Αρχείο Πανάγου του Γενναίου – Οικογένεια Παναγοπούλων
9 Φεβρουαρίου 2021Όλοι οι Έλληνες λίγο ή πολύ είμαστε απόγονοι ηρώων, αγίων, οσίων, μαρτύρων, ομολογητών και δικαίων, αλλά κάποιοι δυστυχώς είναι και απόγονοι αδίκων και Εφιαλτών. Οι απόγονοι αυτών δεν σημαίνει ότι θα είναι δίκαιοι ή άδικοι σήμερα, δεν υπάρχει, απόλυτος προορισμός, αλλά η ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου. Η ιερή μνήμη, μας καλεί για ομολογία και το άδικα χυμένο αίμα τους θα μας οδηγεί σε νέα ηθική αρχή και μαρτυρίες.
Ως απόγονοι ηρώων θα προσπαθήσουμε να κρατήσουμε κάποιες αρχές, ότι μπορέσουμε κι ότι καταφέρουμε. Θεωρώ κακώς παρερμηνεύουν όσοι με πικρά λόγια, γράφουν κι αφήνουν να εννοηθεί ότι οι Έλληνες δήθεν καλά περνούσανε με τους Τούρκους, κι άραγε γιατί να θέλανε την Επανάσταση. Αυτά είναι βλάσφημα λόγια, για απάτριδες ιδεολογίες. Αντίχριστοι όσοι αλλοιώνουν ή παραποιούν, την ένδοξη ιστορία του μαρτυρικού μας Γένους. Πιθανόν, κάποιοι να μην μας συμπαθούν ως λαό και ως έθνος, κι ασύστολα λένε ή γράφουν για την δόλια Πατρίδα και το μαρτυρικό Γένος μας.
Α. Ο προπάππους μας ο ηρωϊκός Πανάγος ο Γενναίος, εκ του πατρός μου, των Παναγοπούλων, ήταν Οπλαρχηγός και Ήρωας, συμμετείχε στις επαναστατικές συσκέψεις στα Καλαβρυτοχώρια, προετοιμάζοντας το Γένος για την πολυπόθητη Ελευθερία ή το Θάνατο. Έλαβε μέρος στην ηρωϊκή Επανάσταση του 1821 με όλη την οικογένειά του. Συμμετείχε στον ξεσηκωμό των Ελλήνων της Πελοποννήσου και κυρίως των χωριών των Καλαβρύτων, συμμετείχε με τη φαμίλια του στην ορκωμοσία των ένδοξων Οπλαρχηγών στην Μονή της Αγίας Λαύρας των Καλαβρύτων ήταν τότε 76 ετών. Το ευλογημένο όνομα «Αλέξιος» δεν έφτασε έως εμένα τόσο τυχαία, αφού έχοντας καταγωγή από τα δυτικά Καλαβρυτοχώρια, όλοι γνωρίζαμε και αναγνωρίζαμε ως προστάτη μας, τον πολιούχο των Καλαβρύτων Άγιο Αλέξιο, τον θαυματουργό μας. Κάθε χρόνο κάτω από τα άγρυπνα βλέμματα των Τούρκων θα συγκεντρώνονταν οι Οπλαρχηγοί μας, για το μεγάλο Προσκύνημα της Πελοποννήσου. Για το μεγάλο Παμπελοποννησιακό Πανηγύρι, που θα κρατούσε Μήνα ολόκληρο, παράλληλα και με τη ζωοπανήγυρι, αλλά κυρίως τότε, από την παραμονή του Εσπερινού της 16ης Μαρτίου της εορτής του Αγίου Αλεξίου Ανθρώπου του Θεού, έως και την επομένη του Ευαγγελισμού της 26ης Μαρτίου. Του οποίου Αγίου η θαυματουργική Κάρα υπάρχει στην Μονή Αγίας Λαύρας ως δώρο πολύτιμο εκ του Βυζαντινού Αυτοκράτορα του Εμμανουήλ Παλαιολόγου από το έτος 1398. Ο δε Πανάγος[1] ο Γενναίος, και Οπλαρχηγός, ήταν βοσκός εκ της γνωστής οικογένειας Παναγοπούλων, ήταν αρκετά ευκατάστατος και νοικοκύρης κι είχε κοπάδια γιδοπρόβατα. Η οικογένειά του θα τα πωλούσε στο μεγάλο παζάρι της Πάτρας. Μνημονεύεται, από το έτος 1767, ως 22 ετών, άρα γεννημένος το 1745. Ενώ στην Επανάσταση του 1821, ως Γενναίος Οπλαρχηγός, ήταν ήδη σεβαστός γέρων 76 ετών. Όλη του η ζωή από τη νεότητά του, ήταν μια προετοιμασία για το Λάβαρο της Ελευθερίας ή το Θάνατο. Έμαθε λίγα γράμματα από τους Μοναχούς της Αγίας Λαύρας και του Μεγάλου Σπηλαίου των Καλαβρύτων, έτσι γνώριζε να μελετά το Ευαγγέλιο και τις Ιερές Γραφές, αλλά είχε χάρη να τα εξηγεί. Πιστός μελετητής, σε μια εποχή, όπου λίγοι γνώριζαν γράμματα, πόσο μάλλον να τα εξηγούν, είχε θητεύσει και διδαχθεί, στα Ιερά Μοναστήρια των Καλαβρύτων και της Μακελλαριάς, με καταγωγή από το Χωριό Καστρίτσι (Καστρίτζι), αφού η ζωή του στην ύπαιθρο είχε αναπτυχθεί πάνω τα προστατευμένα υψηλότερα μέρη από τη θάλασσα. Ο βοσκός ο Πανάγος είχε ανατραφεί: «στου Καλαβρύτου τα βουνά» και στο χωριό Καστρίτζι, που ήταν το τελευταίο χωριό νοτιοδυτικά των Καλαβρύτων, το τελευταίο από τα Καλαβρυτοχώρια, ψηλά εκεί, πολύ πάνω απ’ το Γκιώνη. Οι στίχοι από το στιχούργημα, πρβλ. σε παραπομπή, παρουσιάζουν την δύσκολη κατάσταση στο Μωριά, μεταξύ Τούρκων, Εβραίων και Ελλήνων. Ειδικότερα στην εμπορική πόλη της Πάτρας. Οι κάτοικοι αντέδρασαν, ώστε να μην γίνεται το Παζάρι, την ημέρα Κυριακή. Τότε ο Πανάγος ο Γενναίος, μίλησε δημόσια, στον ναό του Αγίου Ανδρέου, κι άρα θα ήταν σεβαστός, αλλά και γνωστός των Ιερέων, τότε κάλεσε το Λαό της πρωτεύουσας της ιστορικής Αχαϊας, για Χριστιανική Πειθαρχία. Πίσω απ’ αυτά τα γεγονότα, εκτός από τις θρησκευτικές διαφορές, κρύβεται και ο έντονος εμπορικός ανταγωνισμός, μεταξύ Εβραίων, Μουσουλμάνων και Χριστιανών. Αργότερα από 60 χρόνια επί Όθωνα το χωριό Καστρίτζι ως τελευταίο από τα Καλαβρυτοχώρια, υπήχθη στο Δήμο Παναχαιών, από το 1832 μέχρι το 1840. Από το 1895 θα προταθούν οι αγώνες Παναχαϊκού Όρους ή Βοϊδιά,[2] ή «Βοός»,[3] «είς βούς»,[4] κι ο Μπομπλαί[5] μίλησε για την εκεί «Σκιόεσσα», ακτίνων ηλίου σχεδόν αδιαπέραστος[6]. Ο Παναχαϊκός ήταν καταφύγιο επί Τουρκικής Σκλαβιάς πολλών αγωνιστών, έχει δύο βασικές κορυφές το Βοϊδιά και το Πύργο του Παλαβού ή Τρελού, κι αναμεταξύ των το οροπέδιο «πρασούδι ή ομορφη Λάκκα», εκεί έβοσκαν τα κοπάδια τους και την ποίμνη τους οι βοσκοί, όπως η οικογένεια του Πανάγου του Γενναίου. Στα ιδεώδη της φύσης Καταφύγια, όπου ήταν κι άριστοι κυνηγοί[7]. Οι αρχαίοι κάτοικοι της περιοχής έβρισκαν πλούσια θηράματα, όπου η «παναχαϊκή ελάτη» και η πλούσια βλάστηση[8]. Ο περιηγητής Σπόν, 69 χρόνια πρίν από τη γέννηση του Πανάγου του Γενναίου Οπλαρχηγού, περί το έτος 1676, θα περάσει από την περιοχή και θα βγεί για κυνήγι, όπου διαπίστωσε: «πυκνά δάση, πολλά αγρίμια, που σύχναζαν στα εκεί δάση, τώρα, δεν παρουσιάζει τέτοια αγριότητα»[9]. Ίσως γι’ αυτό κι ο Πυρρίας, περί το 220 π.Χ., έχοντας ως ορμητήριο το Παναχαϊκό, λεηλατούσε όλη την πλούσια Αχαΐα[10]. Από τον 15ο αιώνα εμφανίζονται κι αλβανόφωνοι βοσκοί, που διαδίδουν τα αλβανικά και σλαβικά τοπωνύμια. Το καθαρό οξυγόνο υπάρχει ακόμα στο Παναχαϊκό. Όσοι ξεκίνησαν πεζοπορίες είδαν την μαγευτική θέα του Κορινθιακού στον Πατραϊκό κόλπο, ήπιαν από τις γάργαρες πηγές με τα έλατα, μαγεύτηκαν από το μοναδικό ηλιοβασίλεμά του, θυμήθηκαν τα γενναία ιστορικά γεγονότα.
Β. Κατόπιν ο παππούς μου εκ πατρός ο Αλέξιος Παναγόπουλος του Πανάγου, υπηρέτησε γενναία ως στρατιώτης του Μηχανικού, από την Αχαϊα, στην Μικρά Ασία, μάλιστα έφτασε λίγο έξω από την Άγκυρα, φτιάχνοντας γέφυρες και περάσματα ή καταλύματα του Ελληνικού Στρατού. Από το 1921, ήταν 22 ετών, έχω φωτογραφία του ως ιστορική ανάμνηση από το Ουσάκιο 1921. Δυστυχώς πιάστηκε αιχμάλωτος κατά την άτακτη υποχώρησή μας λόγω των κακών και πολιτικών διχογνωμιών των Ελλήνων Πολιτικών τους οποίους οι ξένες δυνάμεις επιρρέαζαν. Μετά από τόσους χαμούς, θα βρεθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος για να προτείνει για Νόμπελ τον σφαγέα Κεμάλ Ατατούρκ. Ως αιχμάλωτος βασανίστηκε, ταλαιπωρήθηκε, ο ίδιος μου τα διηγήθηκε με παράπονο για τους πολιτικούς μας, γιατί μετά από πέντε χρόνια στη Μικρά Ασία, τελικά κατάφερε να επιστρέψει, δίχως ρούχα, αλλά με μια λινάτσα, με κουρελόπανα. Οι Τούρκοι τους χρησιμοποιούσαν σαν ζώα για εργασίες κι όποιος δεν θα πειθαρχούσε θα πέθαινε, αλλά κι η τροφή τους ήταν ελάχιστη, ένα κομμάτι ψωμί, ξεροκόμματα, και για νερό, όταν δεν υπήρχε, τους ανάγκαζαν να πίνουν τα ούρα τους, έμεναν νηστικοί και ελεεινοί, φρικτό, να το ακούω, ως παιδί και το θυμάμαι, ζωντανά και παραστατικά, τον πίεζα να μου τα πει, για να τα γνωρίζω, να τα καταγράψω κάποια στιγμή, ήθελα να σπουδάσω πέρα από τη νομική, θεολογία, ιατρική και την ιστορία.
Γ. Ο άλλος ο παππούς μου εκ μητρός ο Κωνσταντίνος Λουκόπουλος του Νικολάου, υπηρέτησε με το Ιππικό Πυροβολικό στα βουνά της Βορείου Ηπείρου. Πολέμησε ως ήρωας του ηρωϊκού έπους του 1940. Επέζησε επιστρέφοντας σε ελεεινή κατάσταση, μας τα διηγήθηκε ζωντανά και τα κατέγραψα στις εκθέσεις των εορτών, με την προτροπή του φιλολόγου μας, για την πρώτη Γυμνασίου, όπου ήμουν. Είχε την ευκαιρία να μην πάει, σε αυτό το πόλεμο κατά του Φασισμού και του Ναζισμού, γιατί ο πατέρας του ο Νικόλαος Λουκόπουλος του Αθανασίου, είχε πάει από το 1911 στην Αμερική, στο νησί Ellis, είναι σημειωμένος. Όμως κι αυτός κατόπιν γύρισε για την πατρίδα μας, για να αγωνιστεί, για τα δίκαιά της. Δεν έμειναν για να βολευτούν στην Αμερική, γιατί το ιερό καθήκον για την Πατρίδα και το Γένος, γι’ αυτούς ήταν κάτι ανώτερο, πάνω από οποιαδήποτε κοσμική προκοπή. Ο πατέρας του παππού μου ο Νικόλαος Παναγόπουλος του Αθανασίου, όταν ήταν στρατιώτης άλλαξε το επίθετο σε Λουκόπουλος, κλάσεως 1891. Η οικογένεια Παναγοπούλων στο σημερινό Άνω Καστρίτζι είχε και νερόμυλο και καμίνι για τούβλα οικοδομής, κάποια στιγμή περί το 1900 μεγάλωσε το «σόϊ» και θέλησαν να διαχωρίσουν τις περιουσίες και τις εργασίες τους. Οι παππούδες πίστευαν στο Χριστό και στην Παναγία μας, όπως ο πρόγονός μας ο Πανάγος ο Γενναίος Οπλαρχηγός, και επέζησε θαυματουργικά, μας τα διηγήθηκε, ότι έβλεπαν την Υπέρμαχο Στρατηγό την Παναγία μας, να τους προστατεύει μέσα στο ψύχος και στο βαρύ χειμώνα της Βορείου Ηπείρου. Είχαν λίγα λόγια, μετρημένα και σοφά, νάνε ευλογημένο το χώμα τους.
Πώς λοιπόν σήμερα εμείς οι απόγονοι αυτών των ηρώων, θα πουλήσουμε τόσο φθηνά το ηρωϊκό αίμα της θυσίας των, οι περιφρονητικές συστάσεις από νέους Εφιάλτες της Πατρίδας και του Γένους μας, θίγουν την ιστορική μνήμη, τις ηθικές αρχές και τα ιδανικά μας, που ουδέποτε βασίστηκαν σε Σκοτεινές Εταιρείες και ύποπτα κέντρα. Αλλά, πίστευαν εις το Όνομα της Μίας Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, όπως ακριβώς στο Ηρωϊκό Προοϊμιο του Ελληνικού Συντάγματος που ενυπάρχει και διατηρείται έως σήμερα σημειωμένο, εις πείσμα πολλών εχθρών μας. Λυπηρό είναι να φτάνει ο άνθρωπος που τα άνω θρώσκει, σε τόσο χαμηλό επίπεδο και σημείο να ξεπουλά τα ιδανικά του, χάρη μιας κάποιας μικρής καλοπέρασης. Όσοι θεωρούν ότι ένας τέτοιος λόγος είναι χάσιμο χρόνου, αυτοί έχασαν και την αίσθηση της αιωνιότητας. Διάλογοι ψυχοφθόροι δεν μας χρειάζονται, ούτε έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου, ας τους αφήσουμε για άλλους, δεν μας εκπροσωπούν σε τίποτα. Όσοι νομίζουν ότι ο Αγώνας και το αίμα που χύθηκε τότε ήταν μάταιο, αδικούν την υπόστασή τους. Πλέον ζούμε σε ημέρες πονηρές και πονηροί και γόητες προκόψουσιν επί τα χείρω. Οι ημέρες της Αποκάλυψης του Ιωάννου, ακολουθούν, αλλά λίγοι πάντα θα υπάρχουν όπως τους 300 του Λεωνίδα. Ο Θεός άς συγχωρέσει και ας σώσει την Πατρίδα μας και το Γένος μας, ας μας φωτίσει το Δίκαιο και το Ορθό και ας επικρατήσει η Αλήθεια Του.