H Στωική ηθική

25 Ιανουαρίου 2021

Η ηθική αρχίζει για τους Στωικούς  από τη στιγμή κατά την οποία θα εκδηλωθεί «η πρωταρχική παρόρμηση» στο  νεογέννητο άνθρωπο.  Ο μηχανισμός της βρίσκεται μέσα στο τέλειο όν  τον θεό (φύση ή πνεύμα ή αιτία ή λόγος ή ειμαρμένη). Από την σχέση των όντων με τον θεό εξαρτάται ο τρόπος ύπαρξης των. Αν το όν υπάρχει κατά θεό (κατά φύση) τότε η παρουσία του στο κόσμο είναι θετική, αν όχι έχει αρνητική υπόσταση. Η φύση υπάρχει όχι αυθαίρετα αλλά επειδή, συνέχεται και κυβερνάται από πλέγμα δυνάμεων. Οι δυνάμεις αυτές είναι οι άτεγκτοι  φυσικοί νόμοι , οι οποίοι λειτουργούν συνδυασμένα προς όφελος (καλό) της σύνολης φύσης. Το Στωικό σύμπαν σαν οντολογική έκφραση του όλου είναι τέλειο γιατί το τέλος του είναι η τελειοποίηση των μερών του. Είναι πιθανόν κάποιο μέλος του, εμποδιζόμενο από εξωτερικούς παράγοντες  να μη ολοκληρώσει την επιμέρους  φύση του (τελειοποίηση). Μια τέτοια  ημιτελής ενέργεια  δεν είναι ικανή να εμποδίζει το καθολικό σύμπαν για να ολοκληρώσει τον σκοπό του, επειδή, περικλείει και συνέχει όλες τις ειδικές  υπάρξεις του. Στην ολότητα του  σύμπαντος εμπεριέχονται και πράγματα τα οποία θεωρούνται , φαινομενικά,  αντίθετα με την καθολική φύση. Αυτά τα υποκειμενικά φαινόμενα πραγματικότητας  είναι οι πλανεμένες εντυπώσεις (Θεάσεις) τις  οποίες δημιούργει στην  ατομική ανθρώπινη νόηση  η περατότητα της φύσης του. Και σαν δόξες  (εικασίες)  εξετάζονται σαν μεμονωμένα γεγονότα και όχι σαν συνδυαστικές εκφάνσεις του όλου. Οι μερικές εντυπώσεις είναι είδωλα διότι ο προορισμός του κόσμου είναι να εναρμονίζει  την κάθε αντινομία και όχι αν την δημιουργεί. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση πρέπει σύμφωνα με τον Μάρκο Αυρήλιο  να είναι ευπρόσδεκτα διότι είναι έργο της ευπραγίας του Δία  και συμβάλλουν ουσιαστικά στην υγεία και την ευδαιμονία του κόσμου.  Οι φυσικοί νόμοι όταν προσληφθούν από τον άνθρωπο σαν κανόνες της  ζωής  γίνονται   ηθικοί νόμοι .Στην οικονομία του θεού (καθολική φύση), το σχέδιο, δηλαδή,  για τη σωτηρία της φύσης,  έχει οριστεί ένας κανόνας για κάθε είδος, ο οποίος δημιουργεί τη ποικιλία των ειδών και τη διαφορετικότητα των ιδιωμάτων τους. Ο ειδικός κανόνας για το ανθρώπινο είδος   αποτελεί για τον άνθρωπο το γενικό κριτήριο όλων των αποφάσεων και το γνώμονα της γνώσης του  καλού και του κακού.  (Long, 2012: 284-286, 288, 294).

Ανθρωπολογικά η ηθική γεννάται στο ηγεμονικό μέρος της ψυχής, διότι, το ολοκληρωμένο οντολογικά  λογικό το  διαμορφώνει κατάλληλα για να χειραφετήσει  την τάση για αυτοτέλεια των φυσικών παρορμήσεων. Το λογικό λέει ο Χρύσιππος «επεμβαίνει ως τεχνίτης της παρόρμησης», μεταβάλλοντας  τη φορά της.  Η ποιοτική μεταλλαγή  των παρορμήσεων σημαίνει και ταυτόχρονη αλλαγή των επιθυμιών οι οποίες σχετίζονται  με την ικανοποίηση των βασικών βιολογικών λειτουργιών του ανθρώπου. Η ηθική η οποία είναι πλέγμα θεολογικών γεγονότων   εγείρεται  όταν  το όν κατορθώσει  να υπερβεί την απλή εκπλήρωση (χρήση) των επιθυμιών  και να εισχωρήσει στην κατανόηση τους. Επειδή η  κατανοητική αντίληψη προϋποθέτει λογικό συνεπάγεται ότι η ηθική γεννιέται και εφαρμόζεται μόνο στον ενσυνείδητο άνθρωπο. Η ιδιότητα του ανθρώπου να αντιλαμβάνεται τα γεγονότα δεν είναι αυτογενής αλλά  δωρεά της  θείας χάρης. Η διανοητική ιεράρχηση των όντων είναι έργο του Θεού ο οποίος όρισε ότι τα άλογα και τα λογικά όντα θα κάνουν μεν  χρήση των επιθυμιών τους. Αλλά μόνο  ό άνθρωπος θα είναι ικανός να προβεί  στη κατανόηση τους επειδή τον καθιέρωσε σαν παρατηρητή και εξηγητή των έργων του. Και λόγω αυτής της οντολογικής διάκρισης  θα πρέπει να ξεκινάει  την πορεία του από την κοινή βάση του με τα ζώα αλλά θα καταλήγει εκεί όπου καταλήγει και  η φύση στη τελειότητα, δηλαδή. (Long, 2012: 277). Με άλλα λόγια να ξεκινάει τη ζωή του σαν ζώο και να την τελειώνει σαν άνθρωπος.

Οι Στωικοί θεωρούσαν σαν  βάση  υγειούς βίου την θέση του Ηράκλειτου σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση. Αυτή την προσαρμογή ο Ζήνωνας την όρισε ως το «ομολογουμένως ζην» («να ζούμε με ακολουθία»). Ο Κλεάνθης επεξεργαζόμενος την αρχή του Ζήνωνα τόνισε ότι ο άνθρωπος πρέπει να προσαρμόζει τη ζωή του προς τη κοινή φύση, η οποία περιλαμβάνει τη κοινή φύση αλλά κυρίως την ανθρώπινη. Αυτή η ηθική είναι ανθρωπολογική και ρυθμίζεται από το λογικό μέρος της φύσης του ανθρώπου. Η προσαρμογή του ανθρώπινου βίου  στο κόσμο πραγματοποιείται μέσω της κατάλληλης αρετής η οποία ταιριάζει στο καθένα σε σχέση με το σύμπαν. Πιο συγκεκριμένα ο άνθρωπος διάγει ηθικό βίο όταν κατανοεί την συμπαντική οντότητα, πείθεται  σε αυτή και την αποδέχεται εκούσια και πρόθυμα. Αλλά για να τα πετύχει όλα αυτά απαιτείται αφ’ ενός απάθεια, απαλλαγή, δηλαδή, από την εξουσία των παθών  και αφ’ εταίρου  υπακοή  στις επιταγές της λογικής του φύσης. Αυτή η στάση προς τη  κοσμική τάξη   οδηγεί κατά τους Στωικούς τον άνθρωπο στην ελευθερία του. Αυτό το αξίωμα εκφράστηκε από τον Σενέκα με την εξής, τύπου αποφθέγματος, φράση: «δεν υπακούω στο θεό αλλά συγκατατίθεμαι στη βούληση του». Παρόλο που οι Στωικοί έχουν ως στόχο της ζωής την ευδαιμονία θέτουν στη πρακτική επιδίωξη τους περιορισμούς της εγκαρτέρησης και της αποχής «ανέχου και απέχου», το σύνθημα τους. Αυτή η ηθική στάση μοιάζει με την χριστιανική ηθική στο θέμα της εγκαρτέρησης και της αποχής. (Γεωργούλης, 2008: 391-393)

Το καθήκον είναι αξιακά διαβαθμισμένο, σαν  πρώτο καθήκον θεωρείται  η διατήρηση του όντος στη φυσική του κατάσταση και  σαν  δεύτερο η επιλογή όσων πραγμάτων αρμόζουν στη φύση του. Το δεύτερο καθήκον καθιερώνει τη αρχή της επιλογής. Η επιλογή ολοκληρώνεται σε τρία στάδια. Στο πρώτο είναι επιλογή με βάση το αρμόζον, στην συνέχεια παγιώνεται σαν επιλογή σταθερού έθους (συνήθεια) και τελειώνετε   ως  απόλυτα προσήκουσα προς τη φύση επιλογή (Long, 2012: 296). Τα κατορθώματα εκτελούνται «κατά τον ορθό λόγο» ενώ τα καθήκοντα απλά «κατά λόγο». Τα κατορθώματα θεωρούνται  ενεργήματα διότι μόνο αυτά διαθέτουν  ηθική αξία και μόνο οι αγαθοί είναι ικανοί  τα τελέσουν (ενεργήσουν). Τα καθήκοντα είναι οι πράξεις των ανθρώπων τις οποίες οι Στωικοί καλούν «μέσες» πράξεις. Το διαχωρισμό μεταξύ κατορθωμάτων και καθηκόντων ο Καντ τον  προσάρμοσε στη διάκριση μεταξύ «ηθικότητας και νομιμότητας». Η αρετή και η κακία είναι τα όρια εντός των οποίων κινούνται οι πράξεις. Οι ενδιάμεσες καταστάσεις είναι τα  «αδιάφορα», διότι είναι άνευ αξίας, επειδή δεν θεωρούνται ούτε αγαθά ούτε κακά. Αλλά παίρνουν αξία μόνο όταν συμβάλλουν στην απόκτηση της αρετής. Βάσει αυτής της ιδιότητας τους τα αδιάφορα χωρίζονται σε τρείς κατηγορίες, στα «προηγμένα»  στα «αποπροηγμένα» και στα εξ ολοκλήρου «πάντη αδιάφορα». Τα προηγμένα (όπως δηλώνει η λέξη)έχουν σχετική μεν  αξία, αλλά  προτιμώνται κατά την πρακτική άσκηση του βίου. Επειδή έχουν «προωθηθεί» υψηλότερα σε σχέση με τα  αποπροηγμένα τα οποία βρίσκονται στο κατώτερο σημείο της διαβάθμισης  των ηθικών αξιών και δεν προτιμώνται . Προηγμένα είναι, η ζωή, η ευγένεια, η υγεία, η ρώμη, η ευεξία, η αρτιμέλεια, το κάλλος, η τέχνη, η δεξιότητα κ.λ.π.

Αποπροηγμένα είναι όλα τα αντίθετα τους, όπως η ασθένεια, η φτώχια, ο πόνος, ο θάνατος, η αδυναμία κ.λ.π. Τα πάντη αδιάφορα είναι όλες οι καταστάσεις οι οποίες δεν επιδρούν στη ψυχή. Όπως το χρώμα του προσώπου, ο αριθμός των αστεριών κ.λ.π. (Γεωργούλης, 2008: 394-396)  Οι συνειδητές ανθρώπινες  πράξεις οι οποίες έχουν ηθικό κίνητρο είναι «κατόρθωμα». Οι πράξεις οι οποίες δεν είναι μεν  αντίθετες προς τα ηθικά δεδομένα, αλλά εκτελούνται χωρίς βαθιά ηθική επίγνωση είναι τα «καθήκοντα» (πρέποντα), πράξεις δηλαδή οι οποίες «καθήκει» (πρέπει) να εκτελεσθούν. (Γεωργούλης, 2008: 394-396 ). Καθήκον είναι «αυτό που ο λόγος μας πείθει να κάνουμε» η «αυτό που όταν το κάνουμε επιδέχεται λογική εξήγηση». Τα καθήκοντα ανάλογα με σκοπό τους διακρίνονται σε «καθήκοντα κατά περίστασιν», όπως π.χ. η θυσία της περιουσίας και σε «καθήκοντα άνευ περιστάσεως» όπως η φροντίδα της υγείας. Και τα δύο είδη των καθηκόντων  αρμόζουν στον άνθρωπο διότι είναι κατά φύση πράξεις. Με την εκτέλεση ενός καθήκοντος δεν σημαίνει ότι πράττεται το σωστό, διότι η ενέργεια υπαγορεύεται από τους νόμους της υποκειμενικής λογικής. Η ανθρώπινη λογική όμως δεν είναι τέλεια αλλά διαθέτει αντιθετικές ιδιότητες, του τύπου  σωστό ή λάθος Αυτή η ασαφής κατάσταση του λογικού δεν το οδηγεί πάντα σε σωστές αποφάσεις. Ο χαρακτηρισμός του καθήκοντος έχει άμεση σχέση μα την προσωπικότητα του πράττοντος. Αν το καθήκον εξεταστεί σαν γενική ιδέα απομονωμένη από τον άνθρωπο  θεωρείται «ενδιάμεσο» ή «ενδιάμεσος σκοπός». Το ενδιάμεσο είναι μεν κατά φύση είναι δε  ηθικά ουδέτερο, δεν είναι δηλαδή, ούτε κακό ούτε κακό. Αν το καθήκον κριθεί σε σχέση με την οντότητα του δρώντος τότε κάθε πράξη αρμόζουσα ή όχι  είναι ή  «τέλεια» ή ατελής»(Long,2012:301-302, 320).

Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ