Quo Vadis domine? Η πρώτη εις Άδου κάθοδος

25 Δεκεμβρίου 2020

Πού πας Κύριε; Πού κατεβαίνεις;

Από τον θρόνο της δόξης Σου, δεν βλέπεις;

Αν εμείς, όμοιοι μεταξύ ομοίων, φτάνουν στιγμές που απεχθανόμαστε ο ένας τον άλλον και στιγμές που όλοι μάς απεχθάνονται, εσύ, πόσα πέλαγα επιείκειας πρέπει να διαθέτεις ώστε να καταδεχτείς να ζήσεις ανάμεσά μας;

Όταν αυτοεξοριστηκάμε από τον παράδεισο Σου, ίσως να σκέφτηκες:

«Δεν μπορεί, εκεί στην ξενιτιά, όπως ο μικρός γιος της παραβολής, θα εκτιμήσουν τι είχαν, τι έχασαν και τι τους πρέπει!

Δεν μπορεί, εκεί έξω θα αντιληφτούν το δόλωμα που αγκίστρωσε ο εκπεσών και αμετανόητος άγγελος στον γάντζο της εξουσίας! Δεν μπορεί! Θα σιχαθούν την πίκρα της, θα εμέσουν την απάτη της!

Δεν μπορεί, στην πικρή εξορία, θα καταλάβουν πόσο φρικτό, πόσο άτιμο, πόσο αισχρό είναι να πουλάνε τον φίλο, τον σύντροφο, τον συνεργάτη για να μεταθέσουν τις ευθύνες τους, όπως έκανε ο Αδάμ, «δίνοντας» την Εύα!

Δεν μπορεί, εκεί, στην ερημιά της εξορίας, ο πόνος και ο θάνατος θα τους ενώσουν, του ενός το χέρι θα πιάσει τρυφερά το χέρι του άλλου, όλοι θα γίνουν μία αγκαλιά,  να μην περάσει ο διχασμός, να μην περάσει η παραφροσύνη του «εγώ και κανένας άλλος», να μην περάσει η ματαιότητα να έχεις πάντα δίκιο και τελικά να μένεις μόνος με το δίκιο σου!

Δεν μπορεί, εκεί έξω, στο σκοτάδι της απουσίας Μου, θα καταλάβουν τη ματαιότητα του χορτασμού τής κοιλίας και θα ποθήσουν τον χορτασμό της καρδιάς!

Δεν μπορεί, εκεί έξω θα καταλάβουν πως οι ανάσες τους είναι μικρές πνοές από την πνοή Μου και όλοι τους, μικρές πινελιές από την εικόνα Μου! Κάποια στιγμή θα Με ζητήσουν!

Δεν μπορεί, εκεί έξω θα καταλάβουν πως σκοπό δεν είχα να βρω υπηκόους και άβουλα όντα αλλά λεβέντικες, ανοιχτόκαρδες υπάρξεις, που θα ξέρουν να αγαπούν και να κερνούν όπως Εγώ θα κεράσω και φέτος τον ίδιο Μου τον Εαυτό!

Δεν μπορεί, θα καταλάβουν πως ο άγγελος με τη ρομφαία στην πόρτα την κλειστή της Εδέμ είναι ο ίδιος ο θεοποιημένος εαυτός τους, που μόλις κάνουν να επιστρέψουν, τους κοιτά στα μάτια και τους πείθει πως κάθε επιστροφή και κάθε μετάνοια είναι ήττα!»

Ίσως όλα αυτά να σκέφτηκες Κύριε!

Κι όμως, εμάς, ούτε που μας περάσαν απ΄ τον νου. Έχουμε κάνει την εξορία πατρίδα μας και προσπαθήσουμε να πείσουμε ο ένας τον άλλον πως περνάμε καλά. Κι όταν κανείς απ΄ τους αγίους Σου μας ζωντανέψει τη νοσταλγία του πατρικού μας σπιτιού, τον χλευάζουμε και γρήγορα φροντίζουμε να ξεχάσουμε πάλι.

Γι΄ αυτό Σου λέω!

Πού πας Κύριε;

Τίποτε από όσα υπολόγιζες για μας δεν εκπληρώσαμε.

Εξεφτελίσαμε την αγάπη κι ας τρέμουμε μην πάρουν χαμπάρι πόσο την διψάμε.

Πουλήσαμε τα πάντα για λίγα παραπάνω κέρματα και λίγα γραμμάρια αναγνωρισιμότητας κι ας πικραινόμαστε που δε μας ξέρει πια ούτε ο ίδιος μας ο εαυτός.

Βυθιστήκαμε στην αυτολύπηση και στην κακομοιριά πως, δήθεν, άνθρωπος δεν βρέθηκε να σταθεί στο πλάι μας την δύσκολη στιγμή, όταν εκπαιδευτήκαμε από μικροί να ζούμε μόνο για την ατομική μας επιτυχία και για την μάταιη καταξίωση μας ανάμεσα σε ανθρώπους που ξέρουν μόνον να φθονούν.

Πήραμε γομολάστιχα να σβήσουμε από την ψυχή μας την εικόνα Σου και φτιάξαμε ιστοσελίδες για να προσκυνούμε την ψευτιά μας και να ζητιανεύουμε likes.

Απαρνηθήκαμε τη γαλήνη της αγάπης Σου και παίζουμε χίλιους δυο ρόλους, μήπως και μας αγαπήσουν οι συμπρωταγωνιστές μας, μασκαρεμένοι κι αυτοί, σ΄ ένα θέατρο που έχει μόνον πλοκή και πότε κάθαρση.

Δικαιώσαμε τον όφη του παραδείσου και Σε κάναμε στη φαντασία μας τύραννο και τιμωρό, πηγή ενοχής για κάθε μας ολίσθημα.

Quo vandis domine?

Ο Άδης, που θα κατέβεις σε λίγους μήνες το Πάσχα, είναι δεύτερος και ίσως πιο ανθρώπινος. Γιατί εκεί κάτω οι ένοικοί του έχουν καταλάβει και οι αυταπάτες τους έχουν διαλυθεί. Εκεί διψούν για μετάνοια και Εσύ ξέρεις τι θα κάνεις με εκείνους.

Εδώ πάνω όμως είναι ο πρώτος Άδης, ο χειρότερος, η πατρίδα των αμετανόητων. Και το σχέδιο που ετοιμάζεις θα απορριφθεί, επειγόντως και με πανικό, από το αγαπημένο σου πλάσμα.

Όλη η κτίση θα αγάλλεται με τον ερχομό Σου, εκτός από τους ανθρώπους. Θα στοχοποιηθείς από την πρώτη κιόλας στιγμή, γιατί ο Ηρώδης άφησε διαδόχους που έχουν κάνει πια επιστήμη να εξολοθρεύουν κάθε τι το αγνό και το αθώο. Κι όσοι Σε ακολουθήσουν, θα γίνουνε οι αποδιοπομπαίοι τράγοι όλου του σκότους της ψυχής του κόσμου.

Κατέρχεσαι στον πρώτο Άδη Κύριε. Κοίτα το λίκνο σου στις αγιογραφίες των Αγίων αγιογράφων σου: Κοίτα το! Σε ζωγραφίζουν βρέφος πάνω στο απόλυτο, το μαύρο σκοτάδι, κλεισμένο μέσα σε μαρμάρινο μνήμα. Είναι το μνήμα που Σου ετοιμάσαμε.

Κι εσύ επιμένεις.

Και κατέρχεσαι.

Θα γιορτάσουμε όπως κάθε χρόνο, όχι γιατί Σε αγαπάμε, αλλά γιατί, αφορμή ψάχνουμε, να σπάσουμε τη μονοτονία της γκρίζας ζωής μας. Και μην ακούς παράπονα πως μας κλείσαν τις εκκλησίες. Όσοι αληθινά σε αγαπούν, μπορεί να είναι στ΄ αλήθεια πικραμένοι, μα δεν ταράζονται. Ούτε ταράζουν. Ξέρουν πως, όπως τότε βρήκες καταφύγιο σ΄ ένα σπήλαιο, στα έγκατα της γης, έτσι είναι βέβαιο πως, ό,τι και να γίνει, Εσύ τρόπο θα βρεις για να φτάσεις στα έγκατα της καρδιάς μας. Μόνο ένα αποφάσισες να ΜΗΝ μπορείς: Να εξολοθρεύσεις με το «έτσι θέλω» το μαύρο πλάσμα του εγωισμού που φράζει την είσοδό της. Έτσι θέλησες:  Ή εμείς θα το εξολοθρεύσουμε ή κανείς.

Εσύ θα μείνεις διακριτικός, όπως διακριτικά επισκέφτηκες τη Βηθλεέμ των κεκλεισμένων θυρών. Έτσι διακριτικά τριγυρνάς μέσα στους αιώνες γύρω από τον κλειστό πύργο της ανασφάλειάς μας. Χτυπάς διαρκώς, αλλά διακριτικά, λυγίζοντας τον δείκτη του δεξιού σου χεριού, την αμπαρωμένη πόρτα. Κάπου-κάπου μπορεί να πετάς πετραδάκια στα παράθυρα των ψηλών πύργων τού αυτοθαυμασμού μας.

Ακόμη δεν Σου ανοίξαμε και ας φεγγοβολούν δέντρα και μπαλκόνια από τα φωτάκια. Ακόμη δεν Σου ανοίξαμε και ας πετύχει φέτος η περίεργη συνταγή της γαλοπούλας με μανιτάρια της …άνω Μαδαγασκάρης. Ακόμα δεν Σου ανοίξαμε γιατί μπορεί να υποψιαζόμαστε πως, αν Σε δούμε στην πόρτα, πρέπει να γυρίσουμε τη ζωή μας ανάποδα. Και οι ανατροπές μας τρομάζουν. Γιατί προϋποθέτουν ανάληψη προσωπικής ευθύνης και εμείς μάθαμε μόνο να συνωμοσιολογούμε.

Αφού λοιπόν τόσο μας ελκύουν τα απόκρυφα και τα μυστικά και με προθυμία παραδινόμαστε στον κάθε τυχάρπαστο, ας αξιωθούμε, τουλάχιστον φέτος, να Σε δούμε σαν συνωμότη και ας αποφασίσουμε να ενταχθούμε στην απόκρυφη γνώση Σου.

Εσύ όμως δεν έχεις να μας πεις πολλά. Μία γνώση μας φέρνεις: Εσένα, τη ζωή μας, που διαρκώς την πουλάμε για ένα πιάτο φακή, κι αυτή ανάλατη από τη νοστιμιά της ζωής και αλάδωτη από το έλεος στον καθένα που τόλμησε να διαφωνήσει μαζί μας.

Ανήκω σε έναν κόσμο που χίλιες φορές τη μέρα με πείθει πως δεν αξίζει πεντάρα.

Έρχεσαι, Κύριε, γιατί φαίνεται πως πιστεύεις πιο πολύ στους ανθρώπους από τι πιστεύουν εκείνοι για τον εαυτό τους.

Μισή ώρα δελτίο ειδήσεων μου φτάνει για να πειστώ πως ζω στον Άδη. Και εσύ κατέρχεσαι σ΄ αυτόν τον Άδη, τον πρώτο Άδη. Βρίσκεις και φέτος το λίκνο Σου, μου χαμογελάς σαν το μικρό πήλινο κουκλάκι της φάτνης των παιδικών μου χρονών και με διαβεβαιώνεις:

«Αφού εγώ δεν σας παρατάω, δεν έχεις δικαίωμα ούτ΄ εσύ να παρατήσεις τους άλλους, δεν έχεις δικαίωμα να απελπιστείς ούτε γι  αυτούς, ούτε για τον εαυτό σου».

Και φέτος θα Σε ψάξω. Κι αν δεν είμαι ένας από τους εννιά προνομιούχους που θα βρεθούν σε ναό Σου, δεν υπάρχει δύναμη στον κόσμο για να μ΄ εμποδίσει  να βυθιστώ στον ναό της καρδιάς μου. Παίρνω το μονοπάτι που οδηγεί στην αληθινή Σου φάτνη και Σε ρωτώ:

«Όταν συναντηθούμε, τι δώρο ν΄ αφήσω, Κύριε, στα πόδια Σου;»

Κι Εσύ χαμογελάς ακόμη περισσότερο, γεμίζει το λεκανοπέδιο, η Ελλάδα κι όλος ο κόσμος φως και απ΄ τη δική Σου φωνή γεννιέται αύρα λεπτή, που φέρνει γύρω τον πλανήτη και φτάνει στ΄ αυτιά της καρδιάς μου γλυκιά, σαν αηδονιού κελαηδισματάκι:

«Την Ελπίδα σου!»