Θεοσοφία: άρνηση του Θεού της Βίβλου και σύγχυση – ταύτιση μεταξύ Θεού και κόσμου
14 Ιανουαρίου 2021Όταν ο άνθρωπος λέγει ότι ο Θεός ενεργεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο (π.χ. δημιουργεί, σκέφτεται, κλπ.) ή διατυπώνει θεωνυμίες, χρησιμοποιώντας πολλές φορές ανθρωπομορφικές εκφράσεις για τον Θεό ή ανθρώπινα χαρακτηριστικά[1] προσπαθεί να συλλάβει και να διατυπώσει την αλήθεια, ποικιλοτρόπως και κατά συνέπεια, συμβατικά[2]. Αν και δεν υπάρχει λέξη και έννοια που να μπορεί να περιγράψει σωστά και να προσδιορίζει µε ακρίβεια την Ουσία του Θεού, όμως ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να συλλάβει διάφορους περιγραφικούς όρους και ονοµασίες, µε βάση την πραγµατικότητα των αποκεκαλυµµένων ενεργειών Του, µέσω α) της Αγίας Γραφής[3], και β) αυτών που μπορεί ο άνθρωπος να κατανοήσει µε τη λογική του, µε βάση την εμπειρία της Θείας Οικονομίας[4].
Οι θεωνυμίες αντιπροσωπεύουν το δικαίωµα του ανθρώπου να περιγράψει το Δηµιουργό του, µε βάση τη µερική αυτοαποκάλυψή Του[5], αναγνωρίζοντας το Θεό ως αίτιο όλων των όντων και των ιδιοτήτων που τα χαρακτηρίζουν, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός[6]. Όπως ο απλός άνθρωπος αισθανόμενος τη θερμαντική και φωτιστική ενέργεια του ήλιου κατανοεί ότι αυτό το ουράνιο σώμα είναι θερμό και είναι φωτεινό χωρίς όμως να μπορεί να γνωρίσει την ουσία του, κατά τον ίδιο τρόπο βλέποντας ο άνθρωπος το δημιουργικό έργο, την αγαθότητα, τη σοφία, τη δύναμη, τη δικαιοσύνη και τις λοιπές Ενέργειες του Θεού που εκδηλώνονται στην Οικονομία, αποκαλεί το Θεό αντίστοιχα δημιουργό, αγαθό, σοφό, παντοδύναμο, δίκαιο κλπ. Αυτές οι θεωνυμίες πηγάζουν από την αποκάλυψή και την αιτιώδη σχέση του Θεού με τον κόσμο[7], χαρακτηρίζουν την κατ’ ενέργειαν σχέση του Θεού με τον κόσμο και δεν είναι δηλωτικές της Ουσίας Του[8]. Οποιεσδήποτε λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιούμε για το Θεό είναι ατελείς προσπάθειες να περιγράψουμε τον απερίγραπτο Θεό[9].
Η άλλη οδός είναι η αποφατική οδός η οποία αναγνωρίζει ότι παρόλες τις ανθρώπινες περιγραφές ο Θεός παραμένει ακατανόητος, ανέκφραστος και απερινόητος. «Σὺ γὰρ εἶ Θεὸς ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος…», αναφέρουμε κατά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας. Μολονότι, ο Θεός επιτρέπει στον εαυτό Του να γίνει γνωστός και να περιγραφεί, ως ένα βαθµό, µε τη χρήση της ανθρώπινης γλώσσας, βρίσκεται όμως πέρα και πάνω από κάθε ανθρώπινο προσδιορισμό και ιδιότητα[10], πέρα από τις ανθρώπινες έννοιες και λέξεις όντας ακατάληπτος[11], πέρα από κάθε ανθρώπινη και κτιστή περιγραφή[12], όντας απερίγραπτος. Καμιά από τις θεωνυμίες δεν είναι σε θέση να περιγράψει ή να εκφράσει τη Θεία Ουσία, ώστε να μπορούμε να έχουμε κάποια, έστω και υποτυπώδη, γνώση γι’ Αυτήν[13]. Γι’ αυτό κανείς δεν μπορεί να συλλάβει τι είναι κατ’ ουσίαν ο Θεός, καταλήγει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης[14].
Οι δύο παραπάνω οδοί είναι απαραίτητες και αλληλοσυμπληρούμενες διότι όπως λέγει ο επίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ: «Αν και ο Θεός είναι ακατανόητος, και πέρα από τα δικά μας σχήματα και τρόπους σκέψης, ταυτόχρονα είναι εξαιρετικά κοντά μας, γεμίζοντας όλα τα πράγματα, “ο τα πάντα πληρών”, όπως αναφέρει μία προσευχή της Εκκλησίας μας, όντας παντού γύρω μας και μέσα μας. Είναι παρών ο Θεός,όχι απλώς σαν μία ανώνυμη δύναμη, αλλά μ’ έναν τρόπο προσωπικό. Ανάμεσα στον άνθρωπο και τον υπέρτατο Θεό, υπάρχει μία σχέση αγάπης παρόμοια μ’ εκείνη που υπάρχει ανάμεσα στον καθένα μας και στους άλλους, που μας είναι πολύ αγαπητοί[15]».
Τις παραπάνω λεπτές διακρίσεις της Ορθόδοξης Θεολογίας δεν μπορεί να κατανοήσει η θεοσοφική εταιρεία η οποία από τη μια αρνείται τον Θεό της Βίβλου και από την άλλη οδηγείται σε μια σύγχυση και ταύτιση μεταξύ Θεού και κόσμου[16] καταλήγοντας αναπόφευκτα στον πανθεϊσμό. Ενώ για την Ορθόδοξη Θεολογία υπάρχει ριζική και οντολογική διάκριση μεταξύ κτιστού και Ακτίστου, ετερότητα Θεού και κτίσης[17], καθώς ο Θεός δημιουργεί έναν κόσμο ετερούσιο προς Αυτόν, μονάχα με τη βούλησή Του[18], δια της άκτιστης ενέργειάς Του[19], για τους οπαδούς της θεοσοφικής εταιρείας δεν μπορεί να γίνει λόγος για δημιουργία του κόσμου αλλά μόνο για εκδίπλωση του από την πανταχού παρούσα, αιώνια, αµετάβλητη και απρόσωπη Θεϊκή Αρχή. Αυτή η απόλυτη Θεία Αρχή αποτελεί και τον πυρήνα του εκδηλωµένουΣύµπαντος που φανερώνεται με μια δυαδικότητα, ως Πνεύµα και Ύλη[20]. «Αυτό καθαυτό το σύμπαν ξεδιπλώνεται από την ίδια του την ουσία, δεν κατασκευάζεται», αναφέρει η Μπλαβάτσκυ[21].
Η εκδίπλωση αυτή λαμβάνει χώρα διαμέσω της «εξελίξεως»[22] και της «ενελίξεως»[23]. Κατά την πρώτη φάση, τη φάση της «εξελίξεως» το Σύμπαν εκπέμπεται προς τα έξω, απορρέει από τη Θεότητα. Κατά τη διαδικασία της απόρροιας του Σύμπαντος από τη Θεότητα δημιουργούνται επτά διαστρωματώσεις[24], ως ομόκεντροι κύκλοι[25]. Κατά το στάδιο της «ενελίξεως» το Σύμπαν επιστρέφει προς τη Θεότητα, είναι μια επάνοδος του κόσμου προς την αρχική του πηγή, επανενσωμάτωση και επάνοδο των πολλών στο Ένα, όπως ακριβώς τα κύματα εκπορεύονται από τον ωκεανό και επιστρέφουν πάλι σε αυτόν[26]. Όλη αυτή η διαδικασία είναι κυκλική καθώς επαναλαμβάνεται ανά μεγάλα χρονικά διαστήματα[27] όπως πρεσβεύουν και οι ανατολικές θρησκείες, ο Ινδουισμός και Βουδισμός[28] και οι οποίες αρνούνται την ευθύγραμμη πορεία του χρόνου και του κόσμου σε αντίθεση με την ιουδαιοχριστιανική παράδοση.
Η παραπάνω θεώρηση της σχέσης Θεού και κόσμου της θεοσοφικής εταιρείας επαναλαμβάνει από τη μια την αντίληψη της Καμπαλά που κάνει λόγο για το «Ένα», τη θεϊκή δηλαδή Μονάδα από την οποία ξετυλίγεται η συμπαντική πραγματικότητα[29]∙ και από την άλλη την ινδουιστική αντίληψη, όπως εκφράζεται στα κείμενα των Ουπανισάδων, ότι η Θεότητα ταυτίζεται με την απρόσωπη αρχή του Μπράχμαν η οποία αποτελεί την ύψιστη και άρρητη Αρχή του παντός[30], το υπερκόσμιο και θεϊκό στοιχείο εντός όλων των όντων και του ανθρώπου[31], αυτό που θα ονομάζαμε ψυχή, αν και έχει ευρύτερη σημασία[32]. Σε αυτήν την ινδουιστική και καμπαλιστική αντίληψη περί της Θεότητας ως απρόσωπης και υπερβατικής αρχής, ως ρίζα και αιτία των πάντων, η θεοσοφική εταιρεία προσθέτει και την έννοια του Θεού Λόγου που την δανείζεται από τη χριστιανική Θεολογία με διαφορετική βέβαια έννοια. Για τη θεοσοφική εταιρεία ο Θεός Λόγος δεν είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που δημιουργεί τον κόσμο «εκ του μη όντος» αλλά μια απρόσωπη θεϊκή δύναμη, συνισταμένη δύναμη των πνευµατικών και ευφυών δυνάµεων του Σύµπαντος όπως λέγουν[33], μια μορφοποιητική δύναμη η οποία «ώσπερ κίνησις στροβίλου ασυλλήπτου ταχύτητος ανασκάπτει οπάς εν τω χώρω, εν τη ρίζη ταύτη της ύλης», αναφέρει η Μπεζάντ[34]. Ο Λόγος αποτελεί την πρώτη εκδίπλωση της απόλυτης Θεϊκής Αρχής και είναι η βασική κινητήριος δύναμη σε όλη αυτή τη διαδικασία της εξέλιξης, της εκδίπλωσης δηλαδή του κόσμου από τη Θεία Ουσία. Σύμφωνα με την Μπεζάντ από την απόλυτη Θεϊκή Αρχή εκπορεύεται ο εκδηλούμενος Θεός Λόγος ο οποίος από Μονάδα αναπτύσσεται σε Δυάδα και μετά σε Τριάδα, από την οποία εκπορεύονται όλα τα όντα[35], συγχέοντας την ινδουιστική διδασκαλία περί της τρίμορφης Θεότητος(Βράχμα, Βίσνου, Σίβα)[36] με τη χριστιανική διδασκαλία περί της αγίας Τριάδος[37].
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ