Το παιδί που έκλεβε κι η μάνα που δεν τιμωρούσε

 
Παιδικά / Μύθοι του Αισώπου

Paidi kleftis

Κάποτε ένα μικρό παιδί έκλεψε από τον συμμαθητή του την κασετίνα του. Την έφερε στο σπίτι του και με πολλή χαρά την έδειξε στη μητέρα του. Εκείνη, όχι μόνο δεν μάλωσε, ούτε συμβούλεψε το παιδί της πως αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό, αλλά το επαίνεσε κιόλας για την πράξη του.

Πέρασαν λίγες ημέρες και το παιδί έφερε στο σπίτι το πανωφόρι ενός συμμαθητή του. Η μητέρα του το δέχτηκε με χαρά. Είχαν οικονομικές δυσκολίες και το πανωφόρι ήταν ό,τι έπρεπε για το γιο της. Θα ζεσταινόταν καλά το χειμώνα.

Το μικρό παιδί μεγάλωνε και μαζί μεγάλωνε και η όρεξή του να κλέβει. Έκλεβε φρούτα από τον μανάβη, έκλεβε πράγματα από το supermarket, έκλεβε ό,τι του άρεζε από τα σχολικά είδη των συμμαθητών του.  Κι όταν έγινε ένας δυνατός νέος άρχισε να μπαίνει στα σπίτια των συγχωριανών του και να κλέβει χωρίς δισταγμό ό,τι πολύτιμο έβρισκε.

Κάποια φορά όμως τον έπιασαν επ΄ αυτοφώρω, δηλαδή την ώρα που έβγαινε από το σπίτι μιας γιαγιούλας που μόλις είχε ληστέψει. Σ’ όλο το χωριό μαθεύτηκε το νέο. Οι αστυνόμοι τού πέρασαν τις χειροπέδες και τον οδήγησαν στο δικαστή. Έξω από το δικαστήριο είχε μαζευτεί κόσμος πολύς. Ήρθε κι η μητέρα του νεαρού και φώναζε δυνατά πως ο γιος της είναι αθώος και διαμαρτυρόταν που τον κρατούσαν δεμένο.

Πριν μπει στο δικαστήριο ο γιος της κοντοστάθηκε και κάτι ζήτησε από τους φύλακές του. Εκείνοι φαίνεται πως του επέτρεψαν να κάνει αυτό που ήθελε.

-Μάνα, θέλω κάτι να σου πω! φώναξε το νεαρό παλικάρι. Όλος ο κόσμος σώπασε απ΄ την περιέργεια κι η μάνα έτρεξε να αγκαλιάσει το παιδί της. Καθώς όμως έσκυψε το πρόσωπό της κοντά στο δικό του, εκείνος άγρια της δάγκωσε το αυτί και της το έκοψε. Η μάνα άρχισε να τσιρίζει κι όλο το πλήθος κραύγαζε εναντίον του.

-Όχι μόνο κλέφτης, αλλά και ασεβής στη μητέρα του και αδίστακτος ο άθλιος, έλεγαν κι ήθελαν να τον λιντσάρουν.

Μπήκαν στο δικαστήριο. Η οχλοβοή κι η οργή του κόσμου δεν έλεγε να κοπάσει. Μόλις μπήκαν οι δικαστές ζήτησαν να μάθουν τι είχε συμβεί.

-Ντροπή σου, νέε μου! Για την κλοπή ίσως και να σε τιμωρούσαμε με επιείκεια, αλλά για την άγρια και άπρεπη συμπεριφορά σου προς τη μητέρα σου θα είμαστε πάρα πολύ αυστηροί, είπε ο πρόεδρος του δικαστηρίου.

-Μου επιτρέπετε; είπε το παλικάρι ιδιαίτερα ταραγμένος.

-Λέγε λοιπόν, τι έχεις να μας πεις για το γεγονός; του έδωσε το λόγο ο πρόεδρος.

-Πριν δεκαπέντε χρόνια, όταν ακόμη ήμουν ένα εξάχρονο παιδί και δεν ήξερα ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό σ’ αυτόν τον κόσμο, πήρα κρυφά την κασετίνα του φίλου μου και την έφερα στο σπίτι. Την έδειξα στη μάνα κι αυτή χάρηκε. Το είδα στη ματιά της. Δεν είπε κουβέντα για να με συμβουλέψει. Δεν μου είπε τότε τι έπρεπε να κάνω. Κι ύστερα της έφερα ένα πανωφόρι κι ύστερα ένα καρπούζι κι ύστερα χρήματα κλεμμένα. Αν με μάλωνε τότε, στην αρχή, δεν θα έφτανα σήμερα δεμένος μπροστά στο δικαστήριο… Αυτά πρόλαβε να πει το παλικάρι πριν ξεσπάσει σε λυγμούς και κλάματα.

Κι οι δικαστές κι ο κόσμος που άκουγε στεναχωρήθηκαν πολύ.

Το κακό πρέπει να το χτυπάμε όταν ακόμη είναι μικρό, πριν θεριέψει. Κι οι γονείς έχουν πολύ μεγάλη ευθύνη για τα παιδιά τους. Κι ας μη λυπούνται ούτε το μάλωμα, ούτε την τιμωρία, όταν αυτά είναι για το καλό τους.

Απόδοση: Σταυρούλα Κουμενίδου
Αφήγηση: Κατερίνα Σαββοπούλου
Ζωγραφιά: Μαρίνα Ξυνού

Αν θέλεις, μπορείς να ακούσεις τον μύθο. Κάνε κλικ παρακάτω.

papiwtis4(2)