Επιχειρήματα κατά της νομικής αναγνώρισης των προγενέστερων οδηγιών στην ευθανασία

8 Ιανουαρίου 2021

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η νομική αναγνώριση των «προγενέστερων οδηγιών για το τέλος της ζωής» στοχεύει να προστατέψει τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως την αξιοπρέπεια και την αυτονομία του ασθενή. Παρόλα αυτά, έχουν διατυπωθεί και πολλά επιχειρήματα εναντίον της. Αυτά, ακόμη και αν δεν θεωρηθούν αρκετά για να αποτρέψουν την αναγνώριση δεσμευτικότητας των οδηγιών, είναι πάντως χρήσιμα ως καθοδήγηση για την ειδικότερη νομική διαρρύθμισή τους με τρόπο τέτοιο ώστε οι κίνδυνοι που επισημαίνουν να προλαμβάνονται κατά το δυνατό.

Τα επιχειρήματα αυτά, λοιπόν, είναι τα παρακάτω:

1) Οι προγενέστερες οδηγίες ποτέ δεν συντάσσονται στο σωστό χρονικό σημείο. Το πρώτο επιχείρημα αφορά το χρόνο σύνταξης των προγενέστερων οδηγιών και συνοψίζεται στην απόφανση ότι οποιοδήποτε χρονικό σημείο, είτε σε ανύποπτο χρόνο είτε μετά την εκδήλωση της ασθένειας, δεν είναι κατάλληλο για μια τέτοια πράξη. Κι αυτό γιατί, όταν οι οδηγίες συντάσσονται αμέσως μετά τη διάγνωση της ασθένειας, υποστηρίζεται ότι ο ενδιαφερόμενος βρίσκεται κατά κανόνα σε κατάσταση πανικού ή κατάθλιψης και συνεπώς δεν έχει τη δυνατότητα να λάβει ορθολογικές αποφάσεις. Άλλος παράγοντας που επιβαρύνει την κατάστασή του είναι ίσως ο φόβος ότι γίνεται βάρος στους συγγενείς του, με αποτέλεσμα να ζητήσει διακοπή της θεραπείας του σε πολύ πρόωρο στάδιο, ενώ οι γιατροί δεν θεωρούν ότι έχει φτάσει στο τελικό στάδιο της νόσου του. Αντίθετα, αν οι προγενέστερες οδηγίες συντάσσονται χωρίς να έχει προηγουμένως διαγνωστεί μια συγκεκριμένη ασθένεια, το άτομο δεν μπορεί να προβλέψει με την απαιτούμενη λεπτομέρεια όλες τις πιθανές εκδοχές (συμπτώματα και πιθανές θεραπείες). Έτσι υποστηρίζεται (Συμεωνίδου-Καστανίδου, 2001: 212) ότι «σοβαρή βούληση για τη συνέχιση ή μη της ζωής μπορεί να διαμορφωθεί μόνο μετά από στάθμιση των πραγματικών δεδομένων εκείνης της στιγμής και, για το λόγο αυτό, οποιαδήποτε δήλωση πριν από τον κρίσιμο χρόνο δεν μπορεί να συνεισφέρει στην ανεύρεση της αληθινής βούλησης του ασθενή κατά το χρόνο που πεθαίνει». Εξάλλου, γενικότερα, οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν αρκετά για τις ασθένειες, τα συμπτώματα και την έκτασή τους και βασίζουν τις οδηγίες τους σε ελάχιστες ιστορίες που άκουσαν (π.χ. στην τηλεόραση ή από γνωστούς τους) ή διάβασαν (π.χ. στο διαδίκτυο) με αποτέλεσμα να μην μπορούν και πάλι να λάβουν πλήρως ενημερωμένες και συνειδητοποιημένες αποφάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι γιατροί και η οικογένεια του ασθενούς δεν δεσμεύονται από τις προγενέστερες οδηγίες του, καθώς ενέχει ο κίνδυνος να εφαρμοστεί μια απόφαση του ασθενή που δεν ισχύει πλέον και που ο ίδιος δεν μπορεί να ανασκευάσει δεδομένου ότι πλέον έχει περιέλθει σε κατάσταση ανικανότητας συνείδησης ή / και έκφρασης της βούλησής του. (Chatzikostas, 2001: 303).

Η ένσταση αυτή βασίζεται και στην απορία κατά πόσο η συνειδητοποίηση της ασθένειας αλλάζει τις επιθυμίες και την στάση απέναντι στα πράγματα. Ειδικότερα, αναρωτιέται κάποιος αν το περιεχόμενο της βούλησης ενός ασθενή, ιδίως όταν αυτός έχει περιέλθει σε άνοια, παραμένει αναλλοίωτο, ακόμη και αν ο ίδιος έχει συντάξει τις «επιθανάτιες οδηγίες», ενώ είχε ακόμη πλήρη συνείδηση. Στην περίπτωση αυτή η παλιά ή η νέα βούληση πρέπει να γίνει σεβαστή κατά την αντιμετώπιση της ασθένειας; Και για ποια από τις δυο μπορούμε να πούμε ότι έχει νομικά δεσμευτική ισχύ; Η καθαρή αντίληψη που είχε ο ασθενής για να αποφασίσει, πριν νοσήσει, ή μια βούληση μέσα στην κατάσταση της άνοιας, η οποία είναι προσδιορισμένη από την ασθένεια αυτή και άρα λιγότερο ορθολογική και περισσότερο συναισθηματική και διαισθητική; Αν αναγνωρίσουμε απόλυτη δικαιοδοσία στην ανθρώπινη προσωπικότητα τη στιγμή που το άτομο εκφράζει τη βούλησή του, όποια και αν είναι αυτή ακόμη και αν είναι αποδομημένη, τότε νομικά δεσμευτική πρέπει να είναι η παροντική επιθυμία, ακόμη και αν έχει στο μεταξύ διαφοροποιηθεί σε σχέση με εκείνη που είχε διατυπώσει ο ασθενής πριν νοσήσει από καρκίνο. Η αντίληψη αυτή εναρμονίζεται και με την πεποίθηση ότι καμιά ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί να αποκληθεί «ανάξια». Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου δεν μπορεί να αντικειμενικοποιηθεί από κάποιον τρίτο πέραν του υποκειμένου και συνεπώς δεν επιτρέπεται να οδηγήσει σε ευθανασία ενός ανθρώπινου όντος σαν να είναι «κατώτερο». Εδώ το διακύβευμα είναι πάντως ο εαυτός και η συνείδησή μας μέσα στο χρόνο, η διαφοροποίησή τους από εξωτερικότητες όπως η ασθένεια και η μετάβαση σε έναν «Άλλον» μέσα στο ίδιο σώμα. (Παπαδοπούλου, 2013: 23-24).

2) Περιορίζουν τη διακριτική ευχέρεια του γιατρού. Οι προγενέστερες οδηγίες μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με την κλινική εικόνα που έχει διαμορφώσει ο γιατρός και η ομάδα του σχετικά με τις πιθανότητες ανάνηψης του ασθενούς και να περιορίζουν υπέρμετρα το πεδίο άσκησης του λειτουργήματός του. Ιδίως, αν στο χρονικά διάστημα μεταξύ της σύνταξής τους και της επέλευσης της περιγραφόμενης κατάστασης έχουν υπάρξει και εξελίξεις στο πεδίο των προσφερόμενων θεραπειών, ο γιατρός έχει κάθε δικαιολογία να αποκλίνει από αυτές. (Παπαζήση, 2004: 462). Άλλωστε, τις περισσότερες φορές αυτό είναι αδύνατο πρακτικά, ιδίως όταν ο ασθενής βρίσκεται σε άνοια. Έτσι οι οδηγίες ακολουθούνται μόνο «εικονικά», υποτίθεται, για να μην παραβιαστεί η αυτονομία του ασθενούς, ενώ στην πραγματικότητα μπορούν πολύ εύκολα να θεωρηθούν άκυρες (επειδή, π.χ. δεν αποδίδουν με σαφήνεια την κατάσταση του ασθενούς). Εξάλλου, οι οδηγίες μπορεί να έρχονται σε αντίθεση όχι μόνο με τις απόψεις του γιατρού ως επιστήμονα, αλλά και με τις ηθικές και θρησκευτικές του πεποιθήσεις, με άλλα λόγια ενδέχεται να παραβιάζουν τη δική του ελευθερία της συνείδησης (Ανθόπουλος, 1992: 29) και της θρησκευτικής ελευθερίας.

Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό δεν επαρκεί για να απορριφθούν εξαρχής οι προγενέστερες οδηγίες. Προκύπτει όμως το ερώτημα κατά εάν και σε ποιο βαθμό οι γιατροί μπορούν να επικαλεστούν τα προσωπικά τους δικαιώματα συνείδησης, προκειμένου να παραβλέψουν προγενέστερες οδηγίες του ασθενή που θα έρχονταν σε αντίθεση με τις φιλοσοφικές, ιδεολογικές ή θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Το ερώτημα δεν αφορά προφανώς σε απαγορευμένες επεμβάσεις, όπως για παράδειγμα η ευθανασία (ενεργητική) αλλά σε επιτρεπόμενες καταρχήν πράξεις (π.χ. εγκατάλειψη της μάταιης θεραπείας υπέρ μια παρηγορητικής αγωγής).  Ο προβληματισμός πρέπει να επιλυθεί καταρχήν με προσπάθεια εναρμόνισης των δικαιωμάτων όλων των εμπλεκόμενων. Έτσι, αρχικά πρέπει να γίνει προσπάθεια να αντικατασταθεί ο γιατρός (Ρεθυμιωτάκη, 2009: 180), ώστε ούτε ο ίδιος να αναγκαστεί να κάνει κάτι αντίθετο με τη συνείδησή του, ούτε όμως να αγνοηθούν και οι οδηγίες του ασθενή. Αν όμως αυτό δεν είναι δυνατό, τότε ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τις οδηγίες του ασθενή ακόμη και σε βάρος της προσωπικής του φιλοσοφικής ή θρησκευτικής πεποίθησης και πίστης, αφενός επειδή ο ίδιος τελεί σε μια σχέση εργασίας και άρα επιτέλεσης των καθηκόντων του κατά πως ορίζει η νομοθεσία, αφετέρου επειδή η ελευθερία της συνείδησής του υποχωρεί προς χάρη των αγαθών του ασθενή που διακυβεύονται (αξιοπρέπεια, ως απεριόριστο συνταγματικό αγαθό, και αυτονομία). (Παπαδοπούλου, 2013: 24-25).

3) Η προστασία της οικογένειας. Ένα άλλο επιχείρημα που προβάλλεται πολλές φορές κατά των προγενέστερων οδηγιών είναι ότι παραγνωρίζουν την προσωπικότητα, τις επιλογές και επιθυμίες των συγγενών, οι οποίοι και πρέπει να διαχειριστούν την κατάσταση και να εκτελέσουν δύσκολες και συναισθηματικά επιβαρυντικές αποφάσεις του ασθενή, όταν ο τελευταίος έχει περιέλθει σε κώμα. Το ερώτημα είναι αν από το άρθρο 21 παρ. 1 Σ, που εμπεριέχει ένα κοινωνικό και ατομικό δικαίωμα καθώς και μια θεσμική εγγύηση (Χρυσόγονος, 2006: 535), μπορεί να συναχθεί ένα τέτοιο αντεπιχείρημα, όπως συνάγεται για παράδειγμα ότι κατά τον ορισμό δικαστικού συμπαραστάτη τα μέλη της οικογένειας (ιδίως γονείς, αλλά και σύζυγοι και τέκνα) έχουν καταρχήν προτεραιότητα και ότι η υποκατάστασή τους από τρίτο επιτρέπεται μόνο αν και στο βαθμό που αποδεικνύεται πως οι ίδιοι δεν είναι σε θέση να φροντίσουν για τα συμφέροντα του ασθενή. Ειδικότερα, οι γονείς μπορούν να παραβλεφθούν, αν αυτό διασφαλίζει το συμφέρον του παιδιού. Ωστόσο, η προστασία κάποιου μέλους της οικογένειας δεν μπορεί να φτάσει μέχρι το σημείο η βούληση των συγγενών να προηγηθεί από τη ρητή, έστω και από πριν διατυπωμένη ή ακόμα και της βασίμως τεκμαιρόμενης βούλησης του ίδιου του ασθενούς, την οποία, βεβαίως και πάλι πρώτα από όλους οι συγγενείς του την διερμηνεύουν. Σε κάθε περίπτωση η βούληση του ασθενούς προηγείται είτε αυτή αφορά τον ορισμό τρίτου ως δικαστικού συμπαραστάτη είτε εκφράζεται με συγκεκριμένες ουσιαστικές οδηγίες για την ιατρική του μεταχείριση υπό συγκεκριμένες περιστάσεις. (Παπαδοπούλου, 2013: 25-26).

Εναντίον του νομικού πατερναλισμού

Η άρνηση δεσμευτικότητας σε οποιαδήποτε πρότερη έκφραση της βούλησης του ασθενή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένας σκληρός πατερναλισμός, ο οποίος θα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την αυτονομία και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Εφόσον πρόκειται για ενήλικο άτομο που έχει πλήρη συνείδηση κατά τη στιγμή που συντάσσει τις επιθυμίες του και έχει λάβει γνώση όλων των μειονεκτημάτων της προχρονισμένης αυτής δήλωσης της βούλησής του, αποφασίζει το ίδιο το άτομο για τον εαυτό του και μόνο. Το κράτος, από την πλευρά του, δεν έχει δικαίωμα να τον μεταχειριστεί ως ανήλικο άτομο και να του στερήσει τη δυνατότητα να αποφασίσει για το σώμα του και τη ζωή του εκ των προτέρων.

Στην ειδικότερη περίπτωση των ανήλικων – και μόνο – μπορεί και πρέπει να γίνει κατά παραχώρηση δεκτός ο κρατικός πατερναλισμός για χάρη της ζωής τους, γιατί έτσι με το πέρασμα των χρόνων θα καταστούν ενήλικες, ώστε να αποφασίσουν με πλήρη επίγνωση και συνείδηση των συνεπειών των αποφάσεών τους, ακόμη και αν μια τέτοια απόφαση θα ερχόταν σε αντίθεση με τυχόν θρησκευτικές πεποιθήσεις των γονέων τους. Εφόσον το κύριο επιχείρημα κατά του πατερναλισμού είναι ότι το ίδιο το άτομο είναι κατά κανόνα το πιο ικανό να γνωρίζει τα προσωπικά του συμφέροντα και να προβαίνει σε σταθμίσεις, τότε το επιχείρημα αυτό δεν ισχύει για ανηλίκους και για όσους διαθέτουν μειωμένη ικανότητα που έχει διαγνωστεί και επιβεβαιωθεί δικαστικά. Είναι προφανές ότι η δύναμη του συγκεκριμένου επιχειρήματος αυξάνει και ο πατερναλισμός πρέπει να υποχωρεί (και άρα, στο θέμα που μας ενδιαφέρει τυχόν προγενέστερες επιθυμίες του εφήβου να λαμβάνονται βαθμηδόν υπόψη) όσο ο ανήλικος προσεγγίζει μια ηλικία στην οποία είναι πλέον ώριμος για να διατυπώσει μια ανεπηρέαστη κρίση των βιοτικών συνθηκών του. Έτσι, τυχόν προγενέστερες οδηγίες εφήβου δεν μπορεί να είναι νομικά δεσμευτικές, λειτουργούν όμως ως τεκμήρια της εικαζόμενης βούλησής του και ως τέτοια πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη λήψη των αποφάσεων που αφορούν στην ιατρική μεταχείρισή τους. (Παπαδοπούλου, 2013: 26-27).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ