Πώς ο Άγιος Νεόφυτος σε ηλικία 65 ετών σώθηκε από βέβαιο θάνατο, στις 24 Ιανουαρίου του 1199 μ.Χ.

24 Ιανουαρίου 2021

Α.   Ο Άγιος λαξεύει την Ανωτέρα Εγκλείστρα του ή Νέα Σιών.

     Ο Θεός απαιτεί ευγνωμοσύνη και ευχαριστία από εκείνους τους οποίους έχει ευεργετήσει· απαιτεί δε να θυμούμαστε και να κάμνουμε γνωστά τα καλά, τα οποία μας προσφέρει, διότι αυτό εξυπηρετεί εμάς τους ιδίους κυρίως, και όχι Αυτόν, επειδή «η θεία και παντουργός φύσις του Θεού ουδεμίαν έχει ανάγκην», αλλ’ είναι «άβυσσος αβύσσων, από την οποίαν η ανάβλυσις και η μετάδοσις εκχύνεται ως ποταμός προς πάσαν κτίσιν». Και εμείς γι’ αυτό θα παρουσιάσουμε όπως θα επιτρέψει ο Θεός το παράξενο άκουσμα και θέαμα, το οποίον έγινε σε μάς, και θα ανυμνήσουμε την ακαταμάχητη και ταχύτατη βοήθεια του Θεού.

Επειδή η αμελής διαμονή μου στην Εγκλείστρα συνεχίσθηκε επί 40 περίπου χρόνια, και ακατάπαυστα με ενοχλούσε η εύλογη και χωρίς λόγο επίσκεψη πολλού κόσμου, φάνηκε αρεστό  στο Θεό πρώτον και έπειτα και σε μένα να ανέβω συν Θεώ  στα «υπερώα της Εγκλείστρας και τα ανώτερα μέρη του κρημνού», και εκεί να ανοίξω σιγά-σιγά μικρό άνοιγμα, στο οποίο να μη μπορούν να ανεβαίνουν οι πολλοί, και σ’ αυτό να αποσύρομαι όταν θέλω, για να αποφεύγω την πολλή και χωρίς λόγο  ενόχληση των πολλών και για να μην χάσω σιγά–σιγά  «την αγαπητή αναχώρηση και θεόγνωστη ησυχία».

Το δύσκολο όμως της αναβάσεως και το σαθρότατο του κρημνού μου κλόνιζε την καρδία και με εμπόδιζε από την πραγματοποίηση της επιθυμίας μου· αλλά νικούσε πάλιν αυτόν τον κλονισμό η καλή προσδοκία της βοήθειας του Θεού και ο πόθος της ησυχίας. Γι’ αυτό, αφού απέκρουσα κάθε δειλία και φόβο και θυμήθηκα  το ρητό, το οποίον λέγει ότι «όποιος δεν εκτίθεται με τόλμη στους κίνδυνους δεν επιτυγχάνει εκείνο που επιθυμεί», αποφάσισα να κινδυνεύσω. Στήριξα  στο Θεό τις ελπίδες της σωτηρίας μου και άρχισα το έργο.

Τοποθετήθηκε από τους αδελφούς μεγάλη σκάλα  στο καθορισμένο σημείο του κρημνού, και ανεβήκαμε με Σταυρό και Ευαγγέλιο και με ιερατικές στολές και θυμιατό και λαμπάδες, επειδή δε δεν βρίσκαμε τόπο για να σταθούμε ή για να πατήσουμε, στάθηκαν άλλοι επάνω  στην σκάλα και άλλοι ψηλότερα από αυτήν με κάποιαν επιτηδειότητα σε μικρές προεξοχές του κρημνού. Είπαμε τότε την συνήθη ευχή, αναγνώσαμε Απόστολο και Ευαγγέλιο, και μετά την απόλυση κατεβήκαμε αμέσως.

Από τότε, καθημερινά, πολύ πρωί, «μετά τις εωθινές δοξολογίες» και την απόλυση, θερμά πάλι παρακαλούσα ιδιαιτέρως τον Κύριο, να ευδοκήσει να εκτελέσω με ασφάλεια το «επιχείρημά μου τούτο», και να μην επιτρέψει να γίνω παρανάλωμα σαθρότατου κρημνού, για να μη χαρούν γι’ αυτό εχθροί ορατοί και αόρατοι, αλλά μάλλον να γίνει και το έργο μου αυτό «οικητήριον του Παναγίου Πνεύματος, πύργος ισχύος από προσώπου εχθρού, και πρόξενος σωτηρίας».

Μετά την προσευχή, ασπαζόμουν τον Τίμιο Σταυρό και τις Άγιες Εικόνες, θωρακιζόμουν με το Δεσποτικό Σημείο, και βγαίνοντας από την Εγκλείστρα έκλεινα τη μικρή της πόρτα και ανέβαινα με πεποίθηση, απαγγέλλοντας  τον εξηκοστό Ψαλμό : «Εισάκουσον ο Θεός της δεήσεώς μου, πρόσχες τη προσευχή μου, από των περάτων της γης προς σε εκέκραξα…».

Άρχισα το λάξευμα αμέσως· αλλ’ ο κρημνός απ’ εδώ και απ’ εκεί έσπαζε και έπεφτε, και ένθερμα ζητούσα από τον «ουράνιας αψίδος οροφουργόν Κύριον και της Εκκλησίας δομήτορα» να στερεώσει και το οίκημά μου αυτό.

Κάποτε έσκαβα τον κρημνό και χωρίς εργαλεία, διότι ήτο χαλαρός, σε μερικά όμως σημεία του ήταν σκληρός και δυσκολολάξευτος. Τα εξωτερικά μέρη του έπεφταν μόνα τους, ώστε δεν τολμούσε κανείς να πλησιάσει  στον τόπον εκείνο. Αλλά και οι αδελφοί από κάτω, βλέποντας από μακριά την «πολλήν των λίθων κατάπτωσιν, συνείχοντο υπό φόβου όχι με­τρίου» και για  μένα και μήπως υποστούν βλάβες τα υποκάτω οικήματα.

Ο Θεός όμως και εμένα και αυτά διαφύλαξε, και το έργον τελείωσε. Κτίσθηκε καλά ο τοίχος, ο οποίος συγκράτησε τα σαθρά και τα έξω του κρημνού μέρη, τα δε από μέσα τα στερέωσα με πολλήν ακρίβεια  και υπομονή  με χαλίκια και με επίχρισμα.

Β.   Ο Άγιος λαξεύει επάνω στον κρημνό και ένα στενό μονοπάτι.

Επειδή όμως το καλό δεν είναι καλό όταν έχει ελλείψεις, δεν ήθελα να αρκεσθώ μόνον σε ό,τι είχα κάμει για τις καθημερινές εξόδους από την Ανωτέρα  Εγκλείστρα μου ή Νέα Σιών, για να απόφευγα τη δυσκολία της καταβάσεως  στο κάτω «παρακελλίον» μου, χρειαζόταν ακόμη να λαξεύσω πάνω στον κρημνό μέχρι το νότιο άκρο του ένα στενό μονοπάτι. Αλλά και για το νέο αυτό έργο μου παρουσιαζόταν πολλή και μεγάλη δυσκολία, διότι ήταν φοβερό και το ν’ αντικρίζει μόνον κανείς το προς τα κάτω χάος, και γεννούσε θάμβος  στη ψυχή  ο υπεράνω μου σαθρότατος κρημνός. Αλλά ο έρως πείθει πολλές φορές τον εραστή να περιφρονεί τελείως και φόβο και κινδύνους και να επιχειρεί εκείνο που αγαπά. Αυτό συνέβη και με μένα: όπλισα τη ψυχή μου με χρηστές προς τον Θεό ελπίδες, κάλεσα με εκτενείς ικεσίες σε βοήθεια Αυτόν ως φωτισμό και Σωτήρα μου και υπερασπιστή της ζωής μου, και τον Τίμιο Σταυρό του Χριστού, και την άχραντη Μητέρα του, και με θάρρος άρχισα εκείνο που επιθυμούσα.

Σε λίγες ημέρες, με σκέψη και πολλή ακρίβεια και βοήθεια Θεού, λάξευσα  όλα τα επίφοβα και τα δύσκολα σημεία.

Γ.  Κινδυνεύει να φονευθεί από ένα βραχώδη και σκληρό λίθο. Τον σώζει η δύναμη του Θεού.

     Αλλά, όταν είχα πλέον φθάσει προς το τέλος του τόπου που θα λάξευα, εκεί που καμία υποψία κινδύνου δεν φαινόταν, και ανέπεμπα με πολλή  χαρά λαλητές και αλάλητες δοξολογίες και ευχαριστίες προς τον Θεό, τότε ακριβώς, κατά θεία πάντως παραχώρηση, μου έγινε σκοτεινή «συνάντηση δεινότατου συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού».

Ήταν περίπου μεσημέρι, ημέρα Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου, μνήμη της Όσιας Ξένης, όταν «περιέσχον με παγίδες θανάτου», όπως είπε ο Δαβίδ, «και πύλαι τελευτής περιεκύκλωσάν με ταχέωςκαι εν τω θλίβεσθαί με επεκαλεσάμην τον Κύριον και προς τον Θεόν μου εκέκραξα· και, ει μη ταχέως προφθάσας ερρύσατό με, παρά βραχύ αν παρώκησε τω άδη η ψυχή μου». Ενώ δηλ. καθόμουν και έσκαβα με μία σκαπάνη, από τα προς τα δεξιά μου μέρη αποκόπηκε ένας  βράχος σκληρός, βαρύς σαν μολύβι, μήκους μιας οργιάς και πάχους περισσότερου από το αγκάλιασμα ενός ανδρός, μου ξέσχισε το φόρεμα στο δεξιό ώμο, με κτύπησε  στο πλευρό, και με τραβούσε προς τα κάτω. «Δέσποινα βοήθησον, Χριστέ βοήθησον» φώναξα αμέσως δυνατά. Το «κατεπείγον της ανάγκης» δεν μου άφησε  «ίχνος διακρίσεως», ώστε να κληθεί ο Δεσπότης, αλλά κλήθηκε πρώτη η Δέσποινα.

Η επίκλησή μου εισακούστηκε. Η «πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα και μη βραδύνουσα χάρις» ήλθε σε μένα γρηγορότερα από αστραπή, και έσωσε «την ψυχήν μου εκ θανάτου, τους οφθαλμούς μου από δακρύων, και τους πόδας μου από ολισθήματος», όπως λέγει ο Δαβίδ· και είδα το βράχο, «ω θαύ­ματος ξένου, ω μυστηρίου καινού, ω ανεκφράστου και ακαταλήπτου δυνάμεως Θεού, δι’ αγγελικής τίνος και αοράτου επι­στασίας να ωθήται παράδοξα» προς τα πίσω, αφού άφησε την προς τα κάτω εύλογη ορμή του. Κράτησε πιεσμένο από κάτω του το δεξί μου χέρι μαζί με την σκαπάνη και το άκρο της ποδιάς μου, για να μη κατακρημνισθώ,  στη φοβερή δε εκείνη θέση έμεινα παγιδευμένος όπως ένα θήραμα, χωρίς να έχω καμιά ελπίδα σωτηρίας.

      Ευλόγα βεβαίως χαιρόντουσαν τότε πάρα πολύ οι αόρατοι εχθροί μου. Αλλ’ ευλογητός ο Θεός, «ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις οδούσιν αυτών, αλλ’ ερρύσατο ημών την ψυχήν εκ της παγίδος των θηρευόντων».

Το αριστερό μου πόδι ήταν κρεμασμένο κάτω στον κρημνό, το δε δεξί μου απλωμένο κατά μήκος του βράχου  και κολλητά σ’ αυτόν, διότι δεν επέτρεψε η προφθάσασα θεία χάρις να κρατηθώ από κάτω του και να συντριβεί.

Συνέβη δε στη δεινή αυτή περίσταση και κάτι άλλο υπερφυσικό και παράξενο: το δεξί μου δηλ. χέρι, μολονότι πιεζόταν  κάτω από το βράχο, διασωζόταν  άβλαβες, ενώ το αριστερό μου, αν και έμενε ελεύθερο, σαν βρύση έχυνε το αίμα στη γη και στον κόρφο μου· διότι το δάκτυλο μου το δίπλα στο μικρό κτυπήθηκε άσχημα, επί πλέον δε πληγώθηκε  λίγο και το πίσω μέρος της παλάμης μου, χωρίς όμως εγώ να έχω αντιληφθεί τίποτε από αυτά.

Τον πρώτο μου φόβο διαδέχθηκε γρήγορα ένας δεύτερος: με συγκράτησε μεν ο βράχος και δεν με παρέσυρε μαζί του στο από κάτω χάος, αλλά σκεπτόμουν ότι, και αν ακόμη αποσπασθώ από τα δεσμά του βράχου, πάλι θα κατακρημνισθώ, διότι δεν είχα στη θέση εκείνη κανένα κράτημα ή πάτημα· ήμουν σχεδόν σαν πουλί κρεμασμένο από ξόβεργα. Αλλ’ η θεία χάρις και αυτόν το φόβο αφαίρεσε από την καρδιά μου, και μου έβαλε θάρρος και αγαλλίαση, και άρχισα να λέγω: «Ο Θεός ημών καταφυγή και δύναμις, βοηθός εν θλίψεσι ταις ευρούσαις ημάς σφόδρα».

 

Δ. Πώς τον βοήθησαν οι Μοναχοί αδελφοί του.

Γύρισα τότε και είδα να στέκεται κοντά μου ο Ιερομόναχος μας Ιάκωβος, τρέμοντας ολόκληρος και «κλονούμενος ως κάλαμος υπό άνεμου», και μη γνωρίζοντας τί να πει ή τί να κάνει. Με φωνή ατάραχη «Μη φοβάσαι αδελφέ, μη φοβάσαι» του είπα, «αλλά πιάσε καλά το βράχο και δοκίμασε να τον ανασηκώσεις λίγο, ίσως μπορέσω να βγάλω το χέρι μου». Δοκίμασε ο Ιάκωβος, αλλ’ ο βράχος έμενε ακίνητος σαν πολύ βαρύ μολύβι. Αμέσως φώναξε και τους υπόλοιπους αδελφούς, οι οποίοι ανέβηκαν γρήγορα, επειδή όμως το μονοπάτι ήταν στενό, με δυσκολία στάθηκαν στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο.

Με τα δυνατά κτυπήματα, που κατέφερε με το «βαρυσφύριον» ο Ιάκωβος  στο βράχο  κατά παράκλησή μου, αποσπάσθηκαν απ’ αυτόν δύο κομμάτια βαρύτερα το καθένα από όσο μπορεί να σηκώσει ένας άνδρας, τα κύλισαν λίγο μακρυά, με τον τρόπο δε αυτό ο βράχος ελάφρωσε, τον ανασήκωσαν με ευκολία, και μου ελευθέρωσαν το χέρι, το οποίον, «ω θείας και ανέκφραστου δυνάμεως», δεν είχε πάθει τίποτε, «πλην ο λιχανός(δείκτης) δάκτυλος ενάρκησε μικρόν».

Πιάστηκα τότε από το βράχο  με το ένα μου χέρι, μου κράτησαν το άλλο οι αδελφοί, και συρόμενος προς αυτούς γλύτωσα από το τρομερό εκείνο κρέμασμα· όταν δε στήριξα τα πόδια μου επάνω στο μονοπάτι, «διεπέτασα άνω τας χείρας και έδωκα δόξαν τω Θεώ», ο οποίος παραδόξως με έσωσε από τόσο σκληρό θάνατο. «Υψώσω Σε» έλεγα, «Κύριε, ότι υπέλαβές με και ουκ εύφρανας τους εχθρούς μου επ’ εμέ. Κύριε, ανήγαγες εξ άδου την ψυχήν μου, και έσωσάς με από των κα­ταβαινόντων εις λάκκον ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν».

Ε. Η χαρά του Αγίου. Οι δριμύτατοι πόνοι του από το πληγωμένο δάκτυλο.

Η σωτηρία μου αυτή γέμισε την καρδιά μου με τόση χαρά, ώστε ήθελα, «προς δόξαν Θεού και αισχύνην του δαίμονος», να πάρω το σφυρί εκείνο, και με το ένα μου χέρι να διαλύσω το βράχο. Αλλά οι αδελφοί με εμπόδισαν. «Πρέπει» μου είπαν «να σου περιποιηθούμε το δάκτυλο, πριν κρυώσει, μήπως σου φέρει έπειτα πόνο». Για το λόγο αυτό υποχώρησα στη συμβουλή τους.

Κατεβήκαμε αμέσως, μου καθάρισαν από τα αίματα με χλιαρό νερό το χέρι και την πληγή, και μου έδεσαν το δάκτυλο. Το τραύμα ήταν δεινότατο: κατακόπηκε όλη η ρώγα του δακτύλου ως  το νύχι, το οποίον όμως με τη βοήθεια του Θεού δεν έπαθε τίποτε. Δεν γνωρίζω πώς έγινε η πληγή αυτή.

Μετά το φαγητό, παρήγγειλα στους συγκεντρωμένους αδελφούς να προσέξουν να μη πουν σε κανένα αυτό που έγινε, μήπως μερικοί από τους περίεργους, αντί να θαυμάσουν, θελήσουν να περιεργαστούν τα μη πρέποντα. Για τούτο «και εσιωπήθη το δράμα μέχρι καιρού». Απέλυσα έπειτα τους αδελφούς, και αφού μπήκα στην  Εγκλείστρα πλάγιασα  στο «Χαράδριον» μου, «μετά δακρύων ομολογών ευχαριστίας τω Θεώ».

Ο πόνος όμως του πληγωμένου δακτύλου έγινε «οξύτατος και δριμύτατος» και με έκαμε να υποφέρω πολύ, επειδή δε δεν είχα καμιά ανάπαυση όταν ήμουν ξαπλωμένος, σηκώθηκα γρήγορα, και παίρνοντας στα χέρια μου χαρτί  άρχισα να γράφω τη διήγηση του φοβερού αυτού παθήματός μου: «Ξένον όντως, άλλα και πάνυ ξένον όντως…». Όταν όμως νύχτωσε και ο πόνος αυξήθηκε, δεν μπορούσα πλέον να γράφω και συγχρόνως να υποφέρω  τόσο μεγάλο πόνο, και αναγκάσθηκα πάλι να πλαγιάσω.

Το κτυπημένο χέρι άλλοτε το έβαλα επάνω  στο στήθος μου, άλλοτε το κρατούσα υψωμένο, ή με τη φούχτα γυρισμένη προς τα πάνω. Αλλά δεν ερχόταν καμία ανακούφιση στο πόνο, και γι’ αυτό σηκωνόμουν για να  δοξολογήσω περισσότερο  το Θεό, σκεπτόμενος πόσον περισσότερο θα υπέφερα, αν έσπαζα κανένα πόδι ή χέρι, ή αν έπεφτα στον κρημνό και συντρίβονταν τα μέλη μου και διαλύονταν οι αρμοί μου και κατακόπτονταν οι σάρκες μου και σκορπίζονταν τα μυαλά μου και ξεχύνονταν τα έγκατά μου και γενικώς αφανιζόταν το σώμα μου. Ούτε ήταν μέτριος ο κρημνός, για να γίνει  μέτρια και η συντριβή, αλλ’ ήταν δεκαοκτώ οργυιές, όπως εξακρίβωσα έπειτα, αφού τον μέτρησα εγώ ο ίδιος. Αλλά και το κυπαρίσσι που υψωνόταν από κάτω ήταν ικανό να κατακομματιάσει και σώμα  ελέφαντα, πολύ δε περισσότερο το αδρανέστατο δικό μου σώμα.

Στ. Η Θεραπεία του. Η συμπλήρωση του έργου του.

Από τον πολύ πόνο, και τη νύκτα εκείνη και για έξι ολόκληρες ημέρες έμεινα άυπνος. Η αϋπνία δε αυτή και μαζί της ο πολύς πυρετός και η ασιτία με κατέβαλαν τόσο, ώστε δεν διέφερα καθόλου από νεκρό. Όταν όμως πέρασαν οι έξι ημέρες, οι πόνοι ησύχασαν, άρχισα να αναλαμβάνω, και ο Θεός μου χάρισε νεανική ακμαία δύναμη  και προθυμία, την οποία ζήλευαν μερικοί από τους μαθητές μου. Για τούτο και εγώ, σκεπτόμενος την «υπερφυώς προσγενομένην μοι κηδεμονίαν Θεού, εδόξαζον Αυτόν, και πάλιν δοξάσω». Αλλά αξίζει και σεις, ως φιλόχριστοι, να δώσετε μαζί μου δόξαν  στο Θεό.

Αμέσως μετά τη θεραπεία του δακτύλου και την κατάπαυση του πόνου, αφού θωρακίσθηκα με την θεία βοήθεια, ανέβηκα με πολλή προθυμία, και αφού διέλυσα τον σκληρό και φονικό βράχο έβγαλα τη σκαπάνη μου, και  από τότε εργαζόμουν  καθημερινά  «συν Θεώ εντόνως και ολοψύχως». Με τη βοήθεια των αδελφών Μοναχών αποτελείωσα το λάξευμα του μονοπατιού, και κατέκοψα και έρριψα κάτω από τον κρημνό και δύο άλλους μεγάλους βράχους, οι οποίοι έκαναν επικίνδυνο  το πέρασμα. Ένα άλλο ετοιμόρροπο βράχο  τον στηρίξαμε με τοίχο.

 

(Σημ. Αυτά διηγείται ο ίδιος ο Άγιος Νεόφυτος. Για το πάθημά του αυτό και για την απαλλαγή του που του χάρισε ο Θεός από το  θάνατο, έγραψε και Ακολουθία ειδική, η οποία ψαλλόταν  μέχρι του θανάτου του «έξωθεν και ένδοθεν» του κελλίου του την 24ην  Ιανουαρίου κάθε χρόνο.)

Πηγή : Αι δύο Ακολουθίαι του Αγ. Νεοφύτου, υπό Ιωάννου Π. Τσικνοπούλλου, Β΄έκδοσις. Πάφος- Κύπρος 1976.