Αλήθεια και Αγάπη

11 Φεβρουαρίου 2021

Αναμφίβολα η αποδοχή της αλήθειας και της αγάπης ως υψηλών αρετών για τους περισσοτέρους ανθρώπους είναι κάτι το αυτονόητο. Σπάνια θα βρεθεί άνθρωπος όχι απλώς να αμφισβητήσει αλλά και να υποβαθμίσει την αξία τους. Το πρόβλημα ανακύπτει από τη στιγμή που θα θέσει κανείς το ερώτημα του περιεχομένου των αρετών αυτών και της σχέσεως μεταξύ τους. Εκεί θα αρχίσει η διαφοροποίηση, η οποία σε γενικές γραμμές παίρνει την κατεύθυνση είτε της φιλοσοφικής είτε της χριστιανικής κατανοήσεως των αρετών αυτών.

Και φιλοσοφικά μεν η αλήθεια και η αγάπη κατανοούνται κυρίως ως έννοιες και ιδέες, ως κάτι συνεπώς που σχετίζεται πρωτίστως με την ανθρώπινη νόηση και έπειτα με την ανθρώπινη πράξη, όπως και ως καταστάσεις που μπορούν να υφίστανται αυθύπαρκτα χωρίς άμεση σχέση της μίας με την άλλη. Χριστιανικά όμως η αλήθεια και η αγάπη δεν κατανοούνται πρωτίστως σε σχέση με τον άνθρωπο, αλλά σε σχέση με τον Θεό, και γι’ αυτό ουδέποτε μπορούν να παρουσιαστούν ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Πάνω σ’ αυτήν τη χριστιανική κατανόηση θα μείνουμε για λίγο στη συνέχεια.

λεπτομέρεια έργου Γεωργίου Κόρδη.

Αλήθεια και αγάπη λοιπόν δεν υφίστανται κατά αυθύπαρκτο τρόπο. Η αλήθεια συνυπάρχει πάντοτε με την αγάπη, η αγάπη συνυπάρχει πάντοτε με την αλήθεια. Κι αυτό συμβαίνει γιατί και τα δύο έχουν κοινή πηγή: τον Ιησού Χριστό και γενικά τον Τριαδικό Θεό που μας απεκάλυψε ο Ιησούς Χριστός. Εκείνος που είπε ότι είναι η αλήθεια – «εγώ ειμι η αλήθεια» – ο Ίδιος είπε ότι είναι και η αγάπη – «ο Θεός αγάπη εστί». Έτσι αλήθεια και αγάπη είναι δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητος: της θεικής, γεγονός που σημαίνει ότι και η αλήθεια και η αγάπη δεν είναι απλές έννοιες ή άπλές αρετές, αλλά φανερώσεις του είναι του Θεού και άρα πρόκειται περί μυστηρίου, αδύνατου να κατανοηθεί από τον άνθρωπο με τις δικές του πτωχές δυνάμεις. Λέγει εν προκειμένω ο μεγάλος σύγχρονος Γέροντας όσιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ στο πολύ γνωστό έργο του «Άγιος Σιλουανός του Άθω»: «Ο όρος του Χριστού – η αγάπη – θα παραμένη αιωνίως μυστήριο για όλους τους φιλολόγους. Η λέξη αυτή είναι το όνομα του ίδιου του Θεού και το αληθινό της νόημα δεν αποκαλύπτεται αλλιώς, παρά με την ενέργεια του ίδιου του Θεού». Και σε άλλο σημείο στο ίδιο έργο τονίζει ότι η σιωπή του Κυρίου Ιησού στον Πιλάτο, όταν εκείνος τον ερώτησε «τι εστιν αλήθεια;», οφείλεται ακριβώς σ’ αυτόν το λόγο: την αδυναμία του Πιλάτου να κατανοήσει την προσωπική αλήθεια του Θεού, δεδομένου ότι την προσήγγιζε φιλοσοφικά, δηλαδή νοησιαρχικά. «Ο Πιλάτος είχε δίκιο: στο ερώτημα «ΤΙ εστιν αλήθεια», αν εννοής την έσχατη αλήθεια που αποτελεί το θεμέλιο της όλης υπάρξεως του κόσμου, δεν υπάρχει απάντηση. Αν όμως ο Πιλάτος, εννοώντας την Αρχιαλήθεια ή την Αυτοαλήθεια, έκανε το ερώτημα όπως πρέπει «ΤΙΣ εστιν η αλήθεια», τότε θα έπαιρνε απάντηση. Και η απάντηση θα ήταν αυτό που λίγο πιο πριν, κατά το Μυστικό Δείπνο, προβλέποντας και το ερώτημα του Πιλάτου, έλεγε ο Κύριος στους αγαπημένους Του μαθητές και δι’ αυτών σ’ όλο τον κόσμο: «Εγώ ειμι η αλήθεια» (Ιωάν. ιδ΄ 6, ιη΄ 37-38). Η επιστήμη και η φιλοσοφία θέτουν στον εαυτό τους το ερώτημα «ΤΙ εστιν αλήθεια», ενώ η γνήσια χριστιανική συνείδηση αποτείνεται προς την αλήθεια ρωτώντας «ΤΙΣ»».

Αλήθεια και αγάπη λοιπόν πάντοτε συνυπάρχουν που θα πεί ότι και για τον άνθρωπο τον πλασμένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού η αλήθεια είναι αλήθεια στο βαθμό που μετέχει και στην αγάπη, όπως και η αγάπη είναι αγάπη στο βαθμό που εκφράζει και την αλήθεια. Γι’ αυτό και όποιος αγαπά είναι αληθινός φανερώνοντας στη ζωή του τον Θεό, όπως αντιστρόφως όποιος παλεύει για την αλήθεια παλεύει να ζήσει την αγάπη, ζώντας τον Θεό στην ίδια του την ύπαρξη.

Κατά συνέπεια δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η βασικότερη εντολή του Χριστού ήταν η αγάπη, η προτροπή πάντοτε των αποστόλων στο προκείμενο θέμα ήταν «να αληθεύουμε εν αγάπη», ενώ οποιαδήποτε αναφορά τους στο ένα ήταν ταυτοχρόνως αναφορά και στο άλλο: «…ούς εγώ αγαπώ εν αληθεία, και ουκ εγώ μόνος, αλλά και πάντες οι εγνωκότες την αλήθειαν…έσται μεθ’ υμών χάρις, έλεος, ειρήνη παρά Θεού πατρός και παρά Κυρίου Ιησού Χριστού του υιού του πατρός, εν αληθεία και αγάπη» (Β΄ Ιωάν. 1,3).

Εάν κανείς θελήσει να διασπάσει την ενότητα αυτή, τότε δυστυχώς θα διαπιστώσει ότι διέστρεψε και τα δύο. Γιατί και η χριστιανική αλήθεια – η ορθή πίστη – αποκομμένη από την αγάπη καταντά ιδεολογία που φθάνει έπειτα να γίνει και καταστροφικός φανατισμός, σαν τους κάθε είδους φανατισμούς στον κόσμο και παλαιότερα και τώρα – δεν είναι άγνωστο στην ιστορία το φαινόμενο του λεγομένου θεολογικού μίσους (λατ. odium theologicum) – και η αγάπη από την άλλη αποκομμένη από την αλήθεια καταντά ένας ιδιότυπος συναισθηματισμός, ο οποίος τελικώς συνιστά έναν ωραιοποιημένο εγωισμό. Διότι και το συναίσθημα αν δεν καθαρθεί από την αλήθεια, γίνεται βρόγχος που πνίγει και αυτόν που το έχει και αυτόν που το δέχεται. Τα παιδιά με τους υπερπροστατευτικούς γονείς θα είχαν πολλές τραυματικές εμπειρίες πάνω σ’ αυτό να διηγηθούν.

Το συμπέρασμα νομίζουμε είναι προφανές: θα πρέπει να αγωνιζόμαστε ως χριστιανοί στην εν αληθεία αγάπη. Ούτε υποχώρηση στην πίστη, αλλά ούτε υποχώρηση και στην αγάπη. Ακόμη και προς τους αιρετικούς που διαστρεβλώνουν την πίστη και διαστρέφουν την αγάπη η στάση μας πρέπει να είναι η εκκλησιαστική-πατερική: αποστροφή από την πλάνη τους, αγάπη όμως προς τα πρόσωπά τους με προσευχή να ανανήψουν και να μετανοήσουν. Μ’ ένα λόγο θα πρέπει με επίγνωση να ζούμε τη ζωή της Εκκλησίας μας. Γιατί αυτή ως το σώμα του Χριστού διακρατεί, όπως είπαμε, πάντοτε και προσφέρει τον Ιησού Χριστό: την Αλήθεια και την Αγάπη.

 

pgdorbas.blogspot.com