Το ζήτημα των μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

19 Ιανουαρίου 2021

Η περίοδος της Τουρκοκρατίας στον ελληνικό χώρο, συνοδεύεται με τον πόνο την κακουχία και τα βάσανα που υπέστησαν οι Ορθόδοξοι Έλληνες κατά την περίοδο αυτή. Ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς που επικρατούσε και καταδυνάστευε τους ανθρώπους της εποχής, ήταν η αμάθεια και η δεισιδαιμονία που άκμασε εξαιτίας της υπόδουλης Ρωμιοσύνης. Η αμάθεια, σε συνδυασμό με την επιβλητική συμπεριφορά του μουσουλμανικού στοιχείου έφεραν τον κίνδυνο αλλοίωση της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστεως, αλλά και των αξιών που φέρει η πίστη αυτή. Βέβαια, οι Δυτικοί ιεραπόστολοι, που ήδη έκαναν την επέλαση τους στον ελληνικό χώρο, εκμεταλλεύονταν και αυτοί την κατάσταση για να στρέψουν πολλούς Ορθόδοξους προς την Ουνία και τον Ρωμαιοκαθολικισμό.

Για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος αυτός μεγάλες Άγιες μορφές, αλλά και μορφές του πνεύματος, που είχαν εκφράσει την ανησυχία τους για τον μέλλον των Ορθοδόξων πιστών της Ελλάδας, έδρασαν με διάφορους τρόπους. Ο ελληνικός διαφωτισμός έγινε σταδιακά και οδήγησε στην αφύπνιση και την απελευθέρωση του γένους. Εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός προσπάθησαν με το έργο τους να ποιμάνουν τον λαό, ενώ πρόσωπα όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και άλλοι λόγιοι,με το συγγραφικό τους έργο προσέφεραν και αυτοί στην αφύπνιση του γένους.

Ένα σημαντικό γεγονός που έχει σχέση με την περίοδο της Τουρκοκρατίας και σχετίζεται με την Αγία γραφή είναι οι πρώτες προσπάθειες που έγιναν για να μεταφραστεί στην δημοτική. Αυτό το εγχείρημα αν και φαινομενικά είχε ως σκοπό την μεγαλύτερη και ευκολότερη προσέγγιση της Γραφής από τον υπόδουλο Ορθόδοξο Έλληνα, στην πραγματικότητα οι προσπάθειες αυτές προέρχονταν από την Προτεσταντική δράση των μισσιοναρίων στην κεντρική Ελλάδα, οι οποίοι προσπαθούσαν να επηρεάσουν τα λαϊκά στρώματα για να εναντιωθούν στην εκκλησία.

Η ελληνόφωνη κοινότητα ανέκαθεν είχε μια γλωσσική αυτάρκεια, επειδή η Καινή Διαθήκη από την μία ήταν γραμμένη στα Ελληνικά, όπως φυσικά και η Παλαιά χάρης την μετάφραση των Ο΄. Ενώ, από την άλλη οι Έλληνες διέθεταν ένα τεράστιο υπομνηματικό έργο που βοηθούσε στην καλύτερη προσέγγιση του νοήματος, αλλά και της ίδιας της γλώσσας. Με αυτή την βάση η μετάφραση της Γραφής, θα γινόταν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και θα διευκόλυνε στο ποιμαντικό έργο του λαού, διότι δεν ήταν όλες οι προσπάθειες της μετάφρασης υποκινούμενες από την Προτεσταντική πλευρά, αλλά υπήρχαν και προσωπικότητες από την πλευρά της Ορθόδοξης εκκλησίας που ενδιαφέρονταν ουσιαστικά στην ευρεία διάδοση της Γραφής, μεταξύ του λαού.

Οι πρώτες προσπάθειες μετάφρασης της Γραφής και ο Άγιος Κύριλλος Λούκαρης

Η πρώτη μετάφραση του κειμένου της Καινής Διαθήκης έγινε από τον Μάξιμο Καλλιουπολίτη, το 1632, έπειτα από την πρόταση του Ολλανδού πρεσβευτή C. Haga, υπό την επίβλεψη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλου Λουκάρεως. Ο ΑγιοςΚύριλλος Λούκαρης, ανέλαβε προσωπικά στην επίβλεψη και την διεκπεραίωση του έργου. Φυσικά, το μεγάλο αυτό εγχείρημα ήταν συνυφασμένο με τις προπαγανδιστικές ενέργειες των Προτεσταντών στις Κάτω Χώρες οι οποίοι, στο μορφωτικό πρόγραμμα τους περιλάμβαναν και μια γενική μετάφραση της Καινής Διαθήκης[1].

Ο Κύριλλος, είχε γνωρίσει ήδη τις μεθόδους των Δυτικών προπαγανδιστών, όταν στην Πολωνία έξαρχος. Εκεί οι Ορθόδοξοι δέχθηκαν τις πιέσεις των Ρωμαιοκαθολικών για να ενταχθούν στην Ουνία. Οι σκληρότητα και η επιμονή τους ήταν μεγάλη και ο Κύριλλος Λούκαρης, έδωσε πολλούς αγώνες, εναντίων τους. Όταν ανέβηκε στον Πατριαρχικό, η Ευρώπη έβγαινε από τον Τριαντακονταετή πόλεμο (1618-1648). Ο πόλεμος αυτός στην ουσία εξέφραζε την διαμάχη μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών που κορυφωνόταν[2].

Εξαιτίας των γεγονότων που επικρατούσαν και επειδή η επιμονή των δυτικών μισσιοναρίων γινόταν όλο και πιο πιεστική στην Ελλάδα, γι’ αυτό τον λόγο και ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, ήθελε να ενισχύσει την εκκλησία και τους πιστούς με την μετάφραση της Γραφής. Αν και η μετάφραση ήταν έτοιμη το 1632, αρκετά εμπόδια συμπεριλαμβανομένου και του θανάτου του μεταφραστή του οδήγησε στην εκτύπωση της μετάφρασης μόλις το 1638. Η Ολλανδική κυβέρνηση της Γενεύης ήταν αυτή που ανέλαβε τα έξοδα για το έργο αυτό, ενώ ο ίδιος ο Λούκαρης επεξεργάστηκε το κείμενο. Το αποτέλεσμα ήταν δύο ογκώδεις τόμοι, με τον πρώτο να περιέχει τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις, ενώ ο δεύτερος τα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης[3].

Ο Άγιος Κύριλλος, αν και στράφηκε προς τους Προτεστάντες για βοήθεια, αυτό έγινε για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τους Ρωμαιοκαθολικούς. Η βοήθεια που πείρε από τις χώρες που βρίσκονταν στην Προτεσταντική επιρροή, ήταν ικανοποιητική, αλλά φυσικά αποσκοπούσε στην αύξηση της επιρροής τους στην Ελλάδα, κάτι που ο Κύριλλος γνώριζε. Οι Ρωμαιοκαθολικοί χρησιμοποιώντας κάθε μέθοδο που είχαν τον καθαίρεσαν πέντε φορές. Η τοκογλυφία και οι απειλές, των Ρωμαιοκαθολικών, ήταν συχνές και η Υψηλή Πύλη άκουγε με ενδιαφέρον τα αιτήματα τους, όσο τα χρήματα κυλούσαν άφθονα. Τελικά, οι Ρωμαιοκαθολικοί πείθουν τους Οθωμανούς ηγέτες και θανατώνουν των Κύριλλο Λούκαρη στις 27 Ιουνίου 1638[4]. Ο πατριάρχης Κύριλλος αν και κατηγορήθηκε ως Καλβινιστής, οι ερευνητές δικαιολογούν κατά ένα μέρος την στάση του αυτή, εξαιτίας των πολιτικών και ιστορικών συγκυριών που επικρατούσε.

Όσο για την μετάφραση, τα πρώτα αντίτυπα έφτασαν καθυστερημένα στην Κωνσταντινούπολη το 1645, όταν πλέον πατριάρχης ήταν ο Παρθένος Β΄. Ο πατριάρχης, έδειξε ιδιαίτερη προθυμία να συνεχίσει το έργο του Κύριλλου Λούκαρη και διένειμε την μετάφραση στην Κωνσταντινούπολη και στην περιοχή της Σμύρνης. Πολύ σύντομα, όμως, απέναντι του βρήκε τον θεολόγο Μελέτιο Συρίγο (1590-1664), ο οποίος διακατεχόμενος από συντηρητικές τάσεις αντιτάχθηκε στο έργο του Κύριλλου Λούκαρη, μετά τον θάνατο του τελευταίου. Ένα στοιχείο που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι, ο Συρίγος γνωστός για τον αντικαλβινισμό του, είχε βαθιά επηρεασμένες θέσεις από τις σπουδές που έκανε στην Ιταλία. Ύστερα από την παρέμβαση του Συρίγου, ο πατριάρχης δεν συνέχισε την διανομή της μετάφρασης, αλλά εξόρισε τον συντηρητικό θεολόγο, αλλά ο Συρίγος επέστρεψε πιο δριμείς μετά τον θάνατο του πατριάρχη (1651). Η τελική καταδίκη της μετάφρασης έγινε το 1672 οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του Συρίγου, από την σύνοδο των Ιεροσολύμων επι πατριαρχίας Δοσιθέου[5].

Το ζήτημα όμως της μετάφρασης δεν είχε τελειώσει ακόμη και θα συνέχιζε τον 18ο αιώνα, με μεγαλύτερη ένταση. Οι συνεχείς επιθέσεις, οι καταδίκες και οι επιχειρηματολογίες, δεν σχετίζονταν με την ίδια την μετάφραση, αλλά με την παρέμβαση των προτεσταντικών και ρωμαιοκαθολικών μερίδων στα εκκλησιαστικά ζητήματα, οι οποίες έκαναν ακόμη πιο έντονη την παρουσία τους στον Ελλαδικό χώρο. Οι κινήσεις αυτές των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών οδήγησαν στην επιθετική πολιτική κάθε μετάφραση της Αγίας Γραφής. Έτσι, μετά από ένα χρονικό διάστημα, οι προσπάθειες συνεχίστηκαν και πάλι, όταν το 1703 στο Λονδίνο, εκδόθηκε η μετάφραση του Μαξίμου Καλλιουπολίτου. Η έκδοση αυτή έγινε από έξοδα του αγγλικανικού κλήρου, με την σύμπραξη ενός ιερομόναχου, του Σεραφείμ Μυτιληναίου.

Αυτή η Αγία Γραφή, δεν είχε το πρωτότυπο κείμενο, όπως αυτή του Κύριλλου Λούκαρη, και ο Σεραφείμ στον πρόλογο της ασκεί έντονη κριτική στον ελληνικό κλήρο, ο οποίος αντιτάχθηκε στην έκδοση της. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος νέα συνοδική απόφαση καταδικάζει την μετάφραση αυτή και αφορίζει λαϊκούς και κληρικούς (1704 επί πατριαρχίας Γαβριήλ). Αρκετά εντυπωσιακό είναι το στοιχείο ότι, ένα αντίτυπο της μετάφρασης κάηκε στην αυλή του πατριαρχείου. Αλλά ένα χρόνο μετά (1705) παράγεται νέα μετάφραση χωρίς να περιέχει τον πρόλογο του Σεραφείμ[6].

Στην συνέχεια το 1710, μια νέα μετάφραση εκδίδεται από το Halle με έξοδα από την βασίλισσα της Πρωσίας. Η μετάφραση ήταν το αναθεωρημένο κείμενο του Σεραφείμ. Την αναθεώρηση την έκανε ο Αναστάσιος Μιχαήλ. Ο λατινικός πρόλογος μνημονεύει το όνομα του Αναστασίου και του Λιβερίου Κολέτη. Τον ελληνικό πρόλογο τον έγραψε στην δημώδη ο καθηγητής JohannesHeymann. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η μετάφραση αυτή χρησίμευσε αργότερα ως βάση για την μετάφραση της Βρετανικής Βιβλικής Εταιρίας.

Η δεύτερη φάση του μεταφραστικού ζητήματος και η Αγγλική Βιβλική Εταιρία

Το ζήτημα της μετάφρασης δεν επανήλθε μέχρι την δεύτερη φάση του στην αρχή του 19ου αιώνα. Η αντίδραση, όμως, κατά την δεύτερη φάση της μετάφρασης αποδείχθηκε πολύ πιο έντονη από την πρώτη. Κατά το 1810 και ενώ ο ελληνικός διαφωτισμός βρισκόταν στο απόγειο του και το έθνος ξεκίνησε να κάνει τις προετοιμασίες για τον ξεσηκωμό του, μια νέα δίγλωσση έκδοση της μετάφρασης κάνει την εμφάνιση της στο Λονδίνο. Η μετάφραση είχε ως βάση το κείμενο του Αναστασίου και πραγματοποιήθηκε από την Βρετανική Βιβλική Εταιρία. Τα αντίτυπα της μετάφρασης κυκλοφόρησαν το 1814 μετά από άδεια του πατριάρχη Κυρίλλου ΣΤ΄ (1813-1818), κυρίως στα Ιόνια νησιά τα οποία βρίσκονταν σε βρετανική κατοχή.

Ο ερχομός των αντίτυπων προκάλεσε σφοδρότατη αντίδραση που προήλθε από τον Μαρτέλαο το 1818. Το 1827  εκδόθηκε και πάλι μια μετάφραση όλου του κειμένου της Αγίας Γραφής, μετά την συγκατάθεση του μητροπολίτη Κέρκυρας Ευρίπου Γρηγορίου Αργυροκαστρίτη. Ενώ το 1830, κυκλοφόρησε και μια ακόμη έκδοση με αρχαιοπρεπή ύφος.

Στην νέα φάση των μεταφραστικών προσπαθειών, σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο Αδαμάντιος Κοραής. Ο οποίος το 1808 είχε εκφράσει στην Βρετανική Βιβλική Εταιρεία, το ενδιαφέρον του για την μετάφραση της Αγίας Γραφής, αλλά και την προσωπική του προσπάθεια να μεταφράσει την προς Τίτον επιστολή[7]. Ο ίδιος το 1830 εκδίδει την προσωπική του μετάφραση, η οποία ήταν δίστηλη, με το πρωτότυπο και την μετάφραση του Σεραφείμ Μυτιληναίου, αν και ο ίδιος όπως σημειώνει δεν είναι σίγουρος εάν επρόκειτο για την μετάφραση του 1703 (Λονδίνου) ή του 1713 (Λυψία). Ενώ στο κάτω μέρος της σελίδας υπήρχε η δικιά του μετάφραση με πολλά ερμηνευτικά σχόλια. Την μετάφραση του την εξέδωσε στον τρίτο τόμο των Ατάκτων μαζί με προλεγόμενα τα οποία βρίσκονταν στους τόμους 16, όπου σχολίαζε τις προηγούμενες προσπάθειες μεταφράσεων. Μεγάλη βοήθεια, στον Αδαμάντιο Κοραή, έδωσε ο Μακάριος Νοταράς ο πνευματικός ηγέτης των Κολλυβάδων[8]. Ο Μακάριος, βοήθησε πνευματικά και οικονομικά τον Κοραή για να σπουδάσει και να αναπτυχθεί. Όμως, δυστυχώς δεν μπορούμε να ξέρουμε περαιτέρω πληροφορίες για την σχέση του Κοραή και των Κολλυβάδων, διότι δεν έχουμε συγκεκριμένες πληροφορίες.

Ταυτόχρονα, η Βρετανική Βιβλική Εταιρεία, ενδιαφέρθηκε για μια νέα μετάφραση. Ο πάστορας Williamson ήρθε σε επαφή με τον αρχιμανδρίτη Ιλαρίωνα (1770-1838) από το Σινά και αργότερα μητροπολίτης Τυρνόβου, λόγιος με μεγάλη μόρφωση. Η έγκριση αυτής της μετάφρασης προήλθε από τον Γρηγόριο Ε΄, ενώ το 1820 ανατέθηκε στον Ιλαρίωνα και η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης. Η μετάφραση προήλθε έπειτα από συνεννόηση της Βιβλικής Εταιρείας μεταξύ του Γρηγορίου Ε΄, του πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο, τον αρχιεπίσκοπο Σιναίου Κωνσταντίνο, αλλά και άλλους παράγοντες.

Όμως, οι αντιδράσεις και εδώ ήταν εκτεταμένες, παρά την συγκατάβαση αρκετών σημαντικών προσώπων. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμου ήταν αυτός που αντιτάχθηκε κυρίως στην μετάφραση, αν και στην αρχή ήταν φιλικά προσκείμενος προς αυτήν. Ο λόγος του επηρέασε τόσο κόσμο στην Κωνσταντινούπολη, όσο και στην Ρωσία.Τελικά, η έκδοση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, διότι, η επανάσταση μόλις είχε αρχίσει και τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα μετά το άλλο, με κορυφαίο τον μαρτυρικό θάνατο του Γρηγορίου. Αργότερα το 1823, κατά την πατριαρχία του Ανθίμου Γ΄ η σύνοδος απέρριψε την μετάφραση, καταδικάζοντας ταυτόχρονα κάθε μετάφραση[9].

Αλλά, το ίδιο και η Βιβλική Εταιρεία, απέρριψε την μετάφραση, επειδή το κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, έγινε με βάση το κείμενο των Ο΄, ενώ πίστευαν ότι μια μετάφραση σύμφωνα με το Εβραϊκό κείμενο θα ήταν ακριβέστερη. Όμως, τελικά απορρίφθηκε και το κείμενο της Καινής Διαθήκης, διότι, η μετάφραση θεωρήθηκε υπερβολικά ελεύθερη και μόνο ύστερα από αναθεώρηση το 1828 εκδόθηκε επίσημα σε δυο εκδόσεις μια μαζί με το πρωτότυπο και μια μόνο με το κείμενο της μετάφρασης. Η μετάφραση τυπώθηκε ξανά το 1831 στην Γενεύη, ενώο Ιωάννης Καποδίστριαςδιέθεσε για διανομή μεγάλο αριθμό αντιτύπων.

Ο Νεόφυτος Βάμβας και η απόφαση της εκκλησίας για τις μεταφράσεις τον 19ο αιώνα

Αφού η αγγλική Βιβλική Εταιρεία, απέρριψε την μετάφραση του Ιλαρίωνα, απευθύνθηκαν στον Νεόφυτο Βάμβα, τον τότε διάκονο και καθηγητή στην Ιόνιο Ακαδημία. Το αποτέλεσμα ήταν να συγκροτηθεί μια επιτροπή Ελλήνων και Άγγλων συνεργατών, οι οποίοι θα επικεντρώνονταν στην μετάφραση της Γραφής στην δημοτική γλώσσα. Κύριος μεταφραστής ήταν ο ίδιος ο Βάμβας, δίδοντας πρώτα σε έκδοση την Παλαιά Διαθήκη τμηματικά, με πρώτο το βιβλίο των ψαλμών (1831). Το 1838 εκδόθηκαν τα πρώτα βιβλία της Καινής Διαθήκης, τα Ευαγγέλια και οι Πράξεις, ενώ το 1844 έχουμε την έκδοση ολόκληρης της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης. Τέλος, το 1851 εκδόθηκαν τα Άπαντα της Αγίας Γραφής, που περιείχαν τις μεταφράσεις από όλα τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Ο Βάμβας υποστήριζε τις ενέργειες των μισσιοναρίων χωρίς ενδοιασμό. Τους βοηθούσε στην ίδρυση σχολών, στην εκτύπωση και διακίνηση προτεσταντικών κειμένων και βιβλίων στην Ελλάδα και ενθάρρυνε κάθε είδους μορφή προσηλυτιστικής τους δράσης. Αυτές όλες οι ενέργειες τον οδήγησαν στην μετάφραση της Γραφής, η οποία είχε ως σκοπό την υποστήριξη των προτεσταντικών ενεργειών. Η μετάφραση καθώς και η χρήση της από όλες τις προτεσταντικές παραφυάδες, μέχρι σήμερα, είναι μια πολυποίκιλη ιστορία που φανερώνει την μεθοδική στρατηγική δράση του προσηλυτιστικού έργου των Προτεσταντών με Ορθόδοξο κόστος[10].

Η αντίδραση της Ορθόδοξης εκκλησίας ήταν μεγάλη από την αρχή του εγχειρήματος, αυτών των μεταφράσεων. Όπως ήταν φυσικό, καταδικάστηκαν οι μεταφράσεις της Αγίας Γραφής και άλλων θρησκευτικών βιβλίων που έχριζαν την προτεσταντική επεξεργασία και προέρχονταν από προτεσταντικές Βιβλικές Εταιρείες. Σε επόμενη φάση, καταδικάστηκε κάθε μορφή μετάφρασης της Αγίας Γραφής[11].

Για να είμαστε σε θέση να καταλάβουμε τους λόγους που οδήγησαν την εκκλησία να καταδικάσει τις μεταφράσεις, πρέπει να αναλογιστούμε τις περιόδους που έλαβαν χώρα οι μεταφράσεις αυτές. Η Ορθόδοξη εκκλησία, όπως και οι πιστοί, δέχονταν συνεχείς επιθέσεις τόσο από την πλευρά των Οθωμανών, όσο και από την πλευρά των Προτεσταντών και γενικότερα των Ρωμαιοκαθολικών. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι δυτικοί ιεραπόστολοι προσπάθησαν πολλές φορές να επεκτείνουν την επιρροή τους εκμεταλλευόμενοι τις συνθήκες που επικρατούσαν στην υπόδουλη Ελλάδα, ενώ Ταυτόχρονα οι Οθωμανοί ηγέτες πίεζαν την εκκλησία και τους πιστούς με διώξεις, απειλές, απαλλοτριώσεις και μαρτύρια. Στην συνέχεια κατά την επανάσταση τα μάτια όλων των Ορθόδοξων πιστών ήταν προς τον αγώνα για ελευθερία, ενώ μετά τον σχηματισμό του πρώτου κράτους, παρόλο που η λατινική επιρροή είχε ξεκινήσει να μειώνεται σημαντικά οι μνήμες των προβλημάτων που έφερε ήταν ακόμη ζωντανές.

Επομένως, είναι δικαιολογημένη η στάση της εκκλησίας η οποία ενεργούσε με σκεπτικισμό έναντι όχι τόσο των ίδιων των μεταφράσεων, όσο μάλλον των παραγόντων και των λόγων πίσω από αυτές. Λόγων, δηλαδή, που είχαν ως στόχο την επεκτατική πολιτική των Προτεσταντικών και των Ρωμαιοκαθολικών συμφερόντων προς την ευρύτερη περιοχή της Ελλάδας. Βέβαια, ας μην ξεχνάμε και τα «Ευαγγελικά» τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα σχετικά με την μετάφραση της Αγίας Γραφής.

Οι μεταφράσεις που ήθελαν οι προτεσταντικοί κύκλοι, υπονοούσαν και την απομάκρυνση και αυτονομία του πιστού από την εκκλησία, με την κατ’ οίκο μελέτη της Γραφής. Στον Ορθόδοξο κόσμο δεν νοείται η Γραφή να απομακρυνθεί από τα μυστήρια της εκκλησίας. Κατά την Ορθόδοξη εκκλησία, το περιεχόμενο της Γραφής γίνεται γνωστό, όταν αυτό κοινωνάτε μέσα από τα μυστήρια της. Άλλωστε, η Γραφή είναι η πρώτη καταγραφή αυτών των εμπειριών και εάν απομακρυνθεί από την συνεχή ιστορική πραγμάτωση της στον χώρο της εκκλησίας, η μαρτυρία της Γραφής γίνεται, ένα απλό ιδεολόγημα[12].

Τέλος, Δεν θα ήταν εύκολο να κάνουμε μια γενικότερη αποτίμηση σχετικά με το θέμα της μετάφρασης της Αγίας Γραφής κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Οι ενέργειες των Προτεσταντικών παρατάξεων επισκίασαν την οποιαδήποτε προσπάθεια για μια ολοκληρωμένη και επίσημη μετάφραση που ενδεχομένως θα προερχόταν από την ίδια την Ορθόδοξη εκκλησία. Έτσι, πολλά προβλήματα δημιουργήθηκαν από το ζήτημα και η εκκλησία κατηγορήθηκε για την επιφυλακτική της στάση, παρόλο τους κινδύνους, ενώ είχε αρκετούς πατριάρχες που συμφωνούσαν με την ολοκλήρωση του έργου. Η πολιτική κατάσταση, σε συνδυασμό με την δυσκολία του ίδιου του εγχειρήματος έφερε ως αποτέλεσμα να περάσουν αρκετοί αιώνες, ώσπου να βρεθεί μια ικανοποιητική λύση. Άλλωστε, η απόδοση οποιουδήποτε κειμένου αποτελεί ένα μεγάλο εγχείρημα, πόσο μάλλον όταν ο μεταφραστής προσπαθεί να αποδώσει το ιδιαίτερο και εκλεπτυσμένο νόημα των Θείων Γραφών.

Το ενδιαφέρον στοιχείο που μπορεί να εντοπιστεί είναι ότι, παρόλο που οι μεταφράσεις είχαν ως σκοπό την ευρεία ανάγνωση του Ευαγγελίου, ακόμη και από τον απλό λαό, κάτι τέτοιο δεν έγινε εφικτό από την γραφίδα των λογίων, αλλά από τον Θεόπνευστο λόγο των Αγίων. Διότι, ενώ οι λόγιοι της εποχής συγκρούονταν με την εκκλησία για τα ζητήματα της μετάφρασης, μεγάλοι Άγιοι, όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Νικόδημοςο Αγιορείτης, με τον λόγο τους, ποίμαιναν, καθοδηγούσαν και μετέδιδαν το μήνυμα του Ευαγγελίου σε όλο το υπόδουλο γένος. Οι αμαθείς υπόδουλοι μπορεί να μην ήταν σε θέση να διαβάσουν την δύσκολη γλώσσα της Γραφής, αλλά μπόρεσαν να λάβουν από τα λόγια των Αγίων και των μυστηρίων της εκκλησίας, το μήνυμα και το νόημα της. Με αυτόν τον τρόπο οπλίστηκαν πνευματικά για να επιβιώσουν τα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς και να φτάσουν τελικά στο «ποθούμενο», που ήταν η ελευθερία.


[1] Σάκκος, Περί της μεταφράσεως της Καινής Διαθήκης (Αθήναι: Εκδοσις Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητος «Ο Σταυρός», 1970). Σελ. 5-6.

[2]Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα (Αθήνα: Δόμος, 1999). Σελ. 124.

[3]Xanthopoulos, Synoptikē ekthesis tēs pneumatikēs anaptyxeōs tōn neōterōn Hellēnōn apo tēs anagennēseōs autōn mechri toude (222; Athēna: Vivliopōleio D.N. Karavia, 1988). Σελ. 329.

[4]Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους (εκδ. Καρολίδης). Σελ. 130.

[5]Krumbacher, Dasproblemderneugriechischenschriftsprache (München,: K. B. AkademieinkommissiondesG. Franz’schenverlags (J. Roth), 1902).Σελ. 217-220.

[6]Κακουλίδη, Για τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης : ιστορία, κριτική, απόψεις, βιβλιογραφία (Θεσσαλονίκη: [χ.ο.], 1970). Σελ. 10.

[7]Κοραής, Επιστολαί Αδαμαντίου Κοραή (εκδ. Δαμαλάς; Εν Αθήναις: τύπ. ΑφώνΠερρή, 1885).

[8]Podskalsky, Griechische Theologie in der Zeit der Turkenherrschaft (1453-1821) : die Orthodoxie im Spannungsfeld der nachreformatorischen Konfessionen des Westens (Munchen: C.H. Beck, 1988).Σελ. 374.

[9]Xanthopoulos, Synoptikē ekthesis tēs pneumatikēs anaptyxeōs tōn neōterōn Hellēnōn apo tēs anagennēseōs autōn mechri toude.Σελ. 232-233.

[10]Μεταλληνός, Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την νεοελληνικήν κατά τον ΙΘ’ [19ο] αι. : επί τη βάσει ιδιαι των αρχείων της B.F.B.S., C.M.S., L.M.S., του Κ. Τυπάλδου-Ιακωβάτου και του Θ. Φαρμακίδου (Αθήναι: Αρμός, 2004).

[11]Κακουλίδη, Για τη μετάφραση της Καινής Διαθήκης : ιστορία, κριτική, απόψεις, βιβλιογραφία. Σελ. 20.

[12]Γιανναράς, Ορθοδοξία και Δύση στη Νεώτερη Ελλάδα. Σελ. 232.

Σχετικά άρθρα 1821-2021: Ανάσταση του Γένους
25η Μαρτίου 1821, Ο Ευαγγελισμός και οι Άνθρωποι του Θεού έφεραν το Πάσχα της ελευθερίας 25 Μαρτίου 2024 Πάνω ο «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», κάτω και από αριστερά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Άγιος Αλέξιος ο Άνθρωπος του Θεού και ο Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός  «... με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως». Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Με την πτώση της Κωνστ...
«Ο Άνθρωπος του Θεού», ο ευλογών την Ελληνική Επανάσταση 17 Μαρτίου 2024 Η παρουσία της Υπερευλογημένης Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας στο σώμα της Εκκλησίας είναι αναμφισβήτητη, αυτή είναι «ἡ προστασία τῶν Χριστιανῶν ἡ ἀκαταίσχυντος καί ἡ μεσιτεία πρός τόν Ποιητήν ἡ ἀμετάθετος»(Κοντάκιον, Ἦχος β΄). Η Παναγία έλαβε το Άγιον Όρος από τον Υιό και Θεό της ως κλήρο δικό της κατά τον Ζ΄ ή Η΄ αιώνα σύμφωνα με ...
Νικολάου Γύζη: Η Δόξα των Ψαρών 20 Ιουνίου 2023 Με το έργο του αυτό, ο Γύζης συμπορεύεται με τον Σολωμό. Είναι και οι δυό τους εκφραστές του ιδεώδους της αθάνατης δόξας, που -δυστυχώς- είναι το τίμημα ελαχίστων, διότι λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να την εννοήσουν και να την εκτιμήσουν. Το έργο αυτό εντάσσεται στο σύνολο των θεμάτων που έχει εκτελέσει ο Γύζης, και τα οποία είχαν αποκλειστικές α...
Στρατηγός Μακρυγιάννης: Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ συνεχιστής του Ρήγα! 10 Απριλίου 2023 (Επιμέλεια Στέλιος Κούκος) Απόσπασμα από το έργο "Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα". Μεταγραφή από το πρωτότυπο Γιάννης Βλαχογιάννης, επεξεργασμένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη.   Εδώ εις Αθήνα ήρθε ένας πρωτοεταιρίστας Λουκάς Λιονταρίδης , προκομμένος άνθρωπος. Πιαστήκαμεν φίλοι. Τον ρώτησα δια τον πατέρα της λευτεριάς μας, το...
Οι γυναίκες στη φλόγα της επανάστασης 25 Μαρτίου 2023 Παρακολουθήστε ένα εμπεριστατωμένο αφιέρωμα του ΓΕΛ Νέας Περάμου Αττικής για τις Ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Οι πρωτεργάτες της ελληνικής επανάστασης του 1821 απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν κυρίως άντρες. Ωστόσο  πολλές γυναίκες συνέβαλαν σημαντικά σε όλη τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα, με τα δικά τους μέσα και τ...