθενής, και ειδικά αυτός του τελικού σταδίου, πρέπει να πληροφορείται για την κατάστασή του, αν τελικά αυτό συμβεί, τι ποσοστό αλήθειας πρέπει να του ανακοινωθεί, καθώς και ποιοι παράγοντες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Σε ανάλογο πλαίσιο κινούνται και οι προβληματισμοί νομικής φύσεως, με τη διαφορά ότι αυτοί εστιάζουν κυρίως στην «αρχή της αυτονομίας», δηλαδή στο αναφαίρετο δικαίωμα και στην ικανότητα που έχει κάθε άτομο (όχι μόνο ο ογκολογικός ασθενής) να προβαίνει σε προσωπικές επιλογές χωρίς να επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες.

Αυτό το δικαίωμα επιλογής θα οδηγήσει το άτομο – στην προκειμένη περίπτωση τον ογκολογικό ασθενή – να λάβει μια εντελώς προσωπική απόφαση και να δώσει τη συγκατάθεσή του για τη συνέχιση της διαδικασίας. Αλλά για να το κάνει αυτό πρέπει πρώτα να λάβει όσο το δυνατόν πιο λεπτομερή ενημέρωση σχετικά με την κατάσταση της υγείας του και το στάδιο της ασθνένειάς του. Με άλλα λόγια, είναι ανάγκη να πληροφορηθεί για το σκοπό του τρόπου θεραπείας που επιλέχτηκε για την περίπτωσή του, για τα αναμενόμενα οφέλη, για τους πιθανούς κινδύνους, για το ποσοστό επιτυχίας κλπ. Η παροχή πληροφοριών όμως στον ασθενή, όσο πλήρης κι αν είναι, δεν είναι αρκετή, αν δεν ακολουθηθεί από τη διασφάλιση ότι όλες οι πληροφορίες έγιναν απολύτως κατανοητές από τον ασθενή. Κι αυτό θα είναι αποτέλεσμα μόνο ενός ποιοτικού διαλόγου ανάμεσα στους λειτουργούς υγείας και στον ασθενή.

Όλα τα παραπάνω κατοχυρώνονται στο Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, το οποίο προασπίζεται το δικαίωμα σεβασμού στην ιδιωτική ζωή. Το ίδιο άρθρο κάνει λόγο, επίσης, και για τη δυνατότητα τρίτων προσώπων να έχουν πρόσβαση και ενημέρωση στα προσωπικά δεδομένα του ασθενούς κάτω από συνθήκες που εξασφαλίζουν το σεβασμό της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών.

Η συγκατάθεση που θα δώσει ο ασθενής, όσο καλή κι ανεπηρέαστη κι αν είναι, δεν είναι απαραίτητα οριστική. Ο ασθενής διατηρεί το δικαίωμα να την ανακαλέσει, όποτε το επιθυμεί, σύμφωνα με το δικαίωμα που του δίνει το άρθρο 5 της Σύμβασης. Σε περίπτωση όμως που ανήκει στα ευάλωτα άτομα που δεν μπορούν να δώσουν τη συγκατάθεσή τους, τότε υπάγεται στο άρθρο 6 της Σύμβασης, το οποίο περιλαμβάνει τις διατάξεις που στοχεύουν στη διασφάλιση της προστασίας ευάλωτων ατόμων.

Ειδικότερα και σε άμεση σχέση με τις καταστάσεις τέλους ζωής, το άρθρο 9 της Σύμβασης προβλέπει τη δυνατότητα των ατόμων να εκφράζουν εκ των προτέρων τις επιθυμίες τους στην περίπτωση που δεν θα μπορούν να το κάνουν, όταν έρθει η κρίσιμη ώρα, καθώς και το καθήκον των γιατρών να λαμβάνουν υπόψη τους τις επιθυμίες τους αυτές κατά την εκτίμηση της κατάστασης.

Υπάρχουν τόσες πολλές προβλέψεις νομικής φύσεως για τις καταστάσεις τέλους ζωής, επειδή συχνά αυτή είναι μια ιδιαίτερα ευάλωτη στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου, από την οποία μπορεί να προκύψουν βαθύτατες συνέπειες στην ικανότητα του ασθενούς να λειτουργήσει αυτόνομα. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι προβληματισμοί που προκύπτουν αναπόφευκτα σχετικά με τη λήψη της απόφασης, θα οδηγούσαν σε μεγάλο αδιέξοδο κι έτσι του θέματος επιλήφτηκε το Συμβούλιο της Ευρώπης, προκειμένου να δώσει τις απαραίτητες κατευθύνσεις, οι οποίες ονομάζονται και «προγενέστερες οδηγίες».

Σύμφωνα με τις κατευθύνσεις αυτές, λοιπόν, η αυτονομία των ασθενών προστατεύεται απόλυτα, όπως, βέβαια, και η ικανότητά τους να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης της απόφασης. Αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας αυτής, αποτελεί η διερεύνηση της βούλησης του ασθενούς ή των επιθυμιών που έχει εκφράσει προηγουμένως. Ένας λόγος παραπάνω, όταν οι ασθενείς παρουσιάζουν μειωμένες λειτουργικές ικανότητες και γι’ αυτό αδυνατούν να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης της απόφασης.

Πρέπει, βέβαια, σ’ αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι η αυτονομία του ασθενούς δεν συνεπάγεται το δικαίωμά του να λαμβάνει οποιαδήποτε θεραπεία ζητήσει, ιδίως όταν πρόκειται για θεραπεία η οποία θεωρείται ακατάλληλη. Πράγματι, οι αποφάσεις για τη φροντίδα της υγείας συνιστούν το αποτέλεσμα ενός συμβιβασμού ανάμεσα στη βούληση του ασθενούς και την εκτίμηση της κατάστασης από έναν λειτουργό, ο οποίος δεσμεύεται από τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις, κυρίως από εκείνες που προκύπτουν από τις αρχές της ωφέλειας, της μη βλάβης και της δικαιοσύνης. Τις αρχές αυτές θα τις αναπτύξουμε αμέσως παρακάτω. (Οδηγός του Συμβουλίου της Ευρώπης, 2014: 10-11).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ