Σχέση προγενέστερων επιθανάτιων οδηγιών και ενός «δικαιώματος στο θάνατο»

21 Δεκεμβρίου 2020

Η συζήτηση σχετικά με τις «προγενέστερες οδηγίες για το τέλος της ζωής» συνδέεται συχνά με τη δυνατότητα νομικής ρύθμισης του θανάτου και τη διερώτηση αν η πρόβλεψή τους από το θετό δίκαιο και η απόδοση σε αυτές νομικά δεσμευτικής ισχύος προϋποθέτει και συνεπάγεται την αναγνώριση ενός «δικαιώματος στο θάνατο», ως αρνητικής έκφανσης του δικαιώματος στη ζωή.

Ωστόσο σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το κατοχυρωμένο στη Σύμβαση, (όπως και σε όλα τα εθνικά Συντάγματα) δικαίωμα στη ζωή δεν εμπεριέχει, ως αρνητική του όψη, και ένα δικαίωμα στο θάνατο. Κατά προέκταση του σκεπτικού αυτού, το κράτος δεν υποχρεούται να λάβει μέτρα για να εξασφαλίσει στα άτομα έναν αξιοπρεπή θάνατο ούτε να άρει τυχόν εμπόδια (π.χ. αποποινικοποιώντας την υποβοηθούμενη αυτοκτονία ή την ενεργητική ευθανασία ή διευκολύνοντας την πρόσβαση σε φάρμακα που επιφέρουν το θάνατο). (Παπαδοπούλου, 2013: 20)

Το ίδιο συμβαίνει και στην ελληνική κοινωνία. Στη θεωρία, μάλιστα υποστηρίζεται ότι ένα τέτοιο δικαίωμα όχι μόνο δεν κατοχυρώνεται νομικά, αλλά και ούτε είναι εννοιολογικά δυνατό να κατοχυρωθεί, γιατί αντιτίθεται στο υπαρξιακό θεμέλιο κάθε έννομης τάξης που είναι η ζωή. Έτσι, σύμφωνα με τον Ιωάννη Μανωλεδάκη, το δίκαιο ούτε μπορεί ούτε πρέπει να τα ρυθμίζει όλα, ούτε δικαιούται να θέλει να καλύψει όλες τις βιοτικές σχέσεις, να εκνομικεύσει όλες τις βιοτικές ανάγκες και περιστάσεις. Αντίθετα οφείλει να μη ρυθμίζει κάποια πεδία της ανθρώπινης ζωής, ιδίως αυτά που διαφεύγουν της κανονικότητας και κινούνται στα όρια της ύπαρξης. Κατά συνέπεια των παραπάνω, ο θάνατος δεν μπορεί να ρυθμιστεί καθώς βρίσκεται εκτός δικαίου ως μια φυσική διαδικασία και πρέπει να παραμείνει μακριά από νομικές ρυθμίσεις. (Μανωλεδάκης, 2004).

Ανεξάρτητα όμως από όλα αυτά, η απάντηση στο ερώτημα αν η θεσμοθέτηση των «διαθηκών ζωής» συνεπάγεται ή προϋποθέτει και ένα δικαίωμα στο θάνατο, είναι αρνητική. Το ζήτημα που ρυθμίζεται είναι η εκ των προτέρων συναίνεση (ή μη) και άρα η αυτεξουσιότητα του ασθενή αναφορικά με το σώμα του (μόνο) τέτοιας έντασης και έκτασης που είναι επιτρεπτή όσο είναι de facto ικανός να συναινέσει. (Κουτσουράδης, 2013: 173-174). Με άλλα λόγια, όπως σε μια κλασική διαθήκη ο διαθέτης μπορεί να ορίσει εκ των προτέρων – ακριβώς επειδή μετά το θάνατό του δεν θα μπορεί να το πράξει – τα σχετικά με την περιουσιακή του κατάσταση ή με συγκεκριμένες προσωπικές σχέσεις που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του, τα οποία πάντως είχε δικαίωμα να διαθέσει και εν ζωή, έτσι και με μια «διαθήκη ζωής» ρυθμίζει μόνο όσα θα μπορούσε, αν παρέμενε ικανός να αποφασίσει την στιγμή της επέλευσης του θανάτου του. Συνεπώς, η αναγνώριση των «διαθηκών ζωής» ως νόμου θεσμικού δικαίου, δεν προϋποθέτει ούτε συνεπάγεται ένα δικαίωμα στο θάνατο. Το περιεχόμενό της, δηλαδή, παρακολουθεί και δεν υπερβαίνει το νομοθετικό πλαίσιο ρύθμισης του φαινομένου του θανάτου και την έκταση αυτοπροσδιορισμού του ατόμου στο πλαίσιο αυτό.

Αυτό σημαίνει ότι το να συμφωνήσει κανείς με τη νομοθετική αναγνώριση των προγενέστερων οδηγιών, δεν προϋποθέτει να αποδεχτεί την υποβοήθηση σε αυτοκτονία ή την ενεργητική ευθανασία. Έτσι, αν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις επιτρέπουν μόνο την παθητική ευθανασία, δηλ. τη διακοπή των ιατρικών πράξεων που διατηρούν τον ασθενή στη ζωή, μόνο τέτοιου είδους πράξεις ή παραλείψεις συγκροτούν το έγκυρο περιεχόμενο και των προγενέστερων επιθανάτιων οδηγιών. (Ρεθυμιωτάκη, 2009: 183). Έτσι η ενεργητική ευθανασία και η υποβοήθηση σε αυτοκτονία δεν επιτρέπονται, ακόμη και στην περίπτωση που ο ογκολογικός ασθενής, έχοντας πλήρη συνείδηση, τις ζητήσει ρητά. Αντίθετα, αυτό που διακυβεύεται κυρίως είναι η διακοπή θεραπείας (συμπεριλαμβανομένης της αποσύνδεσης από τη μηχανική υποστήριξη της ζωής), η οποία κατά κανόνα επιτρέπεται (Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2001: 198) και συνεπώς η στέρηση της δυνατότητας αυτής από τον μη δυνάμενο πλέον να εκφραστεί ασθενή θα ήταν αναιτιολόγητη περιστολή της αυτοδιάθεσής του. Ιδίως η δυνατότητα επιλογής της ανακουφιστικής φροντίδας, που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς και των οικείων του μέσω της απάλειψης των επιθανάτιων πόνων, στη θέση μιας θεραπευτικής / υποστηρικτικής αγωγής, που είτε δεν έχει θεραπευτικό όφελος είτε αυτό υπολείπεται της προκαλούμενης επιβάρυνσης, σε περιπτώσεις που ο ασθενής πάσχει από ανίατη νόσο και βρίσκεται κοντά στο τέλος της ζωής – σε μερικές έννομες τάξεις προϋπόθεση είναι η προτιμώμενη αγωγή να μην επισπεύδει τον θάνατο (πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ letting die και hastening death). (Μανωλάκου, Βιδάλης, 2006: 3-4). Πρέπει, τέλος, να σημειωθεί ότι, εφόσον οι προγενέστερες οδηγίες υποκαθιστούν την παροντική και ρητή συναίνεση, δεν απαιτούνται σε εκείνες τις περιπτώσεις, όπου δεν απαιτείται ούτε η τελευταία (άρθρο 12, 3 ΚΙΔ).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ