Από τα στοιχειώδη

16 Φεβρουαρίου 2021

Κρίσεις και επέτειοι έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: Προτείνουν, και κάποιες φορές επιβάλλουν, απολογισμούς.

Στη δική μας περίπτωση, το 2021 συνδυάζει και τα δύο: Από τη μία, βιώνουμε τα αποτελέσματα μιας πρωτόγνωρης, τουλάχιστον για τις τελευταίες γενιές, κρίση εξαιτίας θέματος υγείας και από την άλλη γιορτάζουμε την διακοσιοστή επέτειο από την ελληνική παλιγγενεσία.

Οι χώροι, τους οποίους θα παρατηρήσει κάνεις, προκειμένου να βγάλει συμπεράσματα σχετικά με τις επιπτώσεις αλλά και τις αποκαλύψεις που, έμμεσα ή άμεσα, επιφέρουν οι δύο αυτές περιστάσεις, εξαρτάται από το πού τον έταξε η ζωή.

Στη δική μου περίπτωση, οι δύο χώροι έχουν να κάνουν με την Εκκλησία και το ελληνικό σχολείο.

Αν και όλα σχετίζονται μεταξύ τους, εννοώ δηλαδή πως, και η ιστορική επέτειος αγγίζει την εκκλησία αλλά και ή πανδημία αγγίζει το ελληνικό σχολείο, θα επιλέξω τα δύο ζεύγη: πανδημία – εκκλησία και επέτειος του 21 – ελληνικό σχολείο.

Θα ήταν πολύ εύκολο να μεμψιμοιρήσω πάνω στα πανθομολογούμενα συμπεράσματα: Η μεν πανδημία αποκάλυψε τις χρονιές -και ως εκ τούτου βαθιά ριζωμένες – αδυναμίες του σώματος της ελληνικής Εκκλησίας, τόσο ως προς την εκκλησιαστικότητα, αυτό που ονομάζουμε κοινώς «εκκλησιαστικό φρόνημα», όσο και ως προς την γνώση βασικών δογματικών αληθειών της πίστεως μας. Όσο δε για την σχέση ελληνικού σχολείου με την επέτειο του 1821, θα μπορούσα και πάλι να μεμψιμοιρήσω, τόσο ως προς την εντελώς δευτερεύουσα σημασία μιας τέτοιας επετείου στο ελληνικό σχολείο, όπως φαίνεται να αντιμετωπίζεται μέχρι στιγμής, όσο και ως προς την ελλιπέστατη ιστορική γνώση που χαρακτηρίζει τον μέσο μαθητή αλλά και την πλήρη αποξένωση από όλα εκείνα τα ιδανικά και τις αξίες που οδήγησαν στο καθοριστικότερο γεγονός της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Αυτή η μεμψιμοιρία όμως δεν είναι λειτουργική και, πολύ περισσότερο, δεν βοηθάει σε αποτελεσματικές αντιδράσεις. Ομολογώ ότι και εγώ, πολλές φορές, αποστρέφω το βλέμμα από θλιβερές διαπιστώσεις και συχνά συλλαμβάνω τον εαυτό μου να μην μπορεί να τις διαχειριστεί, με συνέπεια να οδηγούμαι στην απώθηση. Δεν πρέπει όμως!

Τα γεγονότα και οι αλήθειες είναι εκεί και μας καλούν να πάρουμε θέση αλλά και να συμβάλουμε με τις ελάχιστες δυνάμεις μας προς μία διαφορετική πορεία της πατρίδας μας.

Χωρίς, λοιπόν, φόβο και πάθος, με ψυχραιμία αλλά και -γιατί όχι;- με πείσμα και αισιοδοξία για υπέρβαση, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως, και οι δύο αυτές περιστάσεις -πανδημία και επέτειος- οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα:

Έχουν χαθεί τα στοιχειώδη.

Και μάλιστα, έχουν χαθεί με καταιγιστικούς ρυθμούς, κάτι που είναι εύκολο να το διαπιστώσει κανείς, συγκρίνοντας την κατάσταση μαθητών και πιστών στις δεκαετίες του ΄60, του ΄70 και του ΄80 με αυτήν των γενεών του 2010 και του 2020.

Μία στάση, μία συμπεριφορά, τόσον ως προς την ιστορική μνήμη, όσο και ως προς την εκκλησιαστική συνείδηση, φέρει το μεγάλο μερίδιο ευθύνης. Συγκεκριμένα:

Και όσοι είχαν την ευθύνη διατήρησης της ιστορικής μνήμης και όσοι είχαν την ευθύνη μεταλαμπάδευσης του εκκλησιαστικού φρονήματος και των θεμελιωδών αληθειών της πίστης μας, απέτυχαν να πείσουν τους νέους ανθρώπους πως όλα αυτά έρχονται από το παρελθόν, αλλά αφορούν το μέλλον. Η διαρκής επισήμανση ενός ένδοξου παρελθόντος, η διαρκής διατύπωση πως ανήκουμε σε λαό ηρώων και Εκκλησία αγίων, χωρίς κανένα ενδιαφέρον αξιοποίησης όλου αυτού του πολύτιμου υλικού για μία αποτελεσματική και παραγωγική στάση ενώπιον ενός εντελώς χαώδους και αμφιβόλου μέλλοντος, οδήγησαν ουσιαστικά, στην μουσειοποίηση του μεγάλου αυτού ιστορικού και πνευματικού θησαυρού και, μοιραία, στην πλήρη αδρανοποίησή του.

Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για τις πλήρεις διαστάσεις αυτής της διαπίστωσης αλλά και για πολλές ακόμη θεωρίες που θα εξηγούσαν την παρούσα κατάσταση.

Σημασία, όμως, έχει ο εντοπισμός μιας τακτικής, η οποία θα μπορούσε να ανατρέψει, ή, έστω, να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτές τις εξελίξεις. Είναι ξεκάθαρο πως, τόσο στον εκπαιδευτικό όσο και στον εκκλησιαστικό χώρο, οι εξελίξεις τρέχουν πολύ γρηγορότερα από τα ανακλαστικά. Και δεν αναφέρομαι τόσο σε συγκεκριμένα μέτρα ή πολιτικές αλλά μάλλον σε νοοτροπία.

Συγκεκριμένα, και στους δύο αυτούς τομείς, δεν έχει γίνει ακόμα αποδεκτό η και κατανοητό πως υπάρχει αποξένωση των νέων παιδιών από τα στοιχειώδη. Η όποια εκπαιδευτική πολιτική αλλά και η όποια κατηχητική τακτική πρέπει επειγόντως να συμφιλιωθούν με αυτό το γεγονός και να το αποδεχτούν ως το πιο αδιαμφισβήτητο γεγονός. Και συγχρόνως, όσοι κρατούν στα χέρια τους τις τύχες αυτόν των δύο χώρων, να συνειδητοποιήσουν πως, χωρίς έναν εντατικό διάλογο με τις νέες συνθήκες και τις νέες προοπτικές, η ιστορική μνήμη και ο ευαγγελικός λόγος θα πάρουν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, έναν απλώς συναισθηματικό χαρακτήρα νοσταλγίας.

Μπορεί το παρόν να μας προβληματίζει και το μέλλον να μας τρομάζει, έχουμε όμως πλέον πάρα πολλά στοιχεία για μεθόδους που μπορεί να είναι αποτελεσματικές ως προς την παραγωγική επαφή των νέων ανθρώπων με ιστορία και πίστη. Μας τις υποδεικνύουν οι χώροι της παιδαγωγικής, της επικοινωνίας, ακόμη και του management. Η ενημέρωση σχετικά με τα πορίσματα αυτών των χώρων δεν αναιρούν βεβαίως την ανάγκη εμβάθυνσης της πνευματικότητας και της φιλοπατρίας εκ μέρους ημών, των ενηλίκων, και ιδιαιτέρα όσων έχουν της ευθύνη της προσφοράς παιδείας και, κυρίως, παραδείγματος.

Ο συνδυασμός αυτός θα οδηγήσει σε αντίστοιχες πρακτικές λύσεις: Μάθημα, βιβλία, ανατροφή, διδακτικές μέθοδοι, χρήση των νέων ηλεκτρονικών και διαδικτυακών εργαλείων και όσες άλλες ενέργειες αποσκοπούν στη διαμόρφωση της νεότερης γενιάς, πρέπει να στηριχτούν στα νέα δεδομένα. Μία τέτοια εξέλιξη απαιτεί συγχρόνως, ταχύτατη αλλαγή νοοτροπίας και απόφαση πως απαιτούνται πόροι, υλικοί και άυλοι.

Είναι τέτοιες οι εξελίξεις, ώστε δεν μιλάμε για κινδύνους να χαθούν χρόνια αλλά μέρες, καθ΄ ην στιγμήν, κατά γενική ομολογία, η επομένη του κορωνοϊού αποτελεί όντως terra incognita.

Η ξαφνική απώλεια μιας αυτονόητης κανονικότητας, όπως αυτή που βιώνουμε, αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία συνειδητοποίησης πως μία αντίστοιχη απώλεια, ξαφνική και ραγδαία των αυτονόητων σε επίπεδο σχολείου και Εκκλησίας δεν αποτελεί ιστορία επιστημονικής φαντασίας αλλά ενδεχόμενο που ήδη έχει αρχίσει να χτυπά την πόρτα της κοινωνίας μας και του καθένα ξεχωριστά.

Όσον αφορά δε την βεβαιότητα πολλών για τη θεία βοήθεια, θυμάμαι μία ρήση ενός υπέροχου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής σε ένα συνέδριο της Παγκόσμιας Αδελφότητας Ορθοδόξων Νεολαιών ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ στη Χάλκη, πριν 25 περίπου χρόνια, η οποία με συγκλόνισε:

«Εδώ ο Θεός δεν λυπήθηκε μία ολόκληρη βυζαντινή αυτοκρατορία και θα λυπηθεί εμάς;»
Είναι βέβαιον πως ο Θεός ξέρει να οδηγεί ακόμα και τα λάθη μας προς αγαθές εξελίξεις, είναι όμως εξίσου βέβαιο πως αποτελεί θεμελιώδη πνευματικό νόμο η οδύνη των συνεπειών εξαιτίας λαθών, κούφιου βερμπαλισμού και ραθυμίας.