Η ώρα της μνήμης

9 Ιανουαρίου 2021

Τι όμορφο, τι ποιητικό κείμενο, τι στοχαστικό, από έναν εκπρόσωπο μιας γενιάς που, εκτός των άλλων, τίμησε την Ελληνική γλώσσα και που έφυγε εγκαίρως, πριν δει να παίρνουν σάρκα και οστά καταστάσεις τρισχειρότερες από του χειρότερους εφιάλτες της. Αλλά…όχι απόγνωση! Ελπίδα και άφεση στην γλυκύτητα που, τόσο γλαφυρά, μας προτείνει αυτό το υπέροχο κείμενο, από το οποίο μας χωρίζουν 65 μόλις χρόνια και είναι σα να μας χωρίζουν  αιώνες:

«Τα Χριστούγεννα είναι το σπίτι. Είναι η φωτιά, που τραγούδι στο τζάκι, μία αρχαία Φώτη, γεμάτη μαγευτικά παραμύθια. Είναι το παιδί με τη ξαφνιασμένη ματιά, που ενωτίζεται, μέσα στην αλλόκοτη σιωπή, τους αίνους των αγγέλων. Είναι ο άνθρωπος που επιστρέφει στη ρίζα του.

Όλοι έχουμε ξεκινήσει από κάποια Χριστούγεννα, που δεν γίνεται να μην τα θυμηθούμε με τρυφερή νοσταλγία την ώρα, που θα χτυπήσει και πάλι η καμπάνα του όρθρου. Πόσα χρόνια, πόσοι αιώνες έχουν περάσει από τότε; Ίσως και να βρίσκονται πίσω από τους καιρούς, πολύ μακριά, πίσω από μία αιωνιότητα, που δεν μπορούμε να τις συλλογιστούμε χωρίς θλίψη και τρόμο. Κάποτε κάποτε θαρρούμε κιόλας, πως εκείνα τα Χριστούγεννα δεν υπήρξαν. Κι ωστόσο, τίποτε δεν είναι πιο βέβαιο, πιο φωτεινό, πιο χαμογελαστό από την ευτυχισμένη τους παρουσία. Άστραφτε και φεγγοβολούσε καθώς έναστρος ουρανός στο σπίτι τότε. Ήταν το σπίτι, που το κατοικούσαν οι πρόγονοι, σε ένα ήσυχο τόπο, σιμά στη θάλασσα. Υπήρχε μία μάνα, ένας πατέρας. Σήμερα πια δεν υπάρχουν. Υπήρχε ο χρόνος, η γιαγιά, που συδαύλιζε τη φωτιά. Αποκοιμήθηκε κι εκείνη για πάντα μέσα στο στέρνο παραμύθι της. Αλλά να, όπου και να ΄ναι, η καμπάνα θα χτυπήσει και πάλι. Και τότε, θα ξεκινήσει από το παραμύθι της η γιαγιά και θα περάσει τη μεγάλη κάμαρη του σπιτιού, μαυροντυμένη, ολόρθη, ολόστητη, με το πρόσωπο γεμάτο φως καλοσύνης και θα σιμώσει στο τζάκι και θα σκαλίσει τη φωτιά και θα την κάνει να δώσει φλόγα λαμπρότατη. Θα ξεκινήσει και από τους τόπους του ίσκιου και του θανάτου ο πατέρας με τον γιορτινό του κουστούμι, με το φρέσκο σιδερωμένο ορθό του κολάρου και θα σταθεί στο κατώφλι του σπιτιού, προσμένοντας τα παιδιά, που προσπαθούν απελπισμένα να ξενυστάξουν. Η μανούλα είναι στις μεγάλες τις έγνοιες: να πλύνει, να ντύσει τα παιδιά να ετοιμάσει τα πάντα. Η ώρα είναι πολύ μεγάλη και πολύ επίσημη. Τα παιδιά αισθάνονται, πως βρίσκονται σε έναν κόσμο αλλιώτικο, σε μία παράδοξη πλάση- να ξυπνούν έτσι νωρίς, να πρέπει να φύγουν μέσα στη νύχτα, να πάνε στην εκκλησία, που προσμένει κατάφωτη. Όλα είναι τόσο μαγευτικά, τόσο απίστευτα- η καρδιά τους πάει να σπάσει από ανεκλάλητη ευτυχία. Η καμπάνα σημαίνει. Οι πετεινοί λαλούν. Οι δρόμοι γεμίζουν βιαστικά περπατήματα, φαναράκια, συνομιλίες. Και τα παιδιά, μισοκοιμισμένα ακόμη, κρατημένα από τα χέρια του πατέρα, το ένα από δω, το άλλο από κει, το αγόρι το κορίτσι, τα μεγαλύτερα ,τα μικρά έχουν μείνει στο σπίτι, προχωρούν μουδιασμένα και ευτυχισμένα προς τον όρθρο των Χριστουγέννων. Πόσο ζεστή, πόσο μεγάλη, πόσο χαρούμενη έχει γίνει τη νύχτα εκείνη η εκκλησία! Τα παιδιά ονειρεύονται: Τους αγγέλους, τους βοσκούς και τους μάγους. Την άχραντη μητέρα σκυμμένη απάνω από το ταπεινό βρέφος, που μόλις αναδεύει τα χέρια του μέσα στη φάτνη. Τους ουρανούς του μεγάλου Θεού ανοιχτούς. Έξω από το παράθυρο αρχίζει σιγά-σιγά να φωσφορίζει η ήρεμη αναλαμπή της πρώτης αυγής. Είναι μία θαυμάσια ώρα γεμάτη ψυχή. Αυτή την ώρα, αυτή την αίσθηση, τα παιδιά την παίρνουν μαζί τους και επιστρέφουν στο σπίτι. Την παίρνουν μαζί τους για πάντα.

Η ζωή είναι μία υπόθεση πολύ δύσκολη. Η ζωή γίνεται συχνά μία τραγική περιπέτεια. Έχει μέσα της πολύ μόχθο, πολλή θλίψη. Είναι ένας ασταμάτητος αγώνας με τα περιστατικά, με τον εαυτό μας, με τους άλλους ανθρώπους. Είναι μία μάχη με τη ματαιότητα. Οι καιροί στοιβάζονται πάνω στους καιρούς. Κι έρχεται μία στιγμή, που νιώθουμε πως οδοιπορούμε σε πολλή μοναξιά. Τα αγαπημένα πρόσωπα, αυτοί οι πρόγονοι, που μας παραστάθηκαν, που μας παρηγίρησαν, που μας έμαθαν πόσο τίμιο δώρο είναι η ύπαρξη, ένας-ένας μας εγκαταλείπουν. Ολόγυρα στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι αδειάζουν τα καθίσματα, η φαιδρές παρουσίες μεταμορφώνονται σε αλγεινές απουσίες. Εδώ είναι η θέση του πατέρα, εκεί η θέση της μάνας. Στο κεφάλι του τραπεζιού καθόταν η γιαγιά. Τα αδέρφια έχουν εξαφανιστεί. Πού είναι εκείνη η πολιτεία, εκείνος ο κόσμος, οι λαμπρές αιθρίες μέσα στην παγωνιά του χειμώνα; Ο αιώνας, που κατηφορίζει τόσο γοργά, μας έχει διδάξει να είμαστε πρακτικοί. Να αποφεύγουμε τις εκτροπές της φαντασίας, τις περιττές αισθηματολογίες, τις επικίνδυνες αναδρομές. Είναι ο αιώνας των θρήνων και των αιμάτων. Το πρόσωπό του είναι γεμάτο συσπάσεις οδύνης και φρίκης. Και ωστόσο, ποτέ άλλοτε ίσως οι άνθρωποι δεν είχαν τόση ανάγκη από αγάπη, από κατάνυξη, από συγκατάβαση από συμπόνια. Ποτέ άλλοτε ίσως οι άνθρωποι δεν ένιωθαν τόση ερημιά μέσα τους, τόση γύμνια.

Λοιπόν, ας μη λησμονούμε εκείνα τα παλιά Χριστούγεννα, τα δικά τους. Εκείνη την ώρα, που τους περισκέπαζε με την ασυννέφιαστη ευδοκία της. Ας επιστρέφουν, για λίγο έστω, σε εκείνον τον πεθαμένο καιρό, τον χαμένο καιρό, που ευωδιάζει πάντα μες στην καρδιά τους καθώς το φρέσκο ζουμπούλι, καθώς το τριαντάφυλλο το πορφυρό του χειμώνα. Ας επιστρέφουν στη συνείδησή του παιδιού. Γιατί το μεγαλύτερο, το τιμιότερο είναι, που υπήρξαμε κάποτε όλοι ένα παιδί. Που μπορέσαμε να αντικρίσουμε με τα μάτια γεμάτα θάμβος τη φάτνη, να ακούσουμε, από μακρυά τους αγγέλους και τους βοσκούς. Να κοιμηθούμε και να ονειρευτούμε τη θεία μητέρα, που άπλωνε τα χέρια της στοργής στο ξάστερο μέτωπο μας, που τραγουδούσε στην καρδιά μας καθώς ο ορθρινός κορυδαλλός. Τίποτε σημαντικότερο σε τούτη τη ζωή δεν έχουμε κερδίσει. Οι καιροί εγελοιογράφησαν τον εαυτό μας πάνω στο πρόσωπό μας. Μας πήραν παιδιά, μας πήραν εφήβους και μας σε έβγαλαν σε τούτο το «σήμερα», πολυμέριμνους, κατατσακισμένους, «πεφορτισμένους», χωρίς αυταπάτες, υπολογιστές των πάντων, συχνά καχύποπτους, υστερόβουλους, άπληστους, και στο βάθος αποκαρδιωμένους. Χρειάζεται μεγάλη οδοιπορία, για να μπορέσουμε να ξανασυναντήσουμε κάπου εκείνον τον άνθρωπο τον ελάχιστο, εκείνο το θαυμάσιο ανθρώπινο ψίχουλο, με τη φυσαρμόνικα στα χείλη, που ήταν έτοιμο να αλλάξει από θερμή αναγάλλια μπροστά σε ένα ευτελέστατο τενεκεδένιο λαγουδάκι, σε μία χαλκομανία, σε ένα παχουλό αγγελάκι καμωμένο από χαρτόνι, σε μία ροκάνα, που δημιουργούσε τους συναγερμούς των αθώων πολέμων μέσα στο πρόσχαρο σπίτι. Τότε μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι με το τίποτε. Το γέλιο ξεπηδούσε από τα χείλη μας αναβρυστικό καθώς το νεράκι της βουνίσιας πηγής. Τότε μπορούσαμε και να κλάψουμε για μία στέρηση που τη θαρρούμε ασήμαντη σήμερα.

Ήμαστε γεμάτοι ανυπομονησία, πότε να μεγαλώσουμε. Θαυμάζαμε κι οι πιο ζωηροί σχεδόν τους φθονούσαμε τους μεγάλους, την ελευθερία τους, περίπου την ασυδοσία τους που φαινόταν τόσο καταπληκτική, τόσο μαγευτικη σ΄ εμάς, που κάποτε κάποτε μας ταλαιπωρούσε η στοργική απαγόρευση και το επίμονο κάλεσμα στο χρέος. Δεν είχαμε νιώσει ακόμη τη σημασία της ελευθερίας. Δεν ξέραμε, πως εκείνα τα μικρά «μη» που μας πρόσταζε τότε η στοργή, η πλησμονή της αγάπης, ακόμη και της πιο κοντόφθαλμης, δεν ήταν τίποτα μπροστά στα «μη» που μας επιβάλλει τώρα η αστοργία, η μοχθηρία, η αδιαφορία των άλλων ανθρώπων, που μας επιβάλλει η ζωή η ίδια, αυτός ο τρομερός ρυθμός των περιστατικών, που ξετυλίγονται χωρίς τη συγκατάθεσή μας, πολέμια προς ό,τι αποτελεί την αληθινότερη ύπαρξή μας. Τότε επιθυμούσαμε να γίνουμε μεγάλοι. Τώρα η κυριότερη ελπίδα μας είναι αυτή: ανηφορίζοντας στο μάκρος των χρόνων να ξαναβρίσκουμε πότε-πότε το παραπλανημένο, το λησμονημένο παιδί και να μπορούμε, μέσα στα απονήρευτα μάτια του, να ξανά βλέπουμε τον εαυτό μας.

Έτσι θα μαθαίνουμε και τη γλώσσα που χρειάζεται, για να μιλήσουμε καθώς ταιριάζει στα ολόγυρά μας παιδιά. Σε αυτές τις καινούργιες γενιές, που έρχονται ύστερα από μας, που μας κοιτάζουν με πρόωρη περίσκεψη, που προσμένουν από τα χείλη μας το λόγο της αλήθειας, που είναι τόσο δροσερές, ώστε να φαίνονται στον κάματο μας ακατανόητες και καμιά φορά απαράδεκτες. Εκείνα τα παιδιά, που υπήρξαμε κάποτε, που νοσταλγούμε πάντα, που καρτερούμε τη χριστουγεννιάτικη ώρα της μνήμης, για για να μπορέσουμε να τα ξαναζήσουμε, δεν βρίσκονται μόνον σε ό,τι έχει περάσει. Βρίσκονται και σε τούτη την παρούσα στιγμή, κοντά μας, αντίκρυ μας. Έχουν μία ψυχή καμωμένη από βελούδο, που μπορεί να την τραυματίσει και μία μόνη αδέξια κίνηση. Έχουν και τη δύναμή της ασυλλόγιστης χαράς και την ανάγκη της αγάπης. Ας είμαστε πολύ προσεκτικοί μαζί τους. Ας συλλογιστούμε τον εαυτό μας, εκείνα τα χρόνια, ας ζούμε, όσο εντονότερα μπορούμε, την αμόλυντη ποίηση μέσα στα φαιδρά τους σκιρτήματα. Γιατί δεν πρέπει να λησμονούμε, πως θα ΄ρθει μία μέρα, που εμείς δεν θα υπάρχουμε πια, και θα είμαστε μία κάποια εποχή μέσα στους ατελεύτητους καιρούς. Και τα παιδιά, που μας περικυκλώνουν σήμερα, θα είναι οι ώριμοι, οι ηλικιωμένοι, οι αποκαμωμένοι άνθρωποι, που θα αισθάνονται επίσης στην ανάγκη να ανατρέχουν σε μία θύμηση, για να μπορούν να παίρνουν θάρρος, για να παρηγορούν την κόπωση τους και τη θλίψη τους. Αυτή είναι, ανάμεσα σε όλες, η πιο μεγάλη ίσως ευθύνη της γενιάς που παρέρχεται προς τις γενιές που ορθρίζουν σε τούτη την αλλόκοτη περιπέτεια, που είναι η ζωή. Είναι φοβερό, που θα έχουν να θυμούνται αργότερα την αγωνία του αιώνα, αυτή την τρομακτική αλληλομαχία, τους πολέμους, το χάος, που κατά κάποιον τρόπον τους ετοιμάσαμε όλοι εμείς. Ας μπορούν να θυμηθούν και μία στιγμή ευδοκίας. Ενα μακρινό φως, μία θωπεία, ένα χαμόγελο, ένα κάλεσμα στοργής και γαλήνης. Γιατί δεν είναι μόνο για μας αυτή η νύχτα με τους έναστρους ουρανούς. Είναι για όλους. Και για τα μάτια, που ανοίγονται σε μία πρωτόγνωρη πλάση, και για τα χείλη που τιτιβίζουν καθώς τα φιλέρημα πουλιά στο παχνιασμένο κλαδί και για τις καρδιές, που είναι γεμάτες ευτυχισμό, γιατί δεν τις έχει στενέψει, δεν τις έχει ακρωτηριάσει ακόμη ο πολύπονος μόχθος, η ασταμάτητη μέριμνα, τα πάθη και τα παθήματα των ανθρώπων».

Χριστούγεννα 1956

Επιμέλεια: Ηλίας Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητος Πολιτισμού